αισθηματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αισθηματικότητα < αισθηματικός -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αισθηματικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αισθηματικός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αισθηματικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αισθηματικότητα