ακάθαρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακάθαρτος < αρχαία ελληνική ἀκάθαρτος < α- καθαίρω
Επίθετο
[επεξεργασία]ακάθαρτος, -η, -ο
- που δεν έχει καθαριστεί
ακάθαρτος, -η, -ο