Τμουταρακάν
Συντεταγμένες: 45°13′09″N 36°42′51″E / 45.21917°N 36.71417°E
Το Τμουταρακάν ή Τμουτορακάν (αγγλικά: Tmutarakan ή Tmutorakan) ήταν πριγκιπάτο και εμπορική πόλη των Ρως του Κιέβου κατά τον Μεσαίωνα, το οποίο ήλεγχε τον Κιμμέριο Βόσπορο, το πέρασμα δηλαδή, από τη Μαύρη Θάλασσα στην Αζοφική Θάλασσα. Στα εδάφη του βρισκόταν η αρχαία ελληνική αποικία της Ερμώνασσας (αρχαία ελληνικά: Ἑρμώνασσα), στη χερσόνησο του Ταμάν, στο σημερινό Κράι Κρασνοντάρ της Ρωσίας, περίπου απέναντι από το σημερινό Κερτς (αρχαία ελληνικά: Παντικάπαιον). Το χαζαρικό φρούριο της Ταμανταρκχάν (αγγλικά: Tamantarkhan), από την οποία προέρχεται το βυζαντινό όνομα για την πόλη Ταματάρχα (αγγλικά: Tamatarcha) χτίστηκε στη θέση αυτή τον 7ο αιώνα και έγινε γνωστό ως Τμουταρακάν (ουκρανικά: Тмуторока́нь), (ρωσικά: Тмутарака́нь), όταν ήρθε κάτω από τον έλεγχο των Ρως του Κιέβου το 10ο και 11ο αιώνα.
Αρχαία Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αρχαία Ερμώνασσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ελληνική αποικία της Ερμώνασσας βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Φαναγορείας και απέναντι, διαγώνια, του Παντικαπαίου, τα οποία ήταν μεγάλα εμπορικά κέντρα στο Βασίλειο του Βοσπόρου. Η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. από Ίωνες, αν και υπάρχουν ενδείξεις και για άλλα πρόσωπα που συμμετείχαν στον αποικισμό, συμπεριλαμβανομένων των Κρητικών (Μινωϊτών).[1]
Διεθνές εμπορικό κέντρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ερμώνασσα, εκτός από μεγάλο εμπορικό κέντρο στη περιοχή του Βασιλείου του Βοσπόρου, ήταν επίσης κέντρο της λατρείας της θεάς Αφροδίτης[2] και η πόλη κατά τους πρώτους αιώνες Κ.Χ. συνεργαζόταν εμπορικά με τους Αλανούς.[3]
Ρωμαϊκή περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά από μακρά περίοδο ως εξαρτώμενο κράτος-πελάτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Βασίλειο του Βοσπόρου υπέκυψε στους Ούννους, οι οποίοι νίκησαν τους γειτονικούς Αλανούς, περί το 375/376. Με την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Ούννων, στα τέλη του 5ου αιώνα, η περιοχή πέρασε στην σφαίρα επιρροής του Βυζαντίου, αλλά κατελήφθη από τους Βούλγαρους κατά τον 6ο αιώνα.
Μετά την πτώση της πόλης στους Χαζάρους, στα τέλη του 7ου αιώνα, ξαναχτίστηκε ως πόλη-φρούριο και μετονομάστηκε ως Ταματάρκχα (Tamatarkha). Αραβικές πηγές αναφέρονται σε αυτήν ως Σαμκάρς αλ-Γιαχούντ (αγγλικά: Samkarsh al-Yahud, δηλαδή, "Σαμακάρς των Ιουδαίων) σε σχέση με το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών συναλλαγών εκεί διεξαγόταν από τους Εβραίους.[4] Άλλες παραλλαγές του ονόματος της πόλης είναι "Σαμκέρσχ" (Samkersh) και "Σαμκούσχ" (Samkush).[5]
Πρωτο-βυζαντινή περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οχυρωμένη με το ισχυρό της τείχος και έχοντας ένα εξαίσιο λιμάνι, η Ταματάρκχα ήταν πλέον πόλη με μεγάλο εμπορικό κέντρο. Ήλεγχε μεγάλο μέρος του εμπορίου της βόρειας Ευρώπης με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και Βόρειο Καύκασο. Υπήρχαν, επίσης, εμπορικές οδοί, που οδηγούσαν νοτιοανατολικά προς την Αρμενία και τις διάφορες μουσουλμανικές περιοχές, καθώς και άλλες που συνέδεαν με το δρόμο του μεταξιού προς τα ανατολικά. Στους κατοίκους της πόλης περιλαμβάνονταν Έλληνες, Αρμένιοι, Ρώσοι, Εβραίοι, Οσσέτοι, Λεζγκί, Γεωργιανοί και Κιρκάσιοι. Μετά την καταστροφή της αυτοκρατορίας των Χαζάρων από τον Σβιατοσλάβ Α΄ του Κιέβου, στα μέσα του 10ου αιώνα, αρκετοί Χαζάροι συνέχισαν να κατοικούν επίσης στην περιοχή. Υπάρχει και σχετική αναφορά για αυτούς στο Έγγραφο Μαντγκέλις (Mandgelis Document, πρόκειται για εβραϊκή επιστολή του ΑΜ εβραϊκού έτους 4746 ή 985 με 986 ΜΚΕ) όπου αναφέρεται «Στο όνομα του κυρίου μας Δαβίδ, του Χαζάρου πρίγκιπα», ο οποίος έζησε στο Ταμάν και τον οποίο επισκέφθηκαν απεσταλμένοι των Ρως του Κιέβου προκειμένου να ρωτήσουν σχετικά με διάφορα θρησκευτικά ζητήματα.
