Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πάπας Ιωάννης ΙΒ΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πάπας
Ιωάννης ΙΒ'
Από16 Δεκεμβρίου 955
Έως14 Μαΐου 964
ΠροκάτοχοςΠάπας Αγαπητός Β΄
ΔιάδοχοςΠάπας Βενέδικτος Ε΄
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση937
Ρώμη, Παπικά Κράτη
Θάνατος14 Μαΐου 964 (27 ετών)
Ρώμη, Παπικά Κράτη, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Ο Πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ (Papa Giovanni XII, 937 - 14 Μαΐου 964)[1] ήταν Πάπας και ηγέτης των Παπικών Κρατών από τις 16 Δεκεμβρίου 955 έως το θάνατό του το 964. Είχε συγγένεια με τους Κόμητες του Τούσκουλου και μέλος της ισχυρής οικογένειας του Θεοφυλάκτου, η οποία κατείχε πρωταρχική θέση στην Ιταλική πολιτική σκηνή για πάνω από μισό αιώνα. Η θητεία του δεν είχε καλή φήμη καθώς κατηγορήθηκε κατά καιρούς για διαφθορά και υλιστικές τάσεις.

Γέννηση και εκλογή ως Πάπας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοσμικό του όνομα ήταν Οκταβιανός. Ο πατέρας του ήταν ο Αλβέριχος Β΄, δούκας του Σπολέτο, πατρίκιος και αυτοανακηρυχθείς πρίγκιπας της Ρώμης. Μητέρα του πιστεύεται πως ήταν η Άλδα της Βιέννης, ομογάλακτη αδελφή του πατέρα του και κόρη του Ούγου της Προβηγκίας, ωστόσο γι' αυτό υπάρχουν αμφιβολίες. Ο Βενέδικτος της Σοράκτης καταγράφει ότι ο Οκταβιανός ήταν παιδί μιας παλλακίδας αλλά τα λατινικά του είναι ασαφή. Αν ήταν γιος της Άλδας θα ήταν 18 ετών όταν έγινε Πάπας, καθώς και απόγονος του Καρλομάγνου. Αν ήταν γιος παλλακίδας, θα ήταν κάπως μεγαλύτερος, ίσως και κατά 7 χρόνια.[2] Γεννήθηκε στην περιοχή της Βία Λάτα, της αριστοκρατικής συνοικίας ανάμεσα στον Κυρηνάλιο Λόφο και το Πεδίον του Άρεως και το όνομα που του δόθηκε δείχνει ξεκάθαρα τις βλέψεις που είχε για αυτόν η οικογένειά του.[3]

Λίγο πριν το θάνατό του, ο Αλβέριχος απέσπασε έναν όρκο από τους ευγενείς της Ρώμης στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, σύμφωνα με τον οποίο ο Οκταβιανός, ο οποίος είχε ήδη γίνει ιερέας, θα γινόταν ο επόμενος Πάπας σε περίπτωση χηρείας του παπικού θρόνου.[4] Μετά το θάνατο του πατέρα του, τον διαδέχθηκε ως Πρίγκιπας των Ρωμαίων χωρίς καμία δυσκολία, σε ηλικία από 17 έως 24.[5]

Με το θάνατο του Αγαπητού Β΄ το Νοέμβριο του 955, ο Οκταβιανός, που ήταν καρδινάλιος της τάξη των διακόνων για τη Βασιλική της Αγίας Μαρίας του Κυρίου, εξελέγη διάδοχός του στις 16 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.[6] Η υιοθεσία του αποστολικού ονόματος "Ιωάννης ΙΒ΄" ήταν η τρίτη φορά που κάποιος άλλαξε το όνομά του με το που έγινε Πάπας. Οι άλλοι δύο ήταν ο Ιωάννης Β΄ (533-535) και ο Ιωάννης Γ΄ (561-574). Από την αρχή της θητείας του, ο νέος Πάπας υπέγραφε με το κοσμικό του όνομα κάθε διάταγμα σχετικό με μη θρησκευτικά θέματα, ενώ εξέδιδε όλες του τις Παπικές Βούλες και ό,τι άλλο γενικώς σχετικό με την Εκκλησία με το αποστολικό του όνομα.[7]

Οικογενειακό δέντρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
 
 
 
 
 
 
 
Θεοφύλακτος Α΄, κόμης του Τούσκουλου
864–924
 
Θεοδώρα
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ούγος της Προβηγκίας
887-924-948
(επίσης παντρεύτηκε την Μαροζία)
 
Αλβερίκιος Α΄ του Σπολέτο
- 925
 
 
Μαροζία
890–937
 
 
Πάπας Σέργιος Γ΄
904–911
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Άλντα της Βιέννης
 
Αλβερίκιος Β΄ του Σπολέτο
905–954
 
Δαυίδ ή Δεοδάτος
 
Πάπας Ιωάννης ΙΑ΄
931–935
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Γρηγόριος Α΄, κόμης του Τούσκουλου
 
Πάπας Ιωάννης ΙΒ΄
955–964
 
Πάπας Βενέδικτος Ζ΄
974–983
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Πάπας Βενέδικτος Η΄
Πάπας 1012–1024
 
Αλβερίκιος Γ΄, κόμης του Τούσκουλου
- 1044
 
Πάπας Ιωάννης ΙΘ΄
Πάπας 1024–1032
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Πέτρος, Δούκας των Ρωμαίων
 
Γάιος
 
Οκταβιανός
 
Πάπας Βενέδικτος Θ΄
1012–1055

Γύρω στο 960, ο Ιωάννης ηγήθηκε προσωπικά μιας επίθεσης κατά των Λομβαρδικών δουκάτων του Μπενεβέντο και της Κάπουα, απ' ό,τι φαίνεται για να ξαναφέρει υπό την κατοχή του κομμάτια των Παπικών Κρατών τα οποία τα τελευταία είχαν κατακτήσει. Βλέποντας τον Ιωάννη να παρελαύνει ως επικεφαλής μίας στρατιάς ανδρών από το Τούσκουλο και το Σπολέτο, οι δούκες του Μπενεβέντο και της Κάπουα ζήτησαν την υποστήριξη του πρίγκιπα του Σαλέρνο, Γκίλσοφ, ο οποίος ανταποκρίθηκε θετικά.[8] Ο Ιωάννης υποχώρησε προς τα βόρια και συνθηκολόγησε με τον Γκισούλφο στην Τερρατσίνα. Υπογράφηκε συνθήκη σύμφωνα με την οποία ο Γκισούλφος δεν θα αναμιγνυόταν στη σύγκρουση με αντάλλαγμα την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Σαλέρνο από τον Πάπα.[9]

Ο Ιωάννης συνειδητοποίησε γρήγορα ότι του ήταν αδύνατο να επιβληθεί στους ισχυρούς Ρωμαίους ευγενείς με την ίδια ευκολία που το κατάφερε ο πατέρας του.[10] Την ίδια χρονική περίοδο, ο Βερεγγάριος Β΄ της Ιταλίας άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη του Πάπα. Για να προστατευθεί από τη μία από τις πολιτικές δολοπλοκίες στη Ρώμη και από την άλλη από τη δύναμη του Βερεγγάριου, ο Ιωάννης έστειλε το 960 παπικούς αντιπροσώπους στον Βασιλιά της Γερμανίας, Όθωνα Α΄, ο οποίος είχε ήδη λάβει τον τίτλο του πατρικίου, ζητώντας τη στήριξή του.[11] Αντιδρώντας θετικά, ο Όθωνας εισήλθε στην Ιταλία το 961. Εκεί, συναντήθηκε με τον Ιωάννη και ορκίστηκε ότι θα έκανε τα πάντα για να υπερασπιστεί τον Πάπα, με τον ακόλουθο όρκο:

Σε εσάς, τον Κύριο Πάπα Ιωάννη, εγώ, ο Βασιλεύς Όθων, υπόσχομαι και ορκίζομαι, στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στο ξύλο του ζωοδόχου σταυρού και σε αυτά τα κειμήλια των αγίων, ότι εάν με τη θέληση του Θεού βρεθώ στη Ρώμη, θα τιμήσω το περισσότερο που μπορώ την Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία και εσάς, τον ηγέτη της· και ότι ποτέ με δική μου θέληση ή δική μου παρότρυνση δεν πρόκειται να χάσετε ζωή, μέλος ή τιμή δική σας. Και ποτέ δεν θα εκδώσω επίσημο έγγραφο στη Ρώμη, ούτε θα διατάξω οτιδήποτε το οποίο θα επηρεάζει εσάς ή τους Ρωμαίους, χωρίς την άδειά σας. Όποιο έδαφος του Αγίου Πέτρου έρθει ποτέ στην κατοχή μου, θα το παραδώσω σε εσάς. Και σε όποιον και αν εμπιστευθώ το Βασίλειο της Ιταλίας, θα τον κάνω να ορκιστεί ότι θα σας βοηθήσει όσο μπορεί να υπερασπιστείτε τη γη του Αγίου Πέτρου.[12]

