Ουίλιαμ Ουόλτον
Ουίλιαμ Ουόλτον | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | William Walton (Αγγλικά) |
Γέννηση | 29 Μαρτίου 1902[1][2][3] Όλνταμ |
Θάνατος | 8 Μαρτίου 1983[1][2][3] Ίσκια[4] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[5][6] |
Σπουδές | Κράιστ Τσερτς Christ Church Cathedral School Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Memphis Technical High School |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | κλασικός συνθέτης διευθυντής ορχήστρας συνθέτης μουσικών θεμάτων για κινηματογραφικές ταινίες συνθέτης όπερας συνθέτης[7] |
Αξιοσημείωτο έργο | Spitfire Prelude and Fugue |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Σουζάνα Ουόλτον (1948–1983) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (1947) μετάλλιο Βενιαμίν Φραγκλίνος (1972) Knight Bachelor Walter Willson Cobbett Medal (1947) Τάγμα της Αξίας του Ηνωμένου Βασιλείου |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σερ Ουίλιαμ Τέρνερ Ουόλτον (Sir William Turner Walton, Όλνταμ 29 Μαρτίου 1902 – Ίσκια 8 Μαρτίου 1983) ήταν Άγγλος συνθέτης του 20ού αιώνα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της περιόδου που άνοιξε με τον Ραλφ Βων Ουίλιαμς και έκλεισε με τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν.[8]
Κατά τη διάρκεια της 60χρονης καριέρας του, έγραψε σε διάφορα κλασικά είδη και στυλ, από κινηματογραφική μουσική μέχρι όπερα. Στα πιο γνωστά έργα του συμπεριλαμβάνονται τα Φασάντ, Η Ευωχία του Βαλτάσαρ, Κοντσέρτο για βιόλα και Συμφωνία Νο. 1.
Γεννημένος στο Όλνταμ σε μουσική οικογένεια, ο Ουόλτον ήταν χορωδός και, στη συνέχεια, φοιτητής στο Κολλέγιο Εκκλησίας του Χριστού στην Οξφόρδη. Κατά την αποφοίτησή του τον ανέλαβαν τα αδέλφια Σίτουελ (Sitwell), παρέχοντάς του στέγη και μουσική εκπαίδευση. Το πρώτο σημαντικό έργο του ήταν το Φασάντ, σε συνεργασία με την Ίντιθ ( Edith) Σίτουελ που του απέφερε, αρχικά, την «κακή» φήμη του μοντερνιστή αλλά, αργότερα, έγινε δημοφιλές έργο μπαλέτου.
Μεσήλικας, ο Ουόλτον εγκατέλειψε τη Βρετανία και εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στο νησί ‘Ισκια (Ischia) της Ιταλίας. Έπαψε να θεωρείται μοντερνιστής και, αντίθετα, κάποιες από τις συνθέσεις του της δεκαετίας του '50 επικρίθηκαν ως «ντεμοντέ». Επιμελώς τελειομανής και συνθέτοντας με αργούς ρυθμούς, παρήγαγε έργο που, σε όλη τη μακρά καριέρα, του δεν είναι μεγάλο. Οι πιο δημοφιλείς συνθέσεις του συνεχίζουν να εκτελούνται, συχνά, στον 21ο αιώνα και, μέχρι το 2010, σχεδόν όλα τα έργα του είχαν κυκλοφορήσει σε CD.