αντισυναδερφικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντισυναδερφικότητα < αντισυναδερφικός -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντισυναδερφικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αντισυναδερφικός ή να έχει σχετική συμπεριφορά, η ιδιότητα του αντισυναδερφικού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντισυναδερφικότητα
|