Ο Ιωάννης κατόπιν έστεψε τον Όθωνα Ρωμαίο Αυτοκράτορα, πρώτη φορά στη δύση μετά το θάνατο του Βερεγγάριου Α΄ σχεδόν 40 χρόνια νωρίτερα. Σε αντάλλαγμα, ο Ιωάννης και οι υπόλοιποι Ρωμαίοι ευγενείς ορκίστηκαν στον τάφο του Αγίου Πέτρου να είναι πιστοί στον Όθωνα και να μην υποστηρίξουν με κανέναν τρόπο τον Βερεγγάριο Β΄ ή το γιο του, Αδαλβέρτο.[13] Έντεκα ημέρες αργότερα, ο Πάπας και ο Αυτοκράτορας υπέγραψαν το Diploma Ottonianum, σύμφωνα με το οποίο ο Αυτοκράτορας θα γινόταν ο εγγυητής της ανεξαρτησίας των Παπικών Κρατών (από τη Νάπολη ως την Κάπουα στο νότο και από τη Λα Σπέτσια ως τη Βενετία στο βορά). Αυτή ήταν η πρώτη τέτοια διαβεβαίωση από την πτώση της Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου 100 χρόνια πριν. Ο Αυτοκράτορας επίσης επιβεβαίωσε την ελευθερία της παπικής εκλογής, αλλά διατήρησε το Αυτοκρατορικό δικαίωμα να χρειάζεται η συγκατάθεσή του πριν τη στέψη του νέου Πάπα και επίσης τα άρθρα της Constitutio Romana τα οποία οριοθετούσαν την δικαιοδοσία του Πάπα σε κοσμικά θέματα.[14]

Εκκλησιαστικά ζητήματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ο Ιωάννης ΙΒ΄ ήταν γνωστός για τον υλιστικό τρόπο ζωής του, κατάφερνε να αφιερώνει κάποιον από το χρόνο του σε θέματα της Εκκλησίας. Στις αρχές του 956, έγραψε στον Γουλιέλμο του Μάιντς, παπικό απεσταλμένο στη Γερμανία, παρωθώντας τον να συνεχίσει το έργο του εκεί, ειδικά ενάντια σε όσους "ρημάζουν τις εκκλησίες του Θεού". Ζήτησε από τον Γουλιέλμο να τον πληροφορεί για ό,τι συνέβαινε στη Δυτική Φραγκία και τη Γερμανία. Ο Ιωάννης έγραψε επίσης στον Ερρίκο, νέο Αρχιεπίσκοπο των Τρεβήρων, παραχωρώντας του το πάλλιον και ενθαρρύνοντάς τον να ζήσει μια καλή ζωή.[15] Το 958 έδωσε προνόμια στο Αββαείο του Σουμπιάκο με τον όρο ότι:

κάθε μέρα, για το καλό του πνεύματός μας και των πνευμάτων των διαδόχων μας, οι ιερείς και οι μοναχοί θα απαγγέλλουν εκατό Κύριε Ελέησον και εκατό Χριστέ Ελέησον, και τρεις φορές την εβδομάδα οι ιερείς θα τελούν τη Θεία Λειτουργία στον Παντοδύναμο Θεό για την άφεση των αμαρτιών του πνεύματός μας και των πνευμάτων των διαδόχων μας.[16]

Το 960, ο Ιωάννης επιβεβαίωσε το διορισμό του Αγίου Ντάνσταν ως Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι, ο οποίος ταξίδεψε στη Ρώμη για να λάβει το πάλλιον από τα χέρια του Πάπα.[16]

