época

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
época épocas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

época (es) θηλυκό

  1. η εποχή, ο χρόνος
    épocas pasadas - περασμένες εποχές

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]