Ολυμπιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ολυμπιείο | ||
γενική | του | Ολυμπιείου | ||
αιτιατική | το | Ολυμπιείο | ||
κλητική | Ολυμπιείο | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ολυμπιείο < αρχαία ελληνική Ὀλυμπιεῖον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.lim.biˈi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐λυ‐μπι‐εί‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ολυμπιείο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (αρχαιολογία, ιστορία) αρχαίος ναός και αρχαιολογικός τόπος στην Αθήνα, ο Ναός του Ολυμπίου Διός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αρχαίοι ναοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίοι ναοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογικοί τόποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)