έλικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.li.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐λι‐κα
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έλικα | οι | έλικες |
γενική | της | έλικας | των | ελίκων |
αιτιατική | την | έλικα | τις | έλικες |
κλητική | έλικα | έλικες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- έλικα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕλιξ από την αιτιατική ενικού «τὴν ἕλικα»
- για τη γεωμτερία < η σημασία, στην ελληνιστική κοινή
- για τον έλικα σκάφους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική hélice < λατινική helix < αρχαία ελληνική ἕλιξ → και δείτε το αρσενικό έλικας [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έλικα θηλυκό
- (γεωμετρία) η γραμμή που γράφεται πάνω σε κύλινδρο που γυρίζει και (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μοιάζει μ' αυτή
- (αρχιτεκτονική) απόληξη κιονόκρανου παρόμοιου σχήματος
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) μορφή θηλυκού για το αρσενικό έλικας
- (ιατρική, ανατομία) ελικοειδής εξοχή στον εγκέφαλο
- (βοτανική) όργανο των φυτών που τα βοηθάει στην αναρρίχηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η έλικα στην αρχιτεκτονική
|
η έλικα στην ιατρική
|
η έλικα στη βοτανική
|
η έλικα στην ναυσιπλοΐα
→ δείτε τη λέξη έλικας (αρσενικό) |
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- έλικα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]έλικα αρσενικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έλικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)