âme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑːm/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

âme (fr) θηλυκό