Μεσαιωνική Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και είναι αβέβαιη η ακριβής ημερομηνία και η μεθόδευση για την εξαγορά του Τμουταρακάν από τους Ρως του Κιέβου, ο “Υπατικός Κώδικας” ή “Υπατικό Χρονικό” (Hypatian Codex ή Hypatian Chronicle) αναφέρει το Τμουταρακάν ως μια από τις πόλεις, τις οποίες ο Βλαδίμηρος ο Μέγας κληροδότησε στους γιους του, γεγονός, το οποίο σημαίνει ότι ο έλεγχος των Ρως πάνω από την πόλη υπήρχε ήδη στα τέλη του 10ου αιώνα και σίγουρα πριν από το θάνατο του Βλαδίμηρου, το 1015.[6] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν επίσης απομιμήσεις βυζαντινών νομισμάτων (σε άργυρο και χαλκό) από τους νέους κυβερνήτες.[7]
Ο γιος του Βλαδίμηρου του Μέγα, ο Μστισλάβ του Τσέρνιγκοφ ήταν ο πρίγκιπας του Τμουταρακάν στις αρχές του 11ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, πέτρινη εκκλησία αφιερώθηκε στη Μητέρα του Θεού Θεοτόκο. Η ανασκαφή στην περιοχή υποδηλώνει ότι χτίστηκε από βυζαντινούς μάστορες και εργάτες και έχει ομοιότητες με την εκκλησία του Μστισλάβ, με υλικά από το Τσέρνιγκοφ.[8]
Μετά το θάνατό του, ακολούθησε μια βραχύβια διαδοχή από ανίχυρους δυνάστες. Δόθηκε η εξουσία της πόλης στον Γκλεμπ Σβιατοσλάβιτς (Gleb Svyatoslavich, 1052 –1078) από τον πατέρα του τον Σβιάτοσλαβ Β΄ του Κιέβου, (Svyatoslav Yaroslavich ή Sviatoslav II of Kiev), αλλά το 1064 είχε ήδη εκτοπιστεί από τον αντίπαλο πρίγκιπα των Ρως, τον Ρόστισλαβ Βλαδιμίροβιτς (Rostislav Vladimirovich ή Rostislav of Tmutarakan) ο οποίος με τη σειρά του, αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη, όταν ο Γκλεμπ πλησίασε με στρατό με επικεφαλής τον πατέρα του. Ο Γκλεμπ, παρόλα αυτά, εξαναγκάσθηκε εκ νέου σε φυγή, από τον Ρόστισλαβ, που τον απέλασε για άλλη μια φορά. Κατά τη διάρκεια της σύντομης εξουσίας του, ο Ρόστισλαβ του Τμουταρακάν υπέταξε τους Κιρκάσιους της περιοχής (επίσης γνωστοί ως Κασόγκι, αγγλικά: Kasogi) και άλλες αυτόχθονες φυλές, αλλά η επιτυχία του προκάλεσε τις υποψίες των γειτόνων του στην ελληνική Χερσόνησο της Κριμαίας (Χερσόνησος ή Χερσών, αγγλικά: Greek Chersonesos in the Crimea) εκ της οποίας απεσταλμένος των Βυζαντινών τον δηλητηρίασε στις 3 Φεβρουαρίου 1066.[9]
Κατόπιν η διοίκηση του Τμουταρακάν επέστρεψε στον πρίγκιπα του Τσέρνιγκοφ [10] και στη συνέχεια στον Μεγάλο Πρίγκιπα του Κιέβου, Βσέβολοντ Α΄ του Κιέβου, ο οποίος το 1079, διόρισε διοικητή (“ποσαντνίκ”, “posadnik”), που συνελήφθη δύο χρόνια αργότερα από τους Δαβίδ Ιγκόρεβιτς (David Igorevich) και Βόλονταρ Ροστισλάβιτς (Volodar Rostislavich), οι οποίοι κατέλαβαν την πόλη.[11]
