Μετάβαση στο περιεχόμενο

Bathory (συγκρότημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Bathory
Το λογότυπο των Bathory
Πληροφορίες
ΠροέλευσηΣουηδία
Μουσικά είδηBlack metal, thrash metal, viking metal, speed metal
Παρουσία1983-2004
Πρώην μέληTomas "Quorthon" Forsberg
The Animal
Freddan/Hanoi
Ribban
Adde
Kothaar
Vans McBurger
Stefan Larsson
Paul Pålle Lundburg
Vvornth
Ιστότοπος
http://bathory.nu/

Οι Bathory ήταν σουηδικό Black metal συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Tomas "Quorthon" Forsberg το 1983. Το συγκρότημα αυτό, θεωρείται πρωτοπόρος για τα μουσικά είδη black metal και Viking Metal. Ο Quorthon ήταν ο κύριος συνθέτης και μέλος των Bathory για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Το συγκρότημα έγινε ανενεργό μετά το θάνατο του Quorthon το 2004, ενώ είχε πάρει το όνομά του από την Ούγγρη κόμισσα Ελισάβετ Μπάθορι.[1]

Οι Bathory δημιουργήθηκαν στη Στοκχόλμη το 1983. Ο δημιουργός τους Quorthon, ένας δεκαεφτάχρονος κιθαρίστας και τραγουδιστής, ένωσε τις δυνάμεις του με τον μπασίστα Hanoi και τον ντράμερ Vans. Τα πρώτα τους ντέμο ηχογραφήθηκαν τον Ιούνιο του 1983, με τέσσερα τραγούδια, τα "Sacrifice", "Live In Sin", "Die In Fire" και "You Don't Move Me (I Don't Give a Fuck)" να ηχογραφούνται από τον Quorthon μαζί με τους Ρίκαρντ Μπέργκμαν και Γιόχαν Ελβέν. Ο Quorthon, φέροντας το παρωνύμιο Ace, έκλεισε την συμμετοχή του συγκροτήματος στην συλλογή "Scandinavian Metal Attack" με δύο τραγούδια τα οποία ηχογραφήθηκαν στα "Elektra Studios" της Στοκχόλμης στις 23 Ιανουαρίου 1984.[2] Η συγκεκριμένη συλλογή έκανε μεγάλες πωλήσεις στην Ευρώπη και την Αμερική και οδήγησε την Tyfon Grammofon να τους προτείνει να ηχογραφήσουν ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ. Το συγκρότημα σκέφτηκε πολλά ονόματα πριν καταλήξει στο Bathory. Μερικά από αυτά τα ονόματα ήταν Nosferatu, Natas, Mephisto, Elizabeth Bathory και Countess Bathory.[1]

Ο πίνακας "Åsgårdsreien" που αποτελεί το εξώφυλλο του "Blood Fire Death"

Αν και το album των Venom, "black metal", ήταν το πρώτο που κατοχύρωσε τον συγκεκριμένο όρο, αυτά που όρισαν το είδος ήταν τα πρώτα άλμπουμ των Bathory, τα οποία είχαν σατανικούς στίχους, lo-fi παραγωγή και απάνθρωπο στυλ φωνητικών.[3] Πολλοί οπαδοί θεωρούν ότι οι Venom αποτέλεσαν επιρροή για τους Bathory. ωστόσο ο Quorthon έχει δηλώσει σε συνέντευξή του στο περιοδικό "Kick Ass" το 1985, ότι δεν είχε ακούσει τη μουσική των Venom μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου των Bathory, αν και αυτό είναι αμφισβητήσιμο, μιας και ο Quorthon συχνά έδινε παραπλανητικές πληροφορίες σε συνεντεύξεις. Έχει επίσης δηλώσει ότι το πρώιμο έργο του συγκροτήματος επηρεάστηκε κυρίως από τους Black Sabbath, Motorhead, Discharge, G.B.Η και The Exploited.[4]

Με ντράμερ τον Στέφαν Λάρσον, το συγκρότημα μπήκε στο "Heavenshore Studio" στις 14 Ιουνίου 1984 και μέσα σε συνολικά 56 ώρες ηχογραφήσεων ολοκληρώθηκε ο δίσκος με τίτλο "Bathory". Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1984, με την πρώτη πλευρά του να τιτλοφορείται ως "Darkness" και την δεύτερη ως "Evil" και θεωρείται ένα από τα πρώτα άλμπουμ του black metal μαζί με τον προαναφερθέντα δίσκο των Venom.[5]

Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, το συγκρότημα ηχογράφησε τέσσερα νέα κομμάτια με σκοπό την κυκλοφορία ενός ΕΡ, πρόταση η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο δεύτερος τους δίσκος ηχογραφήθηκε και πάλι στα "Elektra Studios", τρεις μήνες αργότερα και είχε αρχικό τίτλο "Revelation Of Doom". Η ονομασία του άλλαξε σε "The Return Of Darkness And Evil" και η σύνθεση του συγκροτήματος περιελάμβανε τον μπασίστα Αντρέας Γιόχανσον και το ντράμερ Στέφαν Λάρσον, με τον Quorthon να ολοκληρώνει τα μέρη του μπάσου μετά την αποχώρηση του Γιόχανσον κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 27 Μαΐου 1985, με τους Quorthon και Λάρσον να ηχογραφούν άλλα έξι κομμάτια λίγο αργότερα τα οποία δεν κυκλοφόρησαν ποτέ.[6]

Το συγκρότημα σταμάτησε να παίζει ζωντανά, λόγω της έλλειψης πλήρους σύνθεσης και της αρνητικής άποψης του Quorthon για τις ζωντανές εμφανίσεις, έχοντας ακυρώσει μία ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Celtic Frost και τους Destruction.[7]

Ο τρίτος τους δίσκος, "Under the Sign of the Black Mark" περιελάμβανε το ντράμερ Παούλ Λούντμπεργκ και τον Quorthon να αναλαμβάνει και το μπάσο αντικαθιστώντας τον Κρίστερ Σάντστρεμ. Ο αρχικός τίτλος του δίσκου ήταν "Nocturnal Obeisance" και το εξώφυλλο του ήταν φωτογραφία από το "Royal Swedish Opera House" με τον bodybuilder Λέιφ Έρνμποργκ. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1987 μέσω της "Music For Nations" στην Ευρώπη και της "Combat Records" στην Αμερική.[8]

Ο ρυθμικός τομέας των Kothaar και Vvornth αναφέρεται ως σύνθεση του "Blood Fire Death" του 1988, αν και αργότερα ο Quorthon ανέφερε ότι μία σειρά μουσικών συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις του δίσκου. Αυτός ήταν ο πρώτος δίσκος που περιείχε μία φωτογραφία του συγκροτήματος, με το εξώφυλλο να είναι ο πίνακας "Åsgårdsreien" του Πέτερ Νικολάι Άρμπο από το 1872.[9]

Τα χρόνια του Viking Metal

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Απρίλιο του 1990 κυκλοφόρησε ο δίσκος "Hammerheart", αλλάζοντας την στιχουργική και το μουσικό ύφος του συγκροτήματος προς την Βίκινγκ μυθολογία και αφήνοντας πίσω τον αποκρυφισμό.[10] Μία ακόμη μεγάλη αλλαγή επήλθε με το "Twilight of the Gods" του 1991, με την ωμότητα να αντικαθίσταται από μία εκλεπτυσμένη επική ατμόσφαιρα.[11]

Ο πίνακας "The Funeral of a Viking" που αποτελεί το εξώφυλλο του "Hammerheart"

Ο Quorthon ηχογράφησε το πρώτο του άλμπουμ με το ομώνυμο του πρότζεκτ το 1994, με τον δίσκο "Requiem" των Bathory να κυκλοφορεί στα τέλη της χρονιάς.[12] Ακολούθησε το "Octagon" τον Οκτώβριο της επόμενης χρονιάς, με τους δύο αυτούς δίσκους να κινούνται σε ένα ύφος επηρεασμένο από τα thrash metal συγκροτήματα της δεκαετίας του '80.[13]

Ένας δίσκος ηχογραφημένος το 1989 προτάθηκε στην "Music For Nations" για κυκλοφορία με την ονομασία "Raise The Dead", αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ. Στην θέση του κυκλοφόρησε το "Blood on Ice", το οποίο ολοκληρώνεται με το δεκάλεπτο επικό κομμάτι "The Revenge Of The Blood On Ice". Ο δίσκος έχει κοινό στιχουργικό περιεχόμενο και έγινε δεκτός με ιδιαίτερα θετικές κριτικές, ενώ το εξώφυλλο του είναι σχεδιασμένο από Κρίστιαν Βάλιν, γνωστό για εξώφυλλα των King Diamond, Mercyful Fate, Therion, Emperor, κ.α..[14]

Το 1997, το συγκρότημα ηχογράφησε μία διασκευή στο κομμάτι "Ace of Spades" των Motörhead, ενώ ηχογράφησαν διασκευές και στα "Sabbath Bloody Sabbath" των Black Sabbath και "Detroit Rock City" των Kiss. Ακολούθησε το δεύτερο άλμπουμ των Quorthon με τίτλο "Purity of Essence".[15]

Μία διακοπή τεσσάρων ετών έλαβε τέλος με την κυκλοφορία του δίσκου "Destroyer of Worlds" τον Οκτώβριο του 2001,[16] ενώ στις αρχές του 2002 η "British Imperial Creations" κυκλοφόρησε ένα split-LP των Bathory με τους Dark Funeral, το οποίο περιείχε έξι ντέμο κομμάτια από την πρώιμη εποχή του συγκροτήματος.[17]

Η επόμενη τους κυκλοφορία χωρίστηκε σε δύο μέρη, το "Nordland I" που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2002 και το "Nordland II" το οποίο εκδόθηκε στα τέλη Μαρτίου του 2003.[18][19] Στα δύο αυτά άλμπουμ, όλα τα όργανα είναι παιγμένα από τον Quorthon.

Τον Ιούνιο του 2004, ο Quorthon βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ ήταν γνωστό ότι έπασχε από καρδιακά προβλήματα και στο παρελθόν. Στις 6 Ιουνίου του 2006, η δισκογραφική εταιρεία "Black Mark", κυκλοφόρησε ένα box set με τίτλο "In Memory of Quorthon", ένα αφιέρωμα το οποίο περιείχε τρία CD με αγαπημένα κομμάτια των Bathory και του Quorthon, ένα βιβλίο 176 σελίδων, ένα DVD με το μεγάλης διάρκειας βίντεο για το "One Rode to Asa Bay", μια συνέντευξη, μερικά σπάνια promo βίντεο και μια αφίσα.[20]

Πάρα πολλά αφιερώματα έχουν κυκλοφορήσει από black metal καλλιτέχνες, ένα εκ των οποίων είναι το ονομαζόμενο "In Conspiracy with Satan: A Tribute to Bathory".[21]

  • One Rode to Asa Bay (1990)

Σόλο δίσκοι ως Quorthon

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To 1993 ο Quorthon έβαλε τους Bathory στην άκρη για να ηχογραφήσει και να κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ, χρησιμοποιώντας το όνομα Quorthon. Το πρώτο λέγονταν "Album" και κυκλοφόρησε το 1994,[22] ενώ το δεύτερο ήταν το "Purity of Essence" το οποίο κυκλοφόρησε το 1997.[15] Αυτά τα άλμπουμ, ήταν περισσότερο ροκ παρά το συνηθισμένο Black και Viking Metal στυλ των Bathory. Ενώ δούλεψε σε αυτούς τους δίσκους, ο Quorthon εμπνεύστηκε για να συνεχίσει να συνθέτει μουσική για τους Bathory.

  • Album (1994)
  • Purity of Essence (1997)

Μέλη συγκροτήματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Quorthon - κιθάρα, φωνητικά, μπάσο, τύμπανα (1983–2004)

Ενώ υπήρξαν πολλά μέλη των Bathory, δεν είναι γνωστά τα ονόματα όλων των πρώην μελών, λόγω του γεγονότος ότι μπορεί να αποτελούσαν κρυφές και αξιόπιστες πληροφορίες. Τα ονόματα Kothaar και Vvornth είναι ψευδώνυμα τα οποία δόθηκαν σε μπασίστες και ντράμερ αντίστοιχα, οπότε δεν μπορούν να δοθούν σε κάποιο μέλος ξεχωριστά.

  • Frederick Melander (Fredrick Hanoi) - μπάσο (1983–1984)
  • Jonas Åkerlund (Vans McBurger) - τύμπανα (1983–1984)
  • Hanoi - μπάσο (αρχές 1983)
  • Vans - τύμπανα (αρχές 1983)
  • The Animal (Björn Kristensen) - φωνητικά (αρχές 1983)
  • Stefan Larsson - τύμπανα (1984-1986)
  • Paul Pålle Lundburg - τύμπανα (1986-1987)
  • Kothaar - μπάσο (1994-1996)
  • Vvornth - τύμπανα (1994-2001)