απέλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απέλλα | οι | απέλλες |
γενική | της | απέλλας | των | απελλών |
αιτιατική | την | απέλλα | τις | απέλλες |
κλητική | απέλλα | απέλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απέλλα < αρχαία ελληνική *ἀπέλλα / *ἀπελλά (πβ. ἐν ταῖς μεγάλαις ἀπελλαῖς IG 5(1))
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απέλλα θηλυκό