Εξόριστος από την πόλη του Βυζαντίου, εξαιτίας των Χαζάρων, κατά τη διάρκεια της ταραγμένη αυτής εποχής, ο Όλεγκ Α΄ του Τσέρνιγκοφ (Oleg I of Chernigov ή Oleg Svyatoslavich) επέστρεψε στο Τμουταρακάν το 1083 και εκδίωξε τους σφετεριστές, υιοθετώντας τον τίτλο του «Άρχοντα της Χαζαρίας» ή «Αρακχάν της Τμουτάρ» (Archon of Khazaria ή Arakhan of Tmutar), και τοποθετεί την πόλη υπό βυζαντινό έλεγχο, κατ’ όνομα. Εξέδωσε επίσης αργυρά νομίσματα με το όνομά του, στα οποία περιελάμβανε σύντομη επιγραφή στη κυριλλική γραφή. Στη συνέχεια, το 1094, όπως ο Μστισλάβ πριν από αυτόν, επέστρεψε στην περιοχή των Ρως για να διεκδικήσει το θρόνο του Τσέρνιγκοφ.[12]
Το ενδιαφέρον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για την πόλη διατηρήθηκε, μέσα από διαδοχή διαφόρων ηγεμόνων και στη συνέχεια και με πιο άμεσο τρόπο, για έναν πολύ σημαντικό λόγο: Υπήρχαν κοιτάσματα νάφθας στην περιοχή και αυτό ήταν ζωτικής σημασίας συστατικό για το κύριο τακτικό όπλο τους, το Υγρό πυρ.[13] Μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα οι αυτοκρατορικές αρχές του Βυζαντίου απαγορεύουν στους Γενουάτες εμπορικούς εταίρους τους την πρόσβαση στην πόλη, που είναι γνωστή σε αυτούς ως “Ματράχα” (Matracha).[14]
Παρακμή και καταστροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 13ο αιώνα η πόλη πέρασε στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που ήταν το διάδοχο βυζαντινό κράτος στην περιοχή. Τελευταία καταγεγραμμένη αναφορά του ήταν σε κύλινδρο πάπυρο του 1378. Η περιοχή βρέθηκε υπό τον έλεγχο των Γενουατών, από τον 14ο αιώνα και αποτελούσε μέρος του προτεκτοράτου της Γαζαρίας (Gazaria), που είχε έδρα την Θεοδοσία (Kaffa). Ήταν ανάμεσα στα εδάφη που ήλεγχε η οικογένεια των Γκισόλφι (Ghisolfi). Στη συνέχεια η περιοχή κατακτήθηκε από το Χανάτο της Κριμαίας το 1482 και από τη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1791. Πιθανά πληθυσμιακά υπόλοιπα Χαζάρων στην περιοχή αυτή αναφέρονται με την ύπαρξη «Εβραίων πριγκιπών» της Ταματάρκχα, υπό την εξουσία, τόσο των Γενουατών, όσο και των Τατάρων.[15]
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 17ου και 18ου αιώνα η περιοχή κυριαρχείται από Κοζάκους με επίκεντρο την πόλη του Ταμάν, που βρίσκεται κοντά στα ερείπια της Τμουταρακάν. Η σύγχρονη πόλη της Τεμριούκ (Temryuk) είναι επίσης σε κοντινή απόσταση. Στη σύγχρονη καθομιλουμένη ρωσική γλώσσα, η λέξη "Tmutarakan” έχει την έννοια του ιδιωματισμού «στη μέση του πουθενά» (με την έννοια του να είναι κάποιος μακριά από τον πολιτισμό).[16]
Ανασκαφές στην Ερμώνασσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πόλη του Τμουταρακάν, σταδιακά ερειπώθηκε και η περιοχή ανακαλύφθηκε το 1792, όταν ντόπιος αγρότης βρήκε επιγραφή σε πέτρα, στην οποία αναφέρεται ότι ο πρίγκιπας Γκλεμπ είχε μετρήσει, το 1068, τη θαλασσινή απόσταση από το Τμουταρακάν ως το Κερτς.
