αγρίεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγρίεμα ουδέτερο
- το να γίνεσαι άγριος απέναντι σε κάποιον, να προσπαθείς να τον φοβίσεις
- το αποτέλεσμα του αγριεύω (στην έκφραση του προσώπου)
- το ξαφνικό αγρίεμα της μορφής του έδειχνε ότι κάποια σκέψη άρχισε να τον βασανίζει
- το αποτέλεσμα του αγριεύω (για καιρικά φαινόμενα)
- το ξαφνικό αγρίεμα της θάλασσας έκανε τους ψαράδες να τρέξουν στην παραλία ανήσυχοι για τις βάρκες τους
- το αποτέλεσμα του αγριεύομαι, ο αιφνίδιος φόβος που νιώθει κάποιος όταν βρίσκεται μόνος σε ένα έρημο ή σκοτεινό μέρος