Στις 12 Φεβρουαρίου του 962, ο Ιωάννης συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη με διαταγή του Αυτοκράτορα Όθωνα. Σε αυτήν, ο Ιωάννης συμφώνησε να εγκαθιδρύσει την Αρχιεπισκοπή του Μαγδεβούργου και την Επισκοπή του Μερσεβούργου, παραχώρησε το πάλλιον στον Αρχιεπίσκοπο του Σαλτσβούργου και τον Αρχιεπίσκοπο των Τρεβήρων και επιβεβαίωσε τον διορισμό του Ροδερίου ως Επισκόπου της Βερόνας. Επίσης, η σύνοδος αφόρισε τον Ούγο του Βερμαντουά, ο οποίος είχε επιχειρήσει να επανακαταλάβει τη θέση του Αρχιεπισκόπου της Ρενς, η οποία του είχε αφαιρεθεί. Αυτός ο αφορισμός επανεπιβεβαιώθηκε από τον Ιωάννη σε μια άλλη σύνοδο, η οποία έλαβε χώρα στην Παβία αργότερα τον ίδιο χρόνο.[17]

Ωστόσο, είναι ξεκάθαρο, σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Χόρας Κ. Μαν, ότι "τα ζητήματα της Εκκλησίας δεν έμοιαζαν να είναι πολύ θελκτικά για τον Ιωάννη ΙΒ΄".[18]

Σύγκρουση με τον Όθωνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Όθων έφυγε από τη Ρώμη στις 14 Φεβρουαρίου του 962 για να συντρίψει τον Βερεγγάριο Β΄. Πριν φύγει πρότεινε στον Ιωάννη, "ο οποίος περνούσε όλη του τη ζωή στη ματαιότητα και την ακολασία", να αφήσει τον υλιστικό και ηδυπαθή τρόπο ζωής του. Ο Ιωάννης παρέβλεψε τη συμβουλή και παρακολουθούσε με όλο και μεγαλύτερη ανησυχία τον Όθωνα να διώχνει στα γρήγορα τον Βερεγγάριο από τα Παπικά Κράτη. Φοβούμενος όλο και περισσότερο τη δύναμη του Αυτοκράτορα, έστειλε απεσταλμένους στους Μαγυάρους και τη Βυζάντινή Αυτοκρατορία με σκοπό να τους πείσει να ιδρύσουν μια συμμαχία ενάντια στον Όθωνα. Συνθηκολόγησε επίσης και με τον Αδαλβέρτο.[18]

Οι πρέσβεις συνελήφθησαν από τον Όθωνα, ο οποίος έστειλε μια αντιπροσωπεία στη Ρώμη για να ανακαλύψει τι γινόταν πίσω από την πλάτη του.[19] Παράλληλα ο Ιωάννης έστειλε τους δικούς του πρέσβεις στον Όθωνα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μελλοντικός Πάπας Λέων Η΄, ο οποίος προσπάθησε να καθησυχάσει τον Αυτοκράτορα ότι ο Ιωάννης ήθελε απλώς να μεταρρυθμίσει την Παπική αυλή.[20] Ωστόσο, το 963, ο Όθωνας έμαθε ότι είχε επιτραπεί στον Αδαλβέρτο να εισέλθει στη Ρώμη για να συζητήσει με τον Ιωάννη. Με τον Βερεγγάριο ουσιαστικά νικημένο και φυλακισμένο, ο Όθωνας επέστρεψε στη Ρώμη, πολιορκώντας τη το καλοκαίρι του 963. Βρήκε μια πόλη διαιρεμένη: υποστηρικτές του Αυτοκράτορα που είχαν αναφέρει την άφιξη του Αδαλβέρτου, είχαν οχυρωθεί στην Πόλη του Ιωάννη, ένα περιφραγμένο τμήμα της Ρώμης, γύρω από τη Βασιλική του Αγίου Παύλου Fuori-le-Mura (Έξω από τα Τείχη). Από την άλλη, ο Ιωάννης και οι υποστηρικτές του, είχαν διατηρήσει την Πόλη του Λέοντα, άλλο κομμάτι της Ρώμης. Αρχικά, ο Ιωάννης ήταν προετοιμασμένος να υπερασπιστεί την πόλη· ντυμένος με πανοπλία, κατάφερε να οδηγήσει τα στρατεύματα του Όθωνα στον Τίβερη.[21] Παρ' όλα αυτά, γρήγορα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει κι έτσι, παίρνοντας το περιεχόμενο του Παπικού Θησαυροφυλακίου μαζί του, κατέφυγε στο Τιβούριο με τον Αδαλβέρτο.[22]

