άλλων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]άλλων αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- γενική πληθυντικού του άλλος
άλλων αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο