άβατο του Αγίου Όρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άβατο του Αγίου Όρους | ||
γενική | του | άβατου του Αγίου Όρους | ||
αιτιατική | το | άβατο του Αγίου Όρους | ||
κλητική | άβατο του Αγίου Όρους | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]άβατο του Αγίου Όρους ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (εκκλησιαστικός όρος) θεσμός σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος γυναικών στην επικράτεια του Αγίου Όρους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άβατο του Αγίου Όρους
|
Πηγές
[επεξεργασία]- άβατο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)