ανθοσκέπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ανθοσκέπαστος, -η -ο
- (λογοτεχνικό) σκπασμένος με λουλούδια, καλυμμένος από άνθη
- ※ Μή ζητήτε την αιτίαν τών πυκνών μου στεναγμάτων, ενώ στίλβει της ζωής μου ή χρυσέμβαφος αυγή, το πάν χαίρει και ελπίζει υπ' αισίων αισθημάτων, όταν δέχεται το έαρ ανθοσκέπαστος ή γή (Ποιηταί του 19ου αιώνα, Κωνσταντίνος Δημαράς, 1959, σελ. 337)
- ※ Απλωμένη φιλήδονα ανάμεσα σε δυο ηπείρους, ανάμεσα σε δύο θάλασσες, τόπος φεγγαρόλουστος και ηλιοθρεμμένος, προικισμένος με όλα τα καλούδια της φύσης, τόπος ανθοσκέπαστος και μοσχομύριστος. (Ένας περίπατος στο Βόσπορο... , στην Πόλη..., στην Ιστορία, Κ. Αδαμόπουλου, Ποντιακή Εστία, Οκτώβριος - Νοέμβριος - Δεκέμβριος, Περίοδος β’ - Χρόνος 35ος - Τεύχος 171... Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος, Περίοδος β’ - Χρόνος 35ος - Τεύχος 169, σελ. 286)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθοσκέπαστος
|