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ουίλιαμ Ουόλτον γεννήθηκε στο Όλνταμ της κομητείας Λάνκασαϊρ, το 1902. Ήταν ο δεύτερος γιος σε μια οικογένεια τριών αγοριών και ενός κοριτσιού. Ο πατέρας του, Τσάρλς Αλεξάντερ (Charles Alexander Walton), ήταν μουσικός που είχε σπουδάσει στο Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής (Royal College of Music) του Μάντσεστερ και ζούσε ως καθηγητής τραγουδιού και οργανίστας. Η μητέρα του, Λουίζα-Μαρία -το γένος Τέρνερ (Louisa Maria née Turner), ήταν τραγουδίστρια πριν από το γάμο της με τον Τσαρλς.[9] Μουσικό ταλέντο από πολύ μικρή ηλικία, Ο Ουίλιαμ, πήρε μαθήματα πιάνου και βιολιού αν και ποτέ δεν κατάφερε να γίνει δεξιοτέχνης σε κάποιο από αυτά. Ήταν πιο καλός στο τραγούδι· [10] μαζί με τον πρωτότοκο αδελφό του τραγουδούσαν στη χορωδία του πατέρα τους, συμμετέχοντας σε παραστάσεις σημαντικών έργων των Χέντελ, Χάιντν, Μέντελσον και άλλων.[11]
Ο Ουίλιαμ πήγε σε ένα τοπικό σχολείο αλλά, το 1912, ο πατέρας του είδε μια καταχώρηση εφημερίδων για ακρόαση χορωδών στο Κολλέγιο του Καθεδρικού Ναού του Χριστού (Christ Church Cathedral School) της Οξφόρδης και έκανε αίτηση για τον γιο του. Ωστόσο, το αγόρι και η μητέρα του δεν πήραν το τρένο που πήγαινε στην Οξφόρδη, επειδή ο πατέρας είχε ξοδέψει τα χρήματα που προορίζονταν για τα εισιτήρια. Η Λουίζα Γουόλτον έπρεπε να δανειστεί τους ναύλους από έναν οπορωπώλη της γειτονιάς.[12] Παρόλο που έφτασαν στην Οξφόρδη μετά την ολοκλήρωση των δοκιμαστικών, η μητέρα παρακάλεσε την επιτροπή να ακουστεί ο γιος της ο οποίος, τελικά, πέρασε με επιτυχία την ακρόαση και έγινε αποδεκτός. Έμεινε στη χορωδιακή σχολή για τα επόμενα έξι χρόνια.[12] Ο Πρύτανης της Χριστιανικής Εκκλησίας, επίσκοπος Τόμας Στρονγκ (Thomas Strong), διείδε τις μουσικές δυνατότητες του νεαρού και ενθαρρύνθηκε από τον συνθέτη Χιούμπερτ Πάρι (Hubert Parry). Ο τελευταίος, βλέποντας τις παρτιτούρες από κάποιες πρώιμες συνθέσεις του Ουόλτον, είπε στον Στρονγκ: «Ο μικρός έχει πολλά [να δώσει]· θα πρέπει να έχετε το βλέμμα σας στραμμένο σ’ αυτόν».[13]
Σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Ουόλτον μπήκε στο Κολλέγιο Εκκλησίας του Χριστού στην Οξφόρδη. Μερικές φορές λέγεται ότι, ήταν ο νεότερος φοιτητής της Οξφόρδης από την εποχή του Ερρίκου Η’ [14] και, παρόλο που αυτό ίσως δεν είναι σωστό, ήταν σίγουρα μεταξύ των νεότερων.[13] Εκεί, βρέθηκε κάτω από την επιρροή του Χιου Άλεν (Hugh Allen), κυρίαρχη φιγούρα στη μουσική ζωή της Οξφόρδης. Ο Άλεν εισήγαγε τον Ουόλτον στη σύγχρονη μουσική, όπως τον Πετρούσκα του Στραβίνσκι και τον έκανε να ενθουσιαστεί με «τα μυστήρια της ορχήστρας».[15] Ο Ουόλτον πέρναγε πολύ χρόνο στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του ιδρύματος, μελετώντας τις παρτιτούρες του Στραβίνσκι, του Ντεμπισί, του Σιμπέλιους και άλλων. Παραμέλησε τις μη-μουσικές του σπουδές και, παρόλο που πέρασε με επιτυχία τις μουσικές εξετάσεις, απέτυχε στα Ελληνικά και την Άλγεβρα που απαιτούνταν για να πάρει πτυχίο.[16] Λίγα νεανικά έργα του Ουόλτον σώζονται, αλλά το χορωδιακό ανθέμιο Μια Λιτανεία, γραμμένο όταν ήταν δεκαπέντε ετών, προοιωνίζεται το ώριμο στυλ του.[17]
