έστω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έστω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔστω (ας είναι, να είναι), προστακτική, τρίτο πρόσωπο του εἰμί[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.sto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐στω
Επίρρημα
[επεξεργασία]έστω
- για δήλωση παραχώρησης ή συγκατάθεσης
- για να δηλωθεί ότι κάτι ισχύει, υπάρχει
- ⮡ άσκηση γεωμετρίας: έστω τρίγωνο ΑΒΓ (ας υποθέσουμε ότι υπάρχει τρίγωνο ΑΒΓ)
- ⮡ άσκηση μαθηματικών: έστω οι αριθμοί 1, 3, 5, 7 (ας υποθέσουμε ότι έχουμε τους αριθμούς...)
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]έστω
- ο παραχωρητικός σύνδεσμος, που εισάγει δευτερεύουσα παραχωρητική πρόταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έστω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας