Μετάβαση στο περιεχόμενο

SEAT

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
SEAT
Νομική μορφήsociedad anónima
Κλάδοςβιομηχανία αυτοκίνησης
Ίδρυση9  Μαΐου 1950
ΙδρυτήςInstituto Nacional de Industria
ΈδραMartorell, Ισπανία
Σημαντικά πρόσωπαWayne Griffiths, Luca de Meo και Carsten Isensee
Προϊόντααυτοκίνητο
ΙδιοκτήτηςΌμιλος Volkswagen
Υπάλληλοι14.752 (2020)
ΜητρικήΌμιλος Volkswagen
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Σελίδα στο Facebook Σελίδα στο Twitter Σελίδα στο Instagram
Commons page Πολυμέσα

Η SEAT (προφέρεται: [ˈse.at]) είναι, με διαφορά, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της Ισπανίας. Ιδρύθηκε στις 9 Μαΐου 1950 από το Εθνικό Ινστιτούτο Βιομηχανίας (Instituto Nacional de Industria, INI) της Ισπανίας, και σήμερα αποτελεί θυγατρική εταιρεία του γερμανικού ομίλου Volkswagen. Τα κεντρικά της SEAT βρίσκονται στο βιομηχανικό συγκρότημα της SEAT στο Μαρτορέλ (Martorell), κοντά στη Βαρκελώνη της Ισπανίας.

Το 2000, η ετήσια παραγωγή ξεπερνούσε τις 500.000 οχήματα και συνολικά μέχρι το 2006 είχαν παραχθεί πάνω από 16 εκατομμύρια αυτοκίνητα SEAT (συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων από 6 εκατομμυρίων που έχουν βγει από τις γραμμές παραγωγής στο εργοστάσιο του Μαρτορέλ) με τα δύο τρίτα της ετήσιας παραγωγής να εξάγονται σε περισσότερες από 70 χώρες παγκοσμίως. Το 2017, η συνολική ετήσια παραγωγή έφτασε τα 536.462 αντίτυπα.

Το όνομα «SEAT» προέρχεται από το ακρωνύμιο «SEAT» που σήμαινε «Sociedad Española de Automóviles de Turismo» (Ισπανική Εταιρεία για Αυτοκίνητα Τουρισμού). Από το 1990 όμως, το επίσημο όνομα της εταιρείας έχει γίνει «SEAT S.A.» (Σέατ, Ανώνυμη Εταιρεία).

Η SEAT κρατά τις ρίζες της πίσω στις 22 Ιουνίου 1940, όταν η ιδιωτική ισπανική τράπεζα «Banco Urquijo» ίδρυσε τη «Sociedad Ibérica de Automóviles de Turismo» (S.I.A.T.) ως προάγγελο της SEAT με το φιλόδοξο στόχο να εδραιωθεί ως η εθνική αυτοκινητοβιομηχανία της Ισπανίας, ένα πλάνο που αργότερα έμελλε να αναληφθεί από το «Instituto Nacional de Industria» (I.N.I.).

Το πρώτο έμβλημα της SEAT.