Ο Όθωνας συγκάλεσε κατόπιν μία σύνοδο, η οποία απαίτησε να εμφανιστεί ο Ιωάννης και να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που του αποδίδονταν. Ο Ιωάννης απάντησε απειλώντας να αφορίσει όποιον θα προσπαθούσε να τον καθαιρέσει.[23] Χωρίς να αποθαρρυνθούν καθόλου, ο Αυτοκράτορας και η σύνοδος καθαίρεσαν αντικανονικά τον Ιωάννη, ο οποίος εκείνη την ώρα είχε πάει για κυνήγι στα βουνά της Καμπανίας,[24] και εξέλεξαν τον Λέοντα Η΄ στη θέση του.[25]

Μία απόπειρα εξέγερσης σε υποστήριξη του Ιωάννη ξεκίνησε από τους κατοίκους της Ρώμης, πριν καν ο Όθωνας φύγει από την πόλη, αλλά κατεστάλη με τον χαμό πολλών ζωών. Ωστόσο, με το που έφυγε ο Αυτοκράτορας, ο Ιωάννης επέστρεψε επικεφαλής μιας μεγάλης συντροφιάς από φίλους και συνοδούς, κάνοντας το Λέοντα να καταφύγει στον Αυτοκράτορα για να σωθεί.[26] Αφού κυρίευσε τη Ρώμη, ο Ιωάννης συγκάλεσε σύνοδο, η οποία κήρυξε την καθαίρεσή του αντικανονική. Μετά τη σωματική παραμόρφωση μερικών εχθρών του, ήταν και πάλι ηγέτης της Ρώμης.[27] Στέλνοντας τον Οτγάρδο, Επίσκοπο του Σπάιερ, στον Αυτοκράτορα, προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τον Όθωνα αλλά πριν υπάρξει οποιοδήποτε αποτέλεσμα, ο Ιωάννης πέθανε στις 14 Μαΐου 965. Σύμφωνα με τον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας, ο Ιωάννης πέθανε κατά τη διάρκεια μιας σεξουαλικής συνάντησης έξω από τη Ρώμη, είτε από αποπληξία, είτε στα χέρια ενός εξοργισμένου συζύγου.[28]

Ο Ιωάννης τάφηκε στο Λατερανό. Τον διαδέχθηκε σύντομα ο Βενέδικτος Ε΄, ο οποίος καθαιρέθηκε επιτυχώς από τον Λέοντα Η΄.

Χαρακτήρας και φήμη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης δεν εξισορροπούσε τον διπλό ρόλο του ως πρίγκιπα της Ρώμης και πνευματικού ηγέτη της εκκλησίας, καθώς έκλινε πιο πολύ προς το πρώτο.[29] Στα λίγα γραπτά που μένουν σχετικά με τη θητεία του, απεικονίζεται σαν ένας άξεστος, ανήθικος άνθρωπος, του οποίου η ζωή ήταν τέτοια ώστε το Παλάτι του Λατερανού αναφερόταν ως πορνείο και ηθική διαφθορά στη Ρώμη ήταν ζήτημα γενικού ονείδους. Ο τρόπος ζωής του ταίριαζε απόλυτα με αυτόν του πρίγκιπα, και οι εχθροί του χρησιμοποιούσαν αυτές τις κατηγορίες για να αμαυρώσουν τη φήμη του όχι μόνο για να δικαιολογήσουν την καθαίρεσή του, αλλά και για να αποκρύψουν τους πολιτικούς σκοπούς που βρισκόντουσαν πίσω της.