Η αρχαία πόλη Ερμώνασσα με διάφορα ονόματα, άκμασε για αρκετούς αιώνες και πολλά αρχαία κτίρια και δρόμοι της έχουν ανασκαφεί από αυτήν την περίοδο, καθώς και θησαυρός χρυσών νομισμάτων του 4ου αιώνα.[17]
Υπάρχουν επίσης αρχαιολογικές ενδείξεις εκτεταμένου ανασχεδιασμού και οικοδομικών κατασκευών κατά το 2ο αιώνα.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή άρχισαν το 19ο αιώνα και συνεχίστηκαν από τότε. Τα αλλεπάλληλα επίπεδα κατοίκησης των χώρων υπερβαίνουν τα δώδεκα μέτρα ύψος.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ M.J. Traister and T.V. Shelov-Kovedyayev, “An inscribed conical clay object from Hermonassa”
- ↑ Yulia Ustinova, The Supreme Gods of the Bosporan Kingdom, Brill 1999, ch.3, p.129ff
- ↑ The Great Soviet Encyclopedia, 1979
- ↑ J.B.Bury, History of the Eastern Empire from the Fall of Irene to the Accession of Basil 1912, p.408; Kevin Alan Brook, The Jews of Khazaria, ML 20706, 2004, p.29-30
- ↑ "Krimchaks". Encyclopaedia Judaica
- ↑ Tikhomirov (1959), p. 33
- ↑ LYDIA LITHOS, Society for the Study of Numismatics and Economic History, September 2010 Αρχειοθετήθηκε 2012-03-31 στο Wayback Machine.
- ↑ Shepard (2006), pp.34-5
- ↑ Dimnik (2003), p.82
- ↑ Dimnik (2003), p. 285
- ↑ Tikhomirov (1959), p. 171
- ↑ Shepard (2006), pp.42-6
- ↑ Shepard (2006), pp.24-5
- ↑ Shepard (2009), pp.439-40
- ↑ Arthur Koestler, The Thirteenth Tribe”, London 1977, p.129 Αρχειοθετήθηκε 2016-04-06 στο Wayback Machine.
- ↑ Khrushkova, Liudmila, "Tamatracha" in Encyclopaedia of the Hellenic World, Black Sea, 2008, note 5
- ↑ The Princeton Encyclopedia of Classical Sites
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Brook, Kevin Alan. The Jews of Khazaria. 2nd ed. Rowman & Littlefield Publishers, Inc, 2006.
- Christian, David. A History of Russia, Central Asia and Mongolia. Vol. 1. Blackwell, 1999. pp. 298–397.
- Dimnik, Martin. The Dynasty of Chernigov, 1146–1246. Cambridge University Press, 2003. ISBN 0-521-82442-7
- Room, Adrian. Placenames Of The World: Origins and Meanings of the Names for 6,600 Countries, Cities, Territories, Natural Features and Historic Sites. 2nd ed. McFarland & Company, 2005. ISBN 0-7864-2248-3
- Shepard, Jonathan. "Close encounters with the Byzantine world: the Rus at the Straits of Kerch" in Pre-modern Russia and its world. Wiesbaden, 2006, ISBN 3-447-05425-5
- Shepard, Jonathan: "Mists and Portals: the Black Sea's north coast", pp. 421–42 in Byzantine trade, 4th-12th centuries, Farnham UK 2009, ISBN 978-0-7546-6310-2
- Tikhomirov, M. The Towns of Ancient Rus. Moscow: Foreign Languages Publishing, 1959.
- Ivanov, V. V., and Toporov, V. N., 1992. Pchela. In: S. A. Tokarev (ed.) Mify narodov mira. Vol. 2. Moscow: Sovetskaya Entsiklopediya, pp. 354–356.
- Zand, Michael, and Kharuv, Dan (1997). "Krimchaks". Encyclopaedia Judaica (CD-ROM Edition Version 1.0). Ed. Cecil Roth. Keter Publishing House. ISBN 965-07-0665-8