Η SEAT υπό την τρέχουσα ονομασία ιδρύθηκε στις 9 Μαΐου 1950 με το πλήρες όνομα «Sociedad Española de Automóviles de Turismo, S.A.» (S.E.A.T.) από το «Instituto Nacional de Industria» (I.N.I.) με αρχικό κεφάλαιο 600 εκατομμυρίων Πεσετών, σε μια στιγμή που η χώρα τελούσε υπό την ανάγκη να ανασυντάξει τις βασικές δομές της εθνικής της οικονομίας, αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η γέννηση της SEAT ήρθε σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά αφότου η ισπανική Κυβέρνηση και έξι ισπανικές τράπεζες ( «Banco Urquijo», «Banco Español de Crédito (Banesto)», «Banco de Bilbao», «Banco de Vizcaya», «Banco Hispano-Americano» και «Banco Central» ) είχαν υπογράψει στις 26 Οκτωβρίου 1948 μία σύμβαση στρατηγικής συνεργασίας με την ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Fiat με αντικείμενο το σχηματισμό συμμαχίας με κάποιο ξένο σύμμαχο που θα οδηγούσε στην ίδρυση της μεγαλύτερης ισπανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Ανάμεσα στους υποψήφιους εταίρους η γερμανική Volkswagen και η ιταλική Fiat ήταν οι επικρατέστεροι, ωστόσο η ιταλική εταιρεία Fiat αναδείχθηκε ως η τελική επιλογή για το εγχείρημα που θα έμελλε να καταστήσει τη SEAT σε θέση όχι μόνο να επανεκκινήσει την οικονομία της χώρας ως ο μεγαλύτερος εργοδότης στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, αλλά και επίσης και να συμβάλει στην εκβιομηχάνιση και το μετασχηματισμό της ισπανικής κοινωνίας σε ένα πιο μοντέρνο τρόπο ζωής, μια κοινωνία που μέχρι τότε ήταν περισσότερο στραμμένη στον αγροτικό τομέα παραγωγής. Εξάλλου και από τη μεριά της η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία χρειαζόταν να διεκδικήσει μια θέση στη μεταπολεμική ισπανική αγορά και να βρει ένα μονοπάτι επιστροφής στην Ισπανία μετά τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου, μίας διαμάχης που είχε οδηγήσει το 1936 στην καταστροφή της - υπό τη σύντομης διάρκειας ιδιοκτησία της θυγατρικής της «Fiat-Hispania» και αποκτηθείσα από τη Hispano-Suiza - μονάδας παραγωγής στη Γκουανταλαχάρα.

Παρ' όλο που αρχικά υπήρχαν σκέψεις για λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές στην ισπανική ενδοχώρα, όπως στο Βαγιαδολίδ και το Μπούργος, τελικά αποφασίστηκε να κατασκευαστεί το εργοστάσιο της SEAT στη ζώνη διακίνησης αφορολόγητων προϊόντων του λιμανιού της Βαρκελώνης (Barcelona Zona Franca), η οποία και θα παρείχε καλύτερη πρόσβαση στη Μεσόγειο και το υπόλοιπο της Ευρώπης. Η Βαρκελώνη ήταν άλλωστε μία πόλη με βιομηχανικό υπόβαθρο και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό από τις αρχές του εικοστού αιώνα, μία μητρόπολη για πολλούς ιστορικούς ισπανικούς κατασκευαστές αυτοκινήτων όπως η Hispano-Suiza και η Elizalde, αλλά και τόπος υποδοχής για εργοστάσια ξένων κατασκευαστών όπως η «Ford Motor Ibérica» και η «General Motors Peninsular». Όντας ταυτόχρονα εταιρεία ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία αλλά και επενδυτική ευκαιρία για τα σχέδια επέκτασης της Fiat δια της Ιβηρικής χερσονήσου, η SEAT θα απολάμβανε απαλλαγών φόρων και δασμών από το κράτος, αλλά και τεχνικής υποστήριξης από τον ξένο της σύμμαχο. Ο πρώτος πρόεδρος της SEAT που ανέλαβε ήταν ο José Ortiz Echagüe, ένας πιλότος και μηχανικός προερχόμενος από την «Construcciones Aeronáuticas (CASA)», το μεγαλύτερο κατασκευαστή αεροσκαφών της Ισπανίας, στην οποία και κατείχε προηγουμένως τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου.

Συνεργασία με τη Fiat

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
SEAT 1400, το πρώτο μοντέλο της SEAT, παραγωγής 1953.