Για αυτό το λόγο ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας, υποστηρικτής του Αυτοκράτορα Όθωνα περιγράφει τόσο λεπτομερώς τις κατηγορίες εναντίον του:

Τότε, ο καρδινάλιος Πέτρος σηκώθηκε και κατέθεσε ότι είδε αυτοπροσώπως τον Ιωάννη ΙΒ΄ να τελεί τη Θεία Λειτουργία χωρίς να έχει κοινωνήσει. Ο Ιωάννης, επίσκοπος του Νάρνι και ο καρδινάλιος Ιωάννης υποστήριξαν ότι είδαν αυτοπροσώπως κάποιον να χειροτονείται διάκονος σε έναν στάβλο για άλογα, αλλά δεν ήταν σίγουροι για το πότε. Ο καρδινάλιος Βενέδικτος είπε, μαζί με άλλους, ότι ήξερε πως ο Ιωάννης πληρωνόταν για να χειροτονεί επισκόπους, και μάλιστα είχε χειροτονήσει επίσκοπο ένα δεκάχρονο στην πόλη του Τόντι... Κατέθεσαν για το ότι εξωθούσε γυναίκες σε μοιχεία, πράγμα που δεν είχαν δει με τα μάτια τους αλλά το γνώριζαν με σιγουριά. Είχε συνουσιασθεί με τη χήρα του Ραινιέρου, με την παλλακίδα του πατέρα του, τη Στεφάνη, με τη χήρα Άννα και με την ίδια του την ανιψιά, και είχε μετατρέψει το Αποστολικό Παλάτι σε πορνείο. Είπαν ότι πήγαινε δημόσια για κυνήγι και ότι τύφλωσε τον εξομολόγο του, τον Βενέδικτο, ο οποίος μετά πέθανε, ότι σκότωσε τον καρδινάλιο Ιωάννη αφού τον ευνούχισε, ότι είχε ανάψει φωτιές, είχε οπλιστεί με σπαθί και είχε φορέσει κράνος και θώρακα. Όλοι οι κληρικοί καθώς και οι κοσμικοί είπαν ότι είχε κάνει πρόποση στο διάβολο με κρασί. Είπαν ότι όταν έπαιζε ζάρια επικαλείτο το Δία, την Αφροδίτη και άλλους δαίμονες. Είπαν ακόμα ότι δεν τελούσε τον όρθρο τις κανονικές ώρες και ότι δεν έκανε το σταυρό του.

Ωστόσο, και άλλοι ιστορικοί της εποχής τον κατηγόρησαν για ανήθικη συμπεριφορά.[30] Ο Φέρντιναντ Γκρεγκορόβιους είναι κάπως πιο συμπονετικός.[31]

  1. Giovanni XII Enciclopedia dei Papi (2000)
  2. Mann, pp. 243-244.
  3. Gregorovius, pp. 328-329.
  4. Imma Penn, Dogma Evolution and Papal Fallacies, (AuthorHouse, 2007), 207.
  5. Mann, p. 230.
  6. Mann, pp. 244-245.
  7. Norwich, p. 76; Mann, p. 245.
  8. Gregorovius, p. 330.
  9. Mann, pp. 246-247.
  10. Gregorovius, p. 331.
  11. Mann, p. 247.
  12. Mann, p. 248; Gregorovius, pp. 332-333.
  13. Mann, p. 250.
  14. Mann, p. 252; Gregorovius, p. 338.
  15. Mann, p. 245.
  16. 16,0 16,1 Mann, pp. 265-266.
  17. Mann, p. 235.
  18. 18,0 18,1 Mann, p. 254.
  19. Gregorovius, p. 340.
  20. Mann, pp. 255-256.
  21. Gregorovius, pp. 341-342.
  22. Norwich, p. 79; Mann, p. 256.
  23. Gregorovius, p. 347.
  24. Norwich, p. 80.
  25. Edward Luttwak, The Grand Strategy of the Byzantine Empire, (Harvard University Press, 2009), 150.
  26. Gregorovius, pp. 349-350.
  27. Norwich, pp. 80-81; Mann, pp. 262-264.
  28. Mann, p. 264.
  29. Gregorovius, p. 329.
  30. Mann, p. 242.
  31. Gregorovius, pp. 329-330; pp. 351-352.
  • Chamberlin, Russell, The Bad Popes. Sutton Publishing (2003), p. 955–963
  • Gregorovius, Ferdinand, The History of Rome in the Middle Ages, Vol. III (1895)
  • Mann, Horace K., The Lives of the Popes in the Early Middle Ages, Vol. IV: The Popes in the Days of Feudal Anarchy, 891-999 (1910)
  • Norwich, John Julius, The Popes: A History (2011)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]