Φρέντερικ Έιμπελ
Ο Σερ Φρέντερικ Αουγκούστους Έιμπελ, 1ος Βαρονέτος (αγγλικά: Sir Frederick Augustus Abel, 1st Baronet, 17 Ιουλίου 1827[12] – 6 Σεπτεμβρίου 1902) ήταν Άγγλος χημικός που αναγνωρίστηκε ως η κορυφαία αυθεντία της Βρετανίας σε θέματα εκρηκτικών υλών. Είναι περισσότερο γνωστός για την εφεύρεση του κορδίτη ως αντικαταστάτη της πυρίτιδας στα πυροβόλα όπλα.
Εκπαίδευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννημένος στο Λονδίνο ως γιος του Γιόχαν Λέοπολντ Έιμπελ, σπούδασε χημεία στο Βασιλικό Πολυτεχνείο και το 1845 έγινε ένας από τους 26 πρώτους φοιτητές του Α. Γ. φον Χόφμαν στο Βασιλικό Κολέγιο Χημείας (που σήμερα αποτελεί τμήμα του Imperial College του Λονδίνου).[13] Το 1852 διορίστηκε λέκτορας χημείας στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Γούλιτς,[13] διαδεχόμενος τον Μάικλ Φαραντέι,[13] ο οποίος κατείχε τη θέση αυτή από το 1829.
Αρχική σταδιοδρομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 1854 έως το 1888 ο Έιμπελ υπηρέτησε ως χημικός πυρομαχικών στο Χημικό Ίδρυμα του Βασιλικού Οπλοστασίου στο Γούλιτς,[13] και καθιερώθηκε ως η κορυφαία βρετανική αυθεντία σε θέματα εκρηκτικών υλών. Τρία χρόνια αργότερα διορίστηκε χημικός στο Υπουργείο Πολέμου[13] και εισηγητής της κυβέρνησης για θέματα χημείας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σε αυτό το αξίωμα, η οποία διήρκεσε έως το 1888, πραγματοποίησε μεγάλο όγκο εργασιών σε σχέση με τη χημεία των εκρηκτικών υλών.
Αξιόλογο έργο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια από τις σημαντικότερες έρευνές του είχε να κάνει με την παρασκευή νιτροκυτταρίνης και ανέπτυξε μια διαδικασία, η οποία συνίστατο ουσιαστικά στη μετατροπή του νιτρωμένου βαμβακιού σε λεπτό πολτό,[13] οποία επέτρεπε την ασφαλή παρασκευή του και ταυτόχρονα έδινε το προϊόν σε μορφή που αύξανε τη χρησιμότητά του. Το έργο αυτό προετοίμασε σε σημαντικό βαθμό το έδαφος για τις «άκαπνες σκόνες» που άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα προς το τέλος του 19ου αιώνα. Ο κορδίτης, ο τύπος που υιοθετήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση το 1891, εφευρέθηκε από κοινού από τον ίδιο και τον Σερ Τζέιμς Ντιούαρ.[13] Ο ίδιος και ο Ντιούαρ μηνύθηκαν ανεπιτυχώς από τον Άλφρεντ Νόμπελ για παραβίαση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας του Νόμπελ για ένα παρόμοιο εκρηκτικό που ονομαζόταν βαλλιστίτης, και η υπόθεση επιλύθηκε τελικά στη Βουλή των Λόρδων το 1895. Ερεύνησε επίσης εκτενώς τη συμπεριφορά της μαύρης πυρίτιδας όταν αναφλέγεται, μαζί με τον Σκωτσέζο φυσικό Σερ Άντριου Νομπλ. Κατόπιν αιτήματος της βρετανικής κυβέρνησης, επινόησε τη δοκιμή Έιμπελ, ένα μέσο για τον προσδιορισμό του σημείου ανάφλεξης των προϊόντων πετρελαίου.[13] Το πρώτο του όργανο, η συσκευή ανοικτής δοκιμής, προσδιορίστηκε σε νόμο του Κοινοβουλίου το 1868 για τον επίσημο προσδιορισμό των προϊόντων πετρελαίου. Τον Αύγουστο του 1879 αντικαταστάθηκε από το πολύ πιο αξιόπιστο όργανο στενής δοκιμής Έιμπελ.[13] Υπό την καθοδήγησή του, αναπτύχθηκε αρχικά η νιτρογλυκερίνη στις Βασιλικές Πυριτιδαποθήκες του Γουόλθαμ Άμπεϊ, η οποία κατοχυρώθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1865, και στη συνέχεια το προωθητικό κορδίτης, το οποίο κατοχυρώθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1889. Στον τομέα του ηλεκτρισμού, ο Έιμπελ μελέτησε την κατασκευή ηλεκτρικών ασφαλειών και άλλες εφαρμογές του ηλεκτρισμού για πολεμικούς σκοπούς.
Ηγεσία και βραβεύσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξελέγη εταίρος της Βασιλικής Εταιρίας το 1860 και έλαβε το Βασιλικό Μετάλλιο το 1887. Διετέλεσε πρόεδρος της Χημικής Εταιρείας (1875-77), του Ινστιτούτου Ηλεκτρολόγων Μηχανικών (τότε Εταιρεία Τηλεγραφικών Μηχανικών) (1877), του Ινστιτούτου Χημείας (1881-82) και της Εταιρείας Χημικής Βιομηχανίας (1883). Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ινστιτούτου Σιδήρου και Χάλυβα το 1891[14] και τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο Μπέσεμερ το 1897 για το έργο του σε προβλήματα κατασκευής χάλυβα.[15] Του απονεμήθηκε το μετάλλιο Τέλφορντ από το Ίδρυμα Πολιτικών Μηχανικών το 1879.
Έγινε Διοικητής του Τάγματος του Μπαθ (CB) το 1877[16] και χρίστηκε ιππότης στις 20 Απριλίου 1883.[17] Συμμετείχε ενεργά στις εργασίες της Έκθεσης Εφευρέσεων (Λονδίνο) το 1885 και το 1887 έγινε οργανωτικός γραμματέας και πρώτος διευθυντής του Αυτοκρατορικού Ινστιτούτου, θέση την οποία κατείχε μέχρι το θάνατό του το 1902. Ήταν λέκτορας της έδρας Rede και έλαβε τιμητικό διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1888.[18] Αναβαθμίστηκε σε Ιππότη Διοικητή του Τάγματος του Μπαθ (KCB) στις 3 Φεβρουαρίου 1891,[19] ανακηρύχθηκε βαρονέτος, στο Cadogan Place της ενορίας Τσέλσι της κομητείας του Λονδίνου, στις 25 Μαΐου 1893[20] και έγινε Ιππότης του Μεγαλόσταυρου του Βασιλικού Βικτωριανού Τάγματος (GCVO) στις 8 Μαρτίου 1901.[21]
Ο Έιμπελ πέθανε στην κατοικία του στο Γουάιτχολ Κορτ, του Λονδίνου, στις 6 Σεπτεμβρίου 1902, σε ηλικία 75 ετών,[22] και τάφηκε στο κοιμητήριο Νάνχεντ του Λονδίνου.[13]
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Έιμπελ παντρεύτηκε δύο φορές- πρώτα τη Σάρα Μπλαντς, κόρη του Τζέιμς Μπλαντς, από το Μπρίστολ, και μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του τη Τζουλιέτα ντε Λα Φεγιάντ. Δεν άφησε παιδιά.[22]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 «Journal of the Chemical Society» (Αγγλικά) Χημική Εταιρεία.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. abel-frederick-augustus.
- ↑ 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 3,13 3,14 3,15 3,16 3,17 3,18 3,19 3,20 3,21 www
.gracesguide .co .uk /Frederick _Abel. - ↑ 4,0 4,1 4,2 catalogues
.royalsociety .org /CalmView /Record .aspx?src=CalmView .Persons&id=NA3596&pos=2. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2020. - ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2014.
- ↑ (Αγγλικά) Find A Grave. 12952839. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 7,0 7,1 (Αγγλικά) Find A Grave. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2024.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2019.
- ↑ royalsociety
.org /~ /media /Royal _Society _Content /about-us /fellowship /Fellows1660-2007 .pdf. - ↑ docs
.google .com /spreadsheets /d /1dsunM9ukGLgaW3HdG9cvJ _QKd7pWjGI0qi _fCb1ROD4 /pubhtml?gid=1640032608&single=true. - ↑ www
.thersa .org /about /albert-medal /past-winners. - ↑ Το Chambers Biographical Dictionary δίνει ως έτος γέννησής του το 1826. Chambers Biographical Dictionary, (ISBN 0-550-18022-2), σελ. 3.
- ↑ 13,00 13,01 13,02 13,03 13,04 13,05 13,06 13,07 13,08 13,09 Greenwood, Douglas (1999). Who's Buried where in England (3η έκδοση). London: Constable. ISBN 0-09-479310-7.
- ↑ «IOM3 Presidents». Institute of Materials, Minerals and Mining (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ «Awards archive». Institute of Materials, Minerals and Mining (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ No. 24517. The London Gazette. 30 Οκτωβρίου 1877. σελ. 5920.
- ↑ No. 25225. The London Gazette. 27 Απριλίου 1883. σελ. 2240.
- ↑ «Abel, Frederick Augustus (ABL888FA)». A Cambridge Alumni Database. University of Cambridge. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2022.
- ↑ No. 26131. The London Gazette. 3 Φεβρουαρίου 1891. σελ. 615.
- ↑ No. 26406. The London Gazette. 26 Μαΐου 1893. σελ. 3055.
- ↑ No. 27292. The London Gazette. 8 Μαρτίου 1901. σελ. 1647.
- ↑ 22,0 22,1 «Obituary – Sir Frederick Abel». The Times: σελ. 8. 1902-09-08.
- κοινό κτήμα: Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Abel, Sir Frederick Augustus, Bart.» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 39 Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Chrimes, Mike (2008), «Abel, Sir Frederick Augustus», A Biographical Dictionary of Civil Engineers, 2, London: Thomas Telford, σελ. 2