Τα έργα κατασκευής του εργοστασίου της SEAT στη Zona Franca άρχισαν το 1950 με το άνοιγμά του να έρχεται τρία χρόνια αργότερα στις 5 Ιουνίου 1953, και ενώ εν τω μεταξύ ήδη από το 1951 η ισπανική μάρκα είχε ξεκινήσει προεργασίες για να στήσει σχεδόν από το μηδέν μία ολόκληρη υποστηρικτική βιομηχανία προμηθευτριών εταιρειών. Το πρώτο αυτοκίνητο στην ιστορία της μάρκας ήταν το μοντέλο SEAT 1400 το οποίο βγήκε από τις γραμμές παραγωγής στις 13 Νοεμβρίου 1953 με πινακίδα «B-87.223». Στους μήνες που ακολούθησαν, η παραγωγική ικανότητα, καθώς και το προσωπικό του εργοστασίου επρόκειτο να αυξηθούν σημαντικά, ταυτόχρονα με τη χρησιμοποίηση εγχώρια κατασκευασμένων εξαρτημάτων στην παραγωγική διαδικασία, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι εισαγωγές αλλά και να δοθεί μια ώθηση στην ανάπτυξη της ισπανικής βιομηχανίας προμηθευτών εξαρτημάτων, φέρνοντας σε πέρας τον ανατεθειμένο ρόλο στη SEAT ως του εθνικού κατασκευαστή αυτοκινήτων που θα αποκαθιστούσε την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας στη μεταπολεμική Ισπανία. Ήδη από το 1954 η χρήση εξαρτημάτων ισπανικής κατασκευής είχε ανέλθει σε ένα ποσοστό της τάξης του 94% επί του συνόλου και τον επόμενο χρόνο στις 5 Μαΐου 1955 το εργοστάσιο άνοιξε και επισήμως.

SEAT 600.

Στο ξεκίνημά της η SEAT ασχολούνταν είτε με την παραγωγή αυτοκινήτων Fiat με το σήμα της εταιρείας τα οποία και διαφοροποιούνταν πολύ λίγο από αυτά της ιταλικής μάρκας, είτε ακόμα και τα αναδιαμόρφωνε για τις ανάγκες της δικής της γκάμας. Το SEAT 600, που παρουσιάστηκε το 1957 και ήταν βασισμένο στο Fiat 600 του 1955, αποτέλεσε για πολλές ισπανικές οικογένειες το πρώτο τους αυτοκίνητο και θεωρήθηκε σύμβολο της οικονομικής ανάπτυξης (19591973) γνωστής και ως «Ισπανικό Θαύμα», ενώ το SEAT 800 ήταν ένα αποκλειστικό παράγωγο μοντέλο που εξέλιξε η ίδια η SEAT πάνω στη βάση του SEAT 600 ως μια επιμηκυμένη έκδοση με 4 πόρτες, χωρίς όμως αντίστοιχη έκδοση στη γκάμα της Fiat.

Το 1957 η SEAT ίδρυσε το Κέντρο Εκπαίδευσης της SEAT στην ευρύτερη περιοχή του εργοστασίου της Zona Franca, ένα ίδρυμα με αντικείμενο την εκπαίδευση ειδικευμένου προσωπικού και την κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αυτοκινητοβιομηχανίας σε εξειδικευμένο τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό.

Καθώς η αύξηση της ετήσιας παραγωγής έσπαζε το ένα φράγμα μετά το άλλο λόγω της μεγάλης ζήτησης, οι επιτευχθείσες οικονομίες κλίμακας επέτρεπαν τον περιορισμό σε κόστη και τιμές, ενώ συνακόλουθα ανανέωναν τη ζήτηση και εκτόξευαν τις πωλήσεις μαζί και τα κέρδη για τη SEAT. Στις 29 Ιουνίου 1964, η εταιρεία άνοιξε τα νέα της κεντρικά γραφεία στη Μαδρίτη, όπου και φιλοξενούνταν μέχρι το 1972 τα γραφεία διοίκησης. Στη Βαρκελώνη υπήρχε μόνο ο διευθυντής του εργοστασίου της SEAT ως το 1973, οπότε και η μάρκα εγκατέστησε στην Καταλονία μία δεύτερη γενική διεύθυνση.

Το 1967 συμπληρώνοντας δεκατέσσερα χρόνια παραγωγής οχημάτων για την εσωτερική αγορά, η επιτυχία της SEAT θα σηματοδοτούνταν από μια κυρίαρχη θέση στην ισπανική αγορά μπροστά από τους κύριους ανταγωνιστές της, ήτοι τη «FASA-Renault», τη «Citroën-Hispania», την Authi και τη Barreiros, καθιστώντας τη SEAT το μεγαλύτερο κατασκευαστή αυτοκινήτων της Ισπανίας σε όγκο πωλήσεων και με μια πλήρως εγχώρια εντοπισμένη παραγωγή. Εκείνη τη χρονιά μια συμφωνία ανάμεσα στη Fiat και το ισπανικό Υπουργείο Βιομηχανίας επετεύχθη ώστε να μπει ένα τέλος στον περιορισμό επί της εξαγωγής αυτοκινήτων SEAT εκτός Ισπανίας, έναν όρο που προβλεπόταν στο αρχικό συμβόλαιο συνεργασίας με τη Fiat από το 1948. Σε αντάλλαγμα η Fiat θα αύξανε το μερίδιο των μετοχών της στην εταιρεία από 7% σε 36% και την ίδια στιγμή το ποσοστό που ανήκε στην κρατική εταιρεία συμμετοχών θα μειωνόταν από το επικυρίαρχο 51% στο 32%. Το εναπομένον 32% θα παρέμενε στις έξι μεγάλες τράπεζες. Αν και δεν ήταν ο πλειοψηφών μέτοχος η Fiat τώρα θα μπορούσε να ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο, ενώ η συμφωνία περιελάμβανε και την ανάληψη περαιτέρω υποχρεώσεων ώστε να βοηθήσει στην ανάπτυξη της SEAT και στην εξέλιξη καινούριων μοντέλων. Επίσης στις 6 Δεκεμβρίου 1967 η SEAT ίδρυσε τη δική της χρηματοδοτική εταιρεία «Financiera SEAT, S.A.» (Fiseat).

Για να έχει τη δυνατότητα να εξελίσσει ανεξάρτητα τα δικά της ερευνητικά προγράμματα, η SEAT το 1970 ήρθε σε συμφωνία με τη Fiat ώστε να ξεκινήσει την κατασκευή χωριστών υποδομών ανάπτυξης νέων τεχνολογιών. Καθώς η εταιρεία έστησε το 1972 τις προσωρινές εγκαταστάσεις στο χώρο του μελλοντικού Τεχνολογικού Κέντρου στο Μαρτορέλ και το 1973 ξεκίνησε τις κατασκευαστικές εργασίες, αυτός ο στόχος θα χρειαζόταν μόλις πέντε χρόνια μέχρι το 1975 για να υλοποιηθεί με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης ανέγερσης του Τεχνολογικού Κέντρου της SEAT.

Κατά την ίδια περίοδο, η μάρκα συνέχισε να κατέχει την κυρίαρχη θέση στην ισπανική αγορά αυτοκινήτου, παράγοντας το 1971 282.698 οχήματα - δηλαδή παραπάνω από το 58% της συνολικής παραγωγής στην Ισπανία - και παρ' όλη την αναταραχή που προκλήθηκε εκείνη τη χρονιά τόσο από απεργίες όσο και από σοβαρές πλημμύρες που έπληξαν το παράκτιο εργοστάσιο της SEAT στη Βαρκελώνη. Ωστόσο με μόλις 81 αυτοκίνητα ανά χίλιους κατοίκους οι πωλήσεις στην Ισπανία έμοιαζαν να έχουν περιθώριο περαιτέρω ανόδου, την ίδια στιγμή όμως η SEAT αντιμετώπιζε την προοπτική ενός ακόμα πιο έντονου ανταγωνισμού με περισσότερους μεγάλους κατασκευαστές που εξέταζαν το ενδεχόμενο εγκατάστασης ή επέκτασης τοπικών μονάδων παραγωγής στη βαριά προστατευόμενη ισπανική αγορά αυτοκινήτου.

Το 1973 η SEAT μαζί με τη «Citroën-Hispania» συνεισέφεραν ισότιμα στην ίδρυση της εταιρείας «Industrias Mecánicas de Galicia, SA» (Indugasa) που το εργοστάσιό της στη Βίγο είχε σαν αντικείμενο την παραγωγή εξαρτημάτων απαραίτητων για τη μετάδοση της κίνησης στον πρόσθιο άξονα των οχημάτων, ενός τύπου μετάδοσης που η χρήση του γίνονταν ολοένα και πιο κοινότυπη εκείνη την περίοδο. Αυτή η βιομηχανία - που στα επόμενα χρόνια θα προμήθευε όχι μόνο τη SEAT και τη «Citroën-Hispania» αλλά και τη «Ford España» - έμελλε να μεταβιβαστεί αργότερα το 1986 στην πολυεθνική εταιρεία GKN.

