άνδρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άντρας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άνδρας οι άνδρες
      γενική του άνδρα
ανδρός
των ανδρών
    αιτιατική τον άνδρα τους άνδρες
     κλητική άνδρα άνδρες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άνδρας < λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] < αρχαία ελληνική ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈan.ðɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άν‐δρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άνδρας αρσενικό, λόγια μορφή του άντρας

  1. κάθε άνθρωπος αρσενικού φύλου που ηλικιακά έχει ξεπεράσει την εφηβεία
    ⮡  Σταμάτα να κάνεις αυτές τις χαζομάρες κάθε μέρα! Είσαι ολόκληρος άνδρας, πλέον, για να παιδιαρίζεις έτσι συνεχώς!
  2. ο σύζυγος
    ⮡  Τηλεφώνησε ο άνδρας της πριν πέντε λεπτά και είπε ότι θα καθυστερήσει λίγο να έρθει, διότι βρήκε κίνηση στο δρόμο
  3. αυτός που έχει τις καλές ιδιότητες που, παραδοσιακά σε παλαιότερες εποχές ή σε ορισμένες κουλτούρες, αποδίδονται στους άντρες (λ.χ. αποφασιστικότητα, λεβεντιά, έλλειψη φόβου κ.τ.π.)
    ⮡  Φέρσου σαν άνδρας μια φορά, επιτέλους! Πάντα λουφάζεις σα γυναικούλα μπροστά του!
  4. μέλος ομάδας, συνήθως ένστολης
    ⮡  Ο λοχαγός παρέταξε τους άνδρες της φρουράς μπροστά από την είσοδο του κτηρίου
    ⮡  Οι άνδρες της ομάδας διάσωσης δυσκολεύτηκαν να προσεγγίσουν το σημείο που βρίσκονταν οι τραυματισμένοι ορειβάτες

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε και άντρας

Σύνθετα

[επεξεργασία]
→ δείτε και άντρας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]