Ουασινγκτονία
Ουασινγκτονία | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ουασινγκτονίες στη Βαρκελώνη
| ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||||||||
Neowashingtonia |
Η ουασινγκτονία (Washingtonia) είναι γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια της φοινικιάς, τα αρεκοειδή (Arecaceae). Είναι ιθαγενές των νοτιοδυτικών ΗΠΑ (νότια Καλιφόρνια και νοτιοδυτική Αριζόνα) και του βορειοδυτικού Μεξικού[1][2]. Διαδόθηκε όμως από τον άνθρωπο και φυτεύεται ως καλλωπιστικό σε όλες τις νότιες ΗΠΑ, τη Μέση Ανατολή, τη νότια Ευρώπη, αλλά και τη Βόρεια Αφρική. Σε όλες αυτές τις χώρες έχει υβριδισθεί σε μεγάλο βαθμό.
Η ονομασία του γένους δόθηκε από τον Γερμανό βοτανολόγο Χέρμαν φον Βέντλαντ το 1879 προς τιμή του Γεωργίου Ουάσινγκτον.[3] Το 1854 η ίδια ονομασία είχε δοθεί από τον Winslow στο γένος των υψηλότερων δένδρων της Γης, το σεκοϊάδενδρο, αλλά απορρίφθηκε, ενώ το 1900 δόθηκε από τους J.M. Coult. & Rose σε ένα γένος σκιαδοφόρων, αλλά δεν επεκράτησε.
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ουασινγκτονίες έχουν φύλλωμα σε σχήμα βεντάλιας (χαρακτηριστικό της υποοικογένειας των κορυφοειδών, στην οποία ανήκουν), με τα σύνθετα φύλλα τους να καταλήγουν σε στρογγυλευμένη βεντάλια αποτελούμενη από πολλά φυλλίδια. Τα άνθη εκφύονται σε πυκνή ταξιανθία, με τους καρπούς να ωριμάζουν σε μικρές καφέ έως μαύρες δρύπες διαμέτρου 6 έως 10 χιλιοστόμετρων, οι οποίες έχουν ένα λεπτό στρώμα γλυκιάς σάρκας πάνω από τον μοναδικό σπόρο.[4]
Ο καρπός τρώγεται, με αναφερόμενη την κατανάλωσή του από Ινδιάνους των σχετικών περιοχών. Τα πουλιά επίσης τρώνε τον καρπό της ουασινγκτονίας και διαδίδουν έτσι τους σπόρους της με τα περιττώματά τους, ενώ και μερικές κάμπιες τρώνε από την ουασινγκτονία, όπως η κάμπια του είδους Paysandisia archon.
Τα είδη της ουασινγκτονίας φυτεύονται και καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά δέντρα στις νότιες ΗΠΑ (μέχρι και νότιες περιοχές της Βόρειας Καρολίνας), στις χώρες της Μεσογείου (και την Ελλάδα), σε μέρη της Αυστραλίας και στην υπήνεμη πλευρά των νήσων της Χαβάης.
Είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν δύο βασικά είδη του φυτού: η Washingtonia robusta και η Washingtonia filifera, καθώς και το διαδεδομένο υβρίδιό τους, η Washingtonia filibusta.
Είναι γνωστή και ως ουασινγκτονία της Καλιφόρνιας ή «βόρεια ουασινγκτονία» ή «φοινικιά-βεντάλια της ερήμου» (desert fan palm). Φθάνει σε ύψος μέχρι 23 μέτρα, με φυλλίδια μήκους έως και 2 μέτρων, και ταξιανθίες μήκους έως και 5 μέτρων. Τα άνθη είναι λευκά και ο καρπός έχει ωοειδές σχήμα. Φύεται στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ και ελάχιστα στο βορειοδυτικό άκρο του Μεξικού.
Είναι γνωστή και ως μεξικανική ουασινγκτονία ή «νότια ουασινγκτονία». Φθάνει σε ύψος μέχρι 25 μέτρα, ενώ έχει μικρότερα φύλλα από το άλλο είδος, φυλλίδια μήκους έως ενός μέτρου και ταξιανθίες μήκους έως και 3 μέτρων. Τα άνθη είναι υπόλευκα με ρόδινη απόχρωση και ο καρπός έχει σφαιρικό σχήμα. Φύεται στο βορειοδυτικό Μεξικό].
Εικονοθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Washingtonia filifera
-
Washingtonia robusta
-
Ουασινγκτονίες κοντά στην πόλη Twentynine Palms στην Καλιφόρνια
-
Φύλλα ουασινγκτονίας
-
Ιστορικό φυτό (η πρώτη μεταφύτευση του γένους, περ. 1857)[5]) στο Λος Άντζελες
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Kew World Checklist of Selected Plant Families». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2023.
- ↑ Jon P. Rebman, Judy Gibson και Karen Rich: «Annotated checklist of the vascular plants of Baja California, Mexico», Proceedings of the San Diego Society of Natural History, νο. 45 (έτος 2016), σελ. 275
- ↑ «Arizona's Own Palm: Washingtonia filifera»
- ↑ Riffle, Robert L. & Craft, Paul: An Encyclopedia of Cultivated Palms, Timber Press, Portland 2003, ISBN 0-88192-558-6 και 978-0-88192-558-6
- ↑ D.J. Waldie (10 Μαΐου 2013). «Remembering What's Always Been Here: The Oldest Palm». www.kcet.org/. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2019.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χλωρίδα της Βόρειας Αμερικής: Washingtonia
- Washingtonia filifera, ανάτυπο από το περιοδικό Principes, τόμος 34 (νο. 4), 1990, σσ. 177-180