Το Μάιο του 1975 και ύστερα από απαίτηση των ισπανικών αρχών να διασφαλιστεί το μέλλον των εργαζομένων στα εργοστάσια της Authi, η SEAT προχώρησε σε συνομιλίες με τη «British Leyland Motor Corporation» (BLMC), μητρική εταιρεία της χρεωκοπημένης Authi, για να αποκτήσει τον έλεγχο των εργασιών της μάρκας στην Ισπανία παραμερίζοντας το ενδιαφέρον της GM σ' αυτήν, κάτι που σε διαφορετική περίπτωση θα άνοιγε διάπλατα το δρόμο για τον αμερικανικό όμιλο προς την ισπανική αγορά βάζοντας έτσι σε κίνδυνο τη συνεργασία της SEAT με τη Fiat. Οι συζητήσεις κατέληξαν σύντομα τον Ιούλιο του 1975, όταν και ανακοινώθηκε η συμφωνία ανάμεσα στα δύο μέρη σύμφωνα με την οποία η SEAT θα αποκτούσε από τη BLMC την Authi και τα περιουσιακά της στοιχεία έναντι 1.250 εκατομμυρίων Πεσετών. Η επιβληθείσα στη SEAT εξαγορά του εργοστασίου της Authi στο Landaben είχε ως συνέπεια να εγκαταλείψει η τελευταία τα σχέδια επέκτασής της με ένα καινούριο εργοστάσιο στη Σαραγόσα. Την ίδια στιγμή μάλιστα που η προμηθεύτρια εταιρεία της Authi στη Μανρέσα μεταπωλήθηκε στην εταιρεία Cometsa έναντι τιμήματος 150 εκατομμυρίων Πεσετών, το εργοστάσιο του Landaben στην Παμπλόνα παρέμεινε στην ιδιοκτησία της SEAT για να συνεχίσει από το Φεβρουάριο του 1976 την παραγωγή οχημάτων με το σήμα της SEAT αυτή τη φορά.

Η δεκαετία του 1970 ήταν μια περίοδος άνθισης και ευημερίας στην Ισπανία, κάτι που αντανακλάται και στην ανακοίνωση τον Αύγουστο του 1976 ότι η SEAT θα αναλάμβανε μέρος της παραγωγής του ιταλικού μοντέλου Lancia Beta. Τρία χρόνια αργότερα η τοπική παραγωγή της Beta από τη SEAT ξεκίνησε στο νεοαποκτηθέν εργοστάσιο στην Παμπλόνα, περιλαμβάνοντας ωστόσο μόνο τις εκδόσεις Coupe και HPE lift-back.

Το 1977 ιδρύθηκε η Liseat, η εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης της SEAT, και το 1979 ανεγέρθη το εργοστάσιο του Gearbox del Prat ως εξειδικευμένη μονάδα παραγωγής κιβωτίων και μηχανισμών ταχυτήτων αλλά και διαφορικών στην περιοχή του El Prat del Llobregat κοντά στη Βαρκελώνη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εκτεταμένες συνομιλίες σχετικά με τη χρηματοδότηση και τον έλεγχο της SEAT έλαβαν χώρα ανάμεσα στο βασικό τις μέτοχο, δηλαδή το ισπανικό δημόσιο, και τη Fiat: η SEAT χρειαζόταν για να αναπτυχθεί μεγάλες κεφαλαιακές επενδύσεις κάτι στο οποίο η Fiat δεν ήταν έτοιμη να εισφέρει εν μέρει λόγω της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του 1970 και σε κάποιο άλλο βαθμό εξαιτίας της αβεβαιότητας για τα συμφέροντά της ως συνέπεια του ανοίγματος της ισπανικής αγοράς στη GM. Το αποτέλεσμα ήρθε το 1982 με τον τερματισμό της τριακονταετούς συνεργασίας με τη Fiat, μία μάλλον αναπάντεχη κίνηση από πλευράς της ιταλικής μάρκας, παρά τις ευνοϊκές προοπτικές που διανοίγονταν για την ισπανική οικονομία με την ένταξή της στον προθάλαμο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας από το 1977.

