αμηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμηχανία < αρχαία ελληνική ἀμηχανία. Η αρχική σημασία ήταν ένδεια λόγω απουσίας οικονομικών πόρων
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμηχανία θηλυκό
- η αδυναμία συμπεριφοράς και αντίδρασης με τον πρέποντα τρόπο· το να μη μπορεί κάποιος να πει ή να κάνει αυτό που είναι κατάλληλο
- ένιωσα αμηχανία, όταν τον είδα να απομακρύνει το βλέμμα του
- συναίσθημα σύγχυσης και αναστάτωσης που προκαλείται από κάτι ξαφνικό κι αναπάντεχο
- η αμηχανία την έκανε να μην μπορεί να κοιμηθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμηχανία