ĉi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ĉi < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ĉi (eo)

  • « εδώ », χρησιμοποιείται αμέσως μετά ένα δεικτικό επίθετο για να εκφράσει κάτι για το οποίο μόλις έγινε λόγος
tiu ĉi - αυτός εδώ

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]