Πράγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πράγα | ||
γενική | της | Πράγας | ||
αιτιατική | την | Πράγα | ||
κλητική | Πράγα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πράγα < ιταλική Praga[1] < τσεχική Praha < práh < πρωτοσλαβική *porgъ (κατώφλι, με την έννοια πόρος / πέρασμα (ποταμού))
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πράγα θηλυκό
- η πρωτεύουσα της Τσεχίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Πάργα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Πράγα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πράγα
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τσεχικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Τσεχίας (νέα ελληνικά)
- Πρωτεύουσες (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τσεχίας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)