αποκολοκύνθωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκολοκύνθωση οι αποκολοκυνθώσεις
      γενική της αποκολοκύνθωσης* των αποκολοκυνθώσεων
    αιτιατική την αποκολοκύνθωση τις αποκολοκυνθώσεις
     κλητική αποκολοκύνθωση αποκολοκυνθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκολοκυνθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκολοκύνθωση < απο- αρχαία ελληνική κολοκύνθη -ωση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.po.ko.loˈcin.θo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κο‐λο‐κύν‐θω‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποκολοκύνθωση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]