αποκλειστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκλειστικός < αποκλείω -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exclusif)
Επίθετο
[επεξεργασία]αποκλειστικός, -ή, -ό
- που αποκλείει κάτι άλλο και ανήκει σε έναν μόνο
- (πληροφορική) dedicated: σύστημα, υπολογιστής κατάλληλα διασκευασμένος που χρησιμοποιείται για ειδικό σκοπό
- (τηλεπικοινωνίες) βλ. αποκλειστική ζεύξη, αποκλειστική γραμμή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποκλειστικά
- αποκλειστικοποιώ
- αποκλειστικότητα
- αποκλειστικώς
- → δείτε τις λέξεις αποκλείω και κλείνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκλειστικός