αττικισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αττικισμός < ελληνιστική κοινή ἀττικισμός/Ἀττικισμός (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική Ἀττικισμός (η σύμπραξη με τους Αθηναίους σε περίπτωση πολέμου, η συμμαχία μαζί τους)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ti.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ατ‐τι‐κι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αττικισμός αρσενικό
- (λόγιο) η τάση κάποιου να αττικίζει
- (γλωσσολογία, ιστορία) η επιστροφή στη συγγραφή κειμένων στην αττική διάλεκτο και οι μίμηση των Αττικών συγγραφέων του 5ου αιώνα, τάση που ξεκίνησε στους ελληνιστικούς χρόνους
- ※ Η ελληνική γλώσσα έχει μία αδιάκοπη ιστορική πορεία και παρουσιάζει ποικίλες μορφές στη φωνητική, τη μορφολογία (γραμματική), τη σύνταξη και το λεξιλόγιο σε κάθε ιστορική της φάση. Η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στην Ελληνιστική Κοινή προφορική γλώσσα της λεκάνης τως Μεσογείου και στην ίδια καταγράφηκαν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, επιλογή που σημαίνει ευρύτατη κατανόηση από τους ελληνοφώνους της εποχής. Την ίδια εποχή αναπτύσσεται το ρεύμα του αττικισμού που υπαγορεύει τη μίμηση της αττικής διαλέκτου και τη χρήση των ρητορικών σχημάτων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την καταξίωση οποιουδήποτε λογοτεχνικού είδους. (εφημερίδαΤο Βήμα, 27.06.2016)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)