Στην Οξφόρδη, ο Ουόλτον συνάντησε πολλούς ποιητές, όπως τον Ρόι Κάμπελ (Roy Campbell), τον Ζίγκφριντ Σασούν (Siegfried Sassoon) και, κυρίως για το μέλλον του, τον Σατσέβερελ Σίτουελ (Sacheverell Sitwell). Ο Ουόλτον, τελικά, έφυγε από την Οξφόρδη το 1920, χωρίς πτυχίο και σχέδια για το μέλλον του.[18] Ωστόσο, ο Σίτουελ τον προσκάλεσε να μείνει στο Λονδίνο μαζί του και με τον αδελφό και την αδελφή του, Όζμπερτ (Osbert) και Ίντιθ (Edith) -επίσης λογοτέχνες. Ο Ουόλτον εγκαταστάθηκε στη σοφίτα του σπιτιού τους στο Τσέλσι και, αργότερα, θυμόταν: «Πήγα για μερικές εβδομάδες και έμεινα, περίπου, δεκαπέντε χρόνια».[19]
Πρώτες επιτυχίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σίτουελ βοήθησαν τον «προστατευόμενό» τους οικονομικά και καλλιτεχνικά, παρέχοντας σ’ αυτόν όχι μόνο στέγη αλλά και, πολλά υποσχόμενη, μουσική εκπαίδευση. Ο Ουόλτον ήταν κατά βάσιν αυτοδίδακτος,[8] ωστόσο έκανε μαθήματα με τους Ερνέστ Ανσερμέ (Ernest Ansermet), Φερούτσιο Μπυζόνι (Ferruccio Busoni) και Έντουαρντ Ντεντ (Edward J. Dent).[20] Έβλεπε ρωσικό μπαλέτο, συναντήθηκε με τους Στραβίνσκι και Γκέρσουιν, άκουσε τους «Σαβόι Όρφιανς» (Savoy Orpheans) και έγραψε ένα πειραματικό κουαρτέτο εγχόρδων, έντονα επηρεασμένο από την Δεύτερη Σχολή της Βιέννης, το οποίο παρουσιάστηκε σε ένα φεστιβάλ νέας μουσικής στο Σάλτσμπουργκ, το 1923.[17] Ο Άλμπαν Μπεργκ είδε την παράσταση και έμεινε αρκετά εντυπωσιασμένος ώστε, να συστήσει τον Ουόλτον στον δάσκαλό του, Άρνολντ Σένμπεργκ, ιδρυτή της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης.[21]
Φασάντ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1923, σε συνεργασία με την Ίντιθ Σίτουελ, ο Ουόλτον είχε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του, αν και στην αρχή ήταν μια «επιτυχία σκανδάλου» (sic).[12] Το Φασάντ (Façade «Πρόσοψη») παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δημόσια [i] στο Λονδίνο, στις 12 Ιουνίου. Το έργο ήταν γραμμένο πάνω σε στίχους της Ίντιθ, η οποία απήγγελλε μέσω μεγαφώνου πίσω από μια οθόνη, ενώ ο Ουόλτον διηύθυνε εξαμελές οργανικό σύνολο. Το αποτέλεσμα προκάλεσε σάλο, με τον Τύπο να είναι, στο σύνολό του, καταδικαστικός. Ο βιογράφος του Ουόλτον, Μάικλ Κένεντι (Michael Kennedy), αναφέρει έναν χαρακτηριστικό τίτλο της εποχής: «Αερολογία που πλήρωσαν για να ακούσουν».[12] Η «Daily Express» απέρριψε το έργο, αλλά παραδέχτηκε ότι ήταν «γκρινιάρικα αξέχαστο».[22] Η «Manchester Guardian» έκανε λόγο για «αμείλικτη κακοφωνία».[23] Ο «The Observer» καταδίκασε τους στίχους και απέρριψε τη μουσική του Ουόλτον ως «αφελή».[24] Στους «The Sunday Times», ο Έρνεστ Νιούμαν (Ernest Newman) είπε για τον Ουόλτον ότι, «ως μουσικός κλόουν είναι κόσμημα πρώτου βαθμού».[25]
Όμως, στο εικονογραφημένο έντυπο «The Illustrated London News», ο Ντεντ ήταν πολύ πιο καλόπιστος: «Το κοινό ήταν αρχικά διατεθειμένο να αντιμετωπίσει το όλο θέμα ως ένα παράλογο αστείο, αλλά υπήρχε πάντα ένα εκπληκτικά σοβαρό στοιχείο στην ποίηση της κ. Σίτουελ και τη μουσική του κ. Ουόλτον... που, σύντομα, προκάλεσε το ακροατήριο να ακούει με αδιάκοπη προσοχή».[26] Μεταξύ των ακροατών ήσαν οι Έβελιν Βο (Evelyn Waugh), Βιρτζίνια Γουλφ και Νόελ Κάουαρντ. Ο τελευταίος, μάλιστα, ήταν τόσο εξοργισμένος από την πρωτοποριακή φύση των στίχων της Σίτουελ και της σκηνοθεσίας, που έφυγε επιδεικτικά κατά τη διάρκεια της παράστασης.[27] [ii] Αλλά και οι μουσικοί δεν ήθελαν το έργο: ο κλαρινετίστας Τσαρλς Ντρέιπερ (Charles Draper) ρώτησε ειρωνικά τον συνθέτη: «Κ. Ουόλτον, σάς έχει κάνει ποτέ, κάτι κακό, κάποιος κλαρινετίστας;» [28] Παρ' όλα αυτά, το έργο έγινε σύντομα αποδεκτό και, μέσα σε μια δεκαετία, η μουσική του Ουόλτον χρησιμοποιήθηκε για το δημοφιλές, φερώνυμο μπαλέτο (Façade Ballet), χορογραφημένο από τον Φέντερικ Άστον (Frederick Ashton).[29]
Άλλα έργα της δεκαετίας του 1920
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημαντικό έργο του Ουόλτον της δεκαετίας του 1920, ενώ ζούσε στη σοφίτα των Σίτουελ, ήταν η εισαγωγή Στιγμιότυπο στο Πόρτσμουθ (Portsmouth Point) [iii], αφιερωμένο στον Σασούν και εμπνευσμένο από έναν πίνακα του Τόμας Ρόουλαντσον (Thomas Rowlandson). Ακούστηκε για πρώτη φορά, ως εμβόλιμη σύνθεση σε μια παράσταση μπαλέτου του Ντιαγκίλεφ, το 1926, όπου οι «The Times», παραπονέθηκαν: «Είναι λίγο δύσκολο να κάνεις καινούργια μουσική, όταν αυτή προσπαθεί να γίνει ακουστεί ανάμεσα σε βουητά ομιλιών».[30] Όμως, ο Χένρι Γουντ (Henry Wood) προγραμμάτισε το έργο στα περίφημα Proms, το επόμενο έτος, όπου έκανε περισσότερη εντύπωση.[31] Ο ίδιος ο Ουόλτον διηύθυνε τη σύνθεσή του, παρόλο που δεν ήθελε να διευθύνει γενικότερα, αλλά το έκανε διότι είχε σταθερές απόψεις για το πώς θα έπρεπε να ερμηνεύονται τα έργα του. Οι μουσικοί της ορχήστρας εκτίμησαν την «βολική αταραξία» του και την «πλήρη απουσία έντασης».[32][33]
Άλλα έργα του Ουόλτον της δεκαετίας του 1920, συμπεριλαμβάνουν την Σιέστα, ένα μικρό ορχηστρικό κομμάτι (1926) και την Συμφωνία Κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα (1928), το οποίο έγινε καλά δεκτό στην πρεμιέρα του, σε συναυλία της «Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας», αλλά δεν έχει εισέλθει στο κανονικό ρεπερτόριο.