Βίκινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βίκινγκ < ορθογραφικό δάνειο από την αγγλική Viking (αγγλική προφορά: /ˈvaɪkɪŋ/) < παλαιά νορβηγική víkingr με διαφορετικές εκδοχές για την παραπέρα ετυμολόγηση της λέξης [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βίκινγκ αρσενικό άκλιτο (σπάνια με την αγγλική κατάληξη πληθυντικου: Βίκινγκς)
- (εθνικό όνομα, εθνωνύμιο, ιστορία) σκανδιναβοί θαλασσοπόροι, οι οποίοι, κατά τον μεσαίωνα, λεηλάτησαν και κάνανε εμπόριο με λαούς από όλη την Ευρώπη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Βίκινγκ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βίκινγκ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ορθογραφικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)