αναπληρωματική έκταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπληρωματική έκταση | οι | αναπληρωματικές εκτάσεις |
γενική | της | αναπληρωματικής έκτασης & αναπληρωματικής εκτάσεως |
των | αναπληρωματικών εκτάσεων |
αιτιατική | τη | αναπληρωματική έκταση | τις | αναπληρωματικές εκτάσεις |
κλητική | αναπληρωματική έκταση | αναπληρωματικές εκτάσεις | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπληρωματική έκταση < → δείτε τις λέξεις αναπληρωματικός και έκταση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Εrsatzdehnung
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αναπληρωματική έκταση θηλυκό
- (γραμματική) συνώνυμο του αντέκταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπληρωματική έκταση
|
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)