άλμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἅλμη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άλμη οι άλμες
      γενική της άλμης
    αιτιατική την άλμη τις άλμες
     κλητική άλμη άλμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άλμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅλμη. Δείτε και άρμη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈal.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άλ‐μη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άλμη θηλυκό και άρμη

  • διάλυμα αλατιού και νερού
    κράτησε το τυρί μέσα στην άλμη για να διατηρηθεί περισσότερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]