[34] Ωστόσο, ήταν το Κοντσέρτο για βιόλα (1929) που έφερε τον Ουόλτον στην πρώτη γραμμή της βρετανικής κλασσικής μουσικής. Γράφηκε κατόπιν πρότασης του Σερ Τόμας Μπίτσαμ για τον δεξιοτέχνη της βιόλας Λάιονελ Τέρτιζ (Lionel Tertis). Όμως, όταν ο Τέρτιζ πήρε την παρτιτούρα στα χέρια του, την απέρριψε αμέσως. Τότε, ο συνθέτης και εκτελεστής της βιόλας Πάουλ Χίντεμιτ ανέλαβε να δώσει την πρώτη παράσταση.[35] Το έργο έγινε αμέσως δεκτό με ενθουσιασμό. Στην «The Manchester Guardian», ο Έρικ Μπλομ (Eric Blom) έγραψε: «Αυτός ο νεαρός συνθέτης είναι γεννημένος ιδιοφυΐα» και είπε ότι, θα μπορούσε να αποκαλέσει το συγκεκριμένο κοντσέρτο ως, το καλύτερο γεγονός στην πρόσφατη μουσική οποιασδήποτε εθνικότητας.[36] Ο Τέρτις άλλαξε γνώμη, σύντομα, και ανέλαβε το έργο. Μια παράσταση από αυτόν, σε μια συναυλία του «Φεστιβάλ Τριών Χορωδιών» στο Ουόρτσιστερ, το 1932, ήταν η μόνη ευκαιρία όπου ο Ουόλτον συναντήθηκε με τον Έντουαρντ Έλγκαρ, τον οποίο θαύμαζε πολύ. Πάντως, ό Έλγκαρ δεν συμμερίστηκε τον γενικό ενθουσιασμό για το κοντσέρτο του Ουόλτον.[37] [iv]
Η επόμενη μεγάλη σύνθεση του Ουόλτον ήταν η, μεγάλων διαστάσεων, χορωδιακή καντάτα Η Ευωχία του Βαλτάσαρ (Belshazzar's Feast, 1931). Ξεκίνησε ως έργο μέτριας κλίμακας· το BBC παρήγγειλε ένα κομμάτι για μικρή χορωδία, ορχήστρα με όχι περισσότερους από δεκαπέντε μουσικούς και έναν σολίστ φωνής.[38] Ο Όζμπερτ Σίτουελ δημιούργησε ένα κείμενο, επιλέγοντας στίχους από πολλά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και από το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Όσο ο Ουόλτον εργαζόταν πάνω σ’ αυτό διαπίστωσε ότι, η μουσική του απαιτούσε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από ό, τι το BBC επέτρεπε. Τελικά, ο Μπίτσαμ τον «έσωσε» προγραμματίζοντας το έργο για το Φεστιβάλ του Ληντς, του 1931, το οποίο θα διηύθυνε ο Μάλκολμ Σάρτζεντ (Malcolm Sargent). Ο Ουόλτον θυμόταν, αργότερα, τον Μπίτσαμ να τού λέει: «Αφού δεν πρόκειται να ακούσεις ποτέ ξανά το έργο, αγόρι μου, γιατί να μη βάλεις μέσα κάνα δυό μπάντες πνευστών;» [39] [v] Στις πρώτες πρόβες, τα μέλη της χορωδίας του Ληντς βρήκαν τη μουσική του Ουόλτον δύσκολη στην εκτέλεση και φημολογήθηκε, ψευδώς, στους μουσικούς κύκλους του Λονδίνου ότι ο Beecham είχε υποχρεωθεί να στείλει τον Σάρτζεντ στο Ληντς για να αποτρέψει μιαν «εξέγερση».[40] [vi] Η πρώτη παράσταση ήταν θρίαμβος για τον συνθέτη, τον διευθυντή και τους συντελεστές.[41] Ένας κριτικός της εποχής έγραψε: «Όσοι βίωσαν τον τεράστιο αντίκτυπο της πρώτης παράστασης [του έργου] δικαιώθηκαν πλήρως για την αίσθηση που είχαν ότι, ένας μεγάλος συνθέτης είχε αναδυθεί στη χώρα μας, ένας συνθέτης στις δυνατότητες του οποίου ήταν αδύνατο να τεθούν όρια».[42] Έκτοτε, Η Ευωχία του Βαλτάσαρ έχει παραμείνει βασικό έργο του παγκόσμιου χορωδιακού ρεπερτορίου.[17]
