ανθο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνθο-, ανθώ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανθο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθο- < ἄνθο(ς)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

ανθο-, ανθό- ή ανθ- πριν από φωνήεν

  • το ουσιαστικό άνθος ως πρώτο συνθετικό σε λέξεις που εκφράζουν
    1. σχέση με λουλούδι (άνθος) ή αναφορά σ' αυτό, ιδίως σε λέξεις επιστημονικής ορολογίας
      ανθοφορία
    2. ομοιότητα του δεύτερου συνθετικού με λουλούδι, σε λέξεις επιστημονικής ορολογίας
      ανθοβράγχια
      ανθάκανθος (αγκάθι που έχει χαρακτηριστκά άνθους)
    3. ότι το δεύτερο συνθετικό είναι πρώτης ποιότητας, ή το καλύτερο μέρος μιας ομάδας πραγμάτων
      ανθόγαλα

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ταξινομικοί όροι βοτανικής (ή ζωολογίας) με πρόθημα που έχει σχέση με τη λέξη άνθος, και τις σημασίες: λουλούδι, μίσχος που φέρει λουλούδι, ή κάποιο μέρος του λουλουδιού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]