αχόρταγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αχόρταγος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀχόρταγος < ἀ- (α- στερητικό) (χορταίνω) χορτα- -γος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χόρ‐τα‐γος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χόρ‐τα‐γος
Επίθετο
[επεξεργασία]αχόρταγος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αχόρταστος
- αυτός που δε χορταίνει εύκολα, που δεν μπορεί να ικανοποιήσει εύκολα το αίσθημα της πείνας
- ⮡ αχόρταγος άνθρωπος
- (μεταφορικά) για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη τόσο έντονη, που δεν μπορεί εύκολα κανείς να την ικανοποιήσει
- ⮡ αχόρταγη επιθυμία για εκδίκηση
- (μεταφορικά) για άνθρωπο άπληστο, πλεονέκτη
- ⮡ αχόρταγο είναι το μάτι του ανθρώπου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αχόρταγος
Πηγές
[επεξεργασία]- αχόρταγος, αχόρταστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αχόρταστος (& αχόρταγος) - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀχόρταγος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)