άνθρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνθρακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνθραξ από την αιτιατική «τὸν ἄνθρακα»[1]
- για το χημικό στοιχείο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική carbon < γαλλική carbone (ονομασία που δόθηκε από τον Λαβουαζιέ (Lavoisier) < λατινική carbo
- για την ασθένεια < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική anthrax < λατινική anthrax
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈan.θɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άν‐θρα‐κας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άνθρακας | οι | άνθρακες |
γενική | του | άνθρακα | των | ανθράκων |
αιτιατική | τον | άνθρακα | τους | άνθρακες |
κλητική | άνθρακα | άνθρακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
άνθρακας αρσενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 6 και χημικό σύμβολο το C, που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο των οργανικών ενώσεων
- (ιατρική) επικίνδυνη μολυσματική ασθένεια που οφείλεται στον ομώνυμο βάκιλο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- άνθρακες ο θησαυρός: για προσδοκίες που διαψεύστηκαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- γαιάνθρακας
- λιθάνθρακας
- ξυλάνθρακας
- οπτάνθρακας
- τετραχλωράνθρακας
- χλωροφθοράνθρακας
- υδατάνθρακας
- υδρογονάνθρακας
- ανθρακο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ανθρακο- στο Βικιλεξικό
όπως
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- άνθρακας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άνθρακας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άνθρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)