αναγνωστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγνωστικότητα < αναγνωστικός -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναγνωστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αναγνώστης, η ιδιότητα του αναγνώστη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναγνωστικότητα
|