Η δεκαετία του 1930
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη δεκαετία του 1930, η σχέση του Ουόλτον με τους Σίτουελ έγινε λιγότερο στενή, καθώς ερωτικές υποθέσεις και νέες φιλίες τον έβγαζαν από την τροχιά του.[12] Η πρώτη μεγάλη του σχέση ήταν με την Ίμα φον Ντούρνμπεργκ (Imma von Doernberg), τη νεαρή χήρα ενός γερμανού βαρώνου. Αυτή και ο Ουόλτον συναντήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και έμειναν μαζί μέχρι το 1934, όταν εκείνη τον άφησε.[43] Η τελευταία του σχέση με την Άλις Ουίμπορν (Alice Wimborne), η οποία διήρκεσε από το 1934 μέχρι τον θάνατό της, τον Απρίλιο του 1948, προκάλεσε ρήξη μεταξύ του Ουόλτον και των Σίτουελ, καθώς η Άλις τους αντιπαθούσε, όσο και αυτοί εκείνην. Πάντως, μέχρι τη δεκαετία του 1930, ο Ουόλτον κέρδιζε αρκετά ώστε να του επιτραπεί η οικονομική ανεξαρτησία για πρώτη φορά. Η κληρονομιά από μια ευεργέτιδα, το 1931, ενίσχυσε περαιτέρω τα οικονομικά του και, το 1934, έφυγε από το σπίτι των Σίτουελ και αγόρασε δικό του στο προάστιο Μπελγκρέιβια του Λονδίνου.[44]
Η πρώτη μεγάλη σύνθεση του Ουόλτον μετά το Η Ευωχία του Βαλτάσαρ ήταν η Συμφωνία Νο. 1. Επειδή, δεν γράφηκε κατά παραγγελία, ο Ουόλτον εργάστηκε με αργούς ρυθμούς από τα τέλη του 1931 μέχρι το 1935. Είχε συνθέσει τα τρία πρώτα από τα τέσσερα μέρη μέχρι τα τέλη του 1933, και υποσχέθηκε στον αρχιμουσικό Χάμιλτον Χάρτι (Hamilton Harty) να διευθύνει αυτός την πρεμιέρα. Ο Ουόλτον, σε εκείνο το σημείο, βρέθηκε ανήμπορος να ολοκληρώσει το έργο. Το τέλος της σχέσης του με την Ίμα συνέπεσε με, ή/και μπορεί να συνέβαλε σε, ένα ξαφνικό και επίμονο «συγγραφικό μπλοκάρισμα».[10] Ο Χάρτι έπεισε τον Ουόλτον να τον αφήσει να εκτελέσει τα τρία γραμμένα μέρη, σε πρεμιέρα τον Δεκέμβριο του 1934, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου.[17] Κατά τη διάρκεια του 1934, ο Ουόλτον διέκοψε τις εργασίες του πάνω στη συμφωνία, για να συνθέσει την πρώτη κινηματογραφική του μουσική, για την ταινία Escape Me Never (1934) του Πολ Τσίνερ (Paul Czinner), για την οποία του δόθηκαν 300 λίρες.[45] [vii] Τελικά, μετά από οκτάμηνο διάλειμμα, ολοκλήρωσε τη συμφωνία το 1935. Ο Χάρτι και η Συμφωνική Ορχήστρα του BBC έδωσαν την πρεμιέρα του ολοκληρωμένου έργου τον Νοέμβριο εκείνου του έτους. Η Συμφωνία Νο. 1 προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον. Οι αρχιμουσικοί Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ και Βίλεμ Μένγκελμπεργκ (Willem Mengelberg), ζήτησαν αντίγραφα της παρτιτούρας, η Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγου έκανε αμερικανική πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη με τον Χάρτι, ο Ευγένιος Όρμαντι (Eugene Ormandy) με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, ενώ ο νεαρός Γκέοργκ Σελ (George Szell) διηύθυνε την πρεμιέρα της συμφωνίας στην μακρινή Αυστραλία.[46] [viii]