Η νέα εποχή για τη SEAT σηματοδοτήθηκε με την αλλαγή στο λογότυπό της το 1982, ενώ και το πρώτο αυτοκίνητο που έφερε το νέο της σήμα και παρουσίασε την ίδια χρονιά η εταιρεία χωρίς την εμπλοκή της Fiat ήταν το SΕΑΤ Ronda, προϊόν συνεργασίας ανάμεσα στο Rayton Fissore και το Τεχνολογικό Κέντρο του Μαρτορέλ. Το λανσάρισμα ωστόσο αυτού του μοντέλου προκάλεσε δικαστική εναντίωση της Fiat εναντίον της SΕΑΤ, αφού η πρώτη υποστήριξε ότι το αυτοκίνητο έμοιαζε σε ένα μοντέλο της δικής της παλέτας, το Fiat Ritmo. Προς υπεράσπιση της SEAT, ο τότε Πρόεδρος της SΕΑΤ, Χουάν Μιγκέλ Αντονιάνθας (Juan Miguel Antoñanzas), παρουσίασε στον Τύπο ένα Ronda με όλα τα διαφορετικά εξαρτήματα του Ronda σε σχέση με το Ritmo, τονισμένα με έντονο κίτρινο χρώμα, ώστε να αναδείξει τις διαφορές. Η υπόθεση οδηγήθηκε τελικά στο Συμβούλιο Διαιτησίας στο Παρίσι, το οποίο τελικώς το 1983 απεφάνθη ότι οι διαφορές ανάμεσα στα δύο μοντέλα ήταν αρκετά σημαντικές ώστε να μην θεωρείται το Ronda ένα ανασχεδιασμένο Ritmo, οδηγώντας στη λήξη της διαμάχης υπέρ της SEAT. Οι φήμες εκείνη την εποχή έλεγαν πως η Fiat ήταν εξοργισμένη, διότι ο ανασχεδιασμός του Ronda ήταν πραγματικά πολύ κοντά στον ανασχεδιασμό που σκόπευε η ίδια να εφαρμόσει στο Ritmo, οδηγώντας φυσικά στη μη προώθηση αυτής της ενέργειας.

Θυγατρική του Ομίλου Volkswagen

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1982 ο Δρ. Καρλ Χορστ Χαν (Carl Horst Hahn) - που μόλις είχε αναλάβει τις ευθύνες της ηγεσίας της εταιρείας Volkswagenwerk AG (Όμιλος Volkswagen)- βρήκε την ευκαιρία να αναζητήσει διέξοδο προσέγγισης με τη SEAT έπειτα από την απομάκρυνση της Fiat το 1981, σε μια προσπάθεια να επεκτείνει τις εργασίες του Ομίλου Volkswagen εκτός Γερμανίας και να μετατρέψει τον γερμανικό όμιλο σε μια παγκόσμια δύναμη. Οι ισπανικές αρχές είχαν όμως ήδη ξεκινήσει επαφές με άλλες ξένες εταιρείες όπως η Toyota, η Nissan και η Mitsubishi για να επιλέξουν έναν ισχυρό συνεργάτη για τη SEAT. Ήταν παρ' όλα αυτά το ενδιαφέρον του Hahn που σύντομα θα κατέληγε σε εμπορική και βιομηχανική συνεργασία αλλά και συμφωνία αδειοδότησης προς τη SEAT στις 30 Οκτωβρίου 1982 για την παραγωγή στην Ισπανία των μοντέλων Volkswagen Passat-Santana και Polo-Derby στα εργοστάσια της SEAT στη Zona Franca και στο Landaben αντιστοίχως - με αποτέλεσμα στις 29 Απριλίου 1983 την παύση της παραγωγής του δικού της μοντέλου SEAT Panda στις γραμμές παραγωγής του Landaben κάτι που θα εξυπηρετούσε την προσαρμογή του εργοστασίου στην παραγωγή του VW Polo - και τελικά μία συμφωνία ευρείας συνεργασίας υπεγράφη στις 16 Ιουνίου 1983 ανάμεσα στα δύο μέρη αντιπροσωπευόμενα από τον πρόεδρο της SEAT Juan Miguel Antoñanzas και από τον Carl Hahn εκ μέρους της Volkswagenwerk AG.

Στις 18 Ιουνίου 1986 μετά από εξαγορά του 51% των μετοχών ακολουθούμενη αργότερα την ίδια χρονιά στις 23 Δεκεμβρίου 1986 από περαιτέρω αύξηση του ποσοστού στο 75%, ο Όμιλος Volkswagen έγινε ο βασικός μέτοχος της SEAT και από το Δεκέμβριο του 1990 ο ιδιοκτήτης του 99,99% της εταιρείας κάνοντας τη SEAT την πρώτη μη γερμανική θυγατρική μάρκα του Ομίλου Volkswagen. Εκπληρώνοντας τις προσδοκίες του Hahn, η SEAT όχι μόνο κόμισε κερδοφορία δύο χρόνια αφότου η Volkswagen απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της SEAT αλλά ταυτόχρονα παρείχε για τον Όμιλο Volkswagen μία υποδομή χαμηλού κόστους παραγωγής για διάφορα μοντέλα του - συμβάλλοντας μάλιστα στην παραγωγή του 15,2% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού του γερμανικού ομίλου το 1989 - όσο και τη δυνατότητα να εισβάλει στην απροσπέλαστη ως εκείνη τη στιγμή ισπανική αγορά υπό τις μάρκες VW και Audi του Ομίλου.

Η συγκέντρωση των κύριων υποδομών της μάρκας στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το εργοστάσιο του Μαρτορέλ συντελέστηκε μέσα από μία μακρόχρονη διαδικασία που ξεκίνησε πίσω στο 1975 με το άνοιγμα του Τεχνολογικού Κέντρου της SEAT, ωστόσο ήταν το έτος 1989 όταν ελήφθη η οριστική απόφαση για να αρχίσει η κατασκευή της νέας κύριας παραγωγικής μονάδας πλάι στο Τεχνολογικό Κέντρο του Μαρτορέλ αντικαθιστώντας την παλιά εγκατάσταση στη Zona Franca. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η μετακόμιση των κεντρικών γραφείων της SEAT από τη Μαδρίτη στη Βαρκελώνη, με την πώληση δύο ακινήτων στη La Castellana, για να ολοκληρωθεί το 1991 με την οριστική εγκατάσταση των κεντρικών της SEAT στην πρωτεύουσα της Καταλονίας.

Παραγωγή οχημάτων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η SΕΑΤ έχει το μεγαλύτερο εργοστάσιό της στο Μαρτορέλ (Martorell, μια βιομηχανική πόλη κοντά στη Βαρκελώνη). Το εργοστάσιο του Μαρτορέλ είναι ένα από τα πιο σύγχρονα στην Ευρώπη, με δυνατότητα κατασκευής 450.000 αυτοκινήτων το χρόνο. Τα κεντρικά γραφεία της SΕΑΤ βρίσκονται στη Βαρκελώνη.

Η SΕΑΤ έχει δικές της ιδιόκτητες εγκαταστάσεις πωλήσεων, διανομής και συντήρησης σε 50 χώρες. Απασχολεί 11.000 εργαζομένους, ενώ επιπλέον 1.250 εργάζονται στο τμήμα έρευνας και ανάπτυξης του Μαρτορέλ.

Κάποια από τα μοντέλα της έχουν πωληθεί ως Volkswagen σε ορισμένες αγορές, όπως το SΕΑΤ Ibiza που ήταν γνωστό στη Νότια Αφρική ως Volkswagen Polo Playa, το SΕΑΤ Inca ως VW Caddy και το SΕΑΤ Cordoba ως VW Polo Classic. Για τους σκοπούς της στρατηγικής του Ομίλου, η SΕΑΤ ανήκει στην Audi μαζί με τη Lamborghini, όλες όμως είναι θυγατρικές του Ομίλου VW. Τα νέα μοντέλα της SΕΑΤ (Ibiza, Tribu, Toledo) σχεδιάζονται από τον σχεδιαστή της Lamborghini. Το SΕΑΤ Exeo του 2009 είναι βασισμένο στο Audi A4.

Παλέτα μοντέλων της SΕΑΤ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα περισσότερα μοντέλα της εταιρείας παίρνουν τα ονόματά τους από τοπωνύμια της Ισπανίας.

Παλαιότερα μοντέλα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]