ĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ĝi < λιθουανική ji
Προφορά
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]ĝi (eo)
- αυτό (χρησιμοποιείται για πράγματα ή για ζώα, όταν δεν ξέρουμε το φύλο)
- mi prenos ĝin - (εγώ) θα το πάρω