Επειδή ο Έλγκαρ είχε πεθάνει, το 1934, οι αρχές στράφηκαν στον Ουόλτον για να συνθέσει ενός εμβατηρίου για τη στέψη του Γεωργίου ΣΤ΄, το 1937. Το Crown Imperial είχε άμεση ανταπόκριση από το κοινό, αλλά απογοήτευσε εκείνους τους θαυμαστές του Ουόλτον που τον θεωρούσαν ως πρωτοποριακό συνθέτη. Μεταξύ των έργων του Ουόλτον από αυτή τη δεκαετία υπάρχει αρκετή μουσική για κινηματογραφικές ταινίες, όπως το As You Like It, του Τσίνερ. Πάντως, το σημαντικότερο έργο του της δεκαετίας του 1930, παράλληλα με την Συμφωνία Νο. 1, ήταν το Κοντσέρτο για βιολί (1939), που παρήγγειλε ο περίφημος Γιάσα Χάιφετς (Jascha Heifetz). Στο κοντσέρτο αυτό, όπως ο Ουόλτον αργότερα αποκάλυψε, εξέφραζε την αγάπη του για την Άλις Ουίμπορν.[47] Το ισχυρά ρομαντικό στυλ του προκάλεσε κάποιους κριτικούς να το χαρακτηρίσουν ως οπισθοδρομικό [48] και ο Ουόλτον είπε σε μια συνέντευξη σε εφημερίδα: «Η σημερινή λευκή ελπίδα είναι τα μαύρα πρόβατα του αύριο. Σήμερα είναι πολύ λυπηρό για έναν συνθέτη να γερνάει ... συμβουλεύω σοβαρά όλους τους ευαίσθητους συνθέτες να πεθάνουν στην ηλικία των 37 ετών. Ξέρω: Έχω περάσει από την πρώτη περίοδο των αλκυονίδων ημερών μου και είμαι σχεδόν ώριμος για το κριτικό μου ανάθεμα».[49]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Ουόλτον γνώρισε έναν νεότερο άγγλο συνθέτη του οποίου η φήμη επρόκειτο, σύντομα, να ξεπεράσει τη δική του: τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν.[10] Μετά την πρώτη συνάντησή τους, ο Μπρίτεν έγραψε στο ημερολόγιό του: «[...] στο μεσημεριανό γεύμα με τον Ουίλιαμ Ουόλτον στην Πλατεία Σλόουν. Είναι γοητευτικός, αλλά αισθάνομαι πάντα τη σχολική σχέση μαζί του - είναι προφανώς ο επικεφαλής της αγγλικής μουσικής ενώ, εγώ, το υποσχόμενο καινούργιο αγόρι».[50] Οι δύο άνδρες παρέμειναν φίλοι για την υπόλοιπη ζωή του Μπρίτεν -παρόλο νεότερος, ο Μπρίτεν πέθανε νωρίτερα από τον Ουόλτον. Ο Ουόλτον θαύμαζε πολλά από τα έργα του Μπρίτεν και τον θεωρούσε μεγαλοφυΐα. Αντίθετα, ο Μπρίτεν δεν θαύμαζε όλα τα έργα του Ουόλτον, αλλά ήταν ευγνώμων για την υποστήριξή του σε δύσκολες στιγμές της ζωής του.[51] [ix]
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ουόλτον πήρε απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία με την προϋπόθεση ότι, θα συνθέτει μουσική για ταινίες προπαγάνδας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εκτός από ότι οδηγούσε ασθενοφόρα («εξαιρετικά άσχημα», είχε πει),[52] ήταν προσαρτημένος στη Μονάδα Κινηματογράφου Στρατού ως σύμβουλος μουσικής. Έγραψε μουσική για έξι ταινίες κατά τη διάρκεια του πολέμου, μερικές που τις θεωρούσε «μάλλον βαρετές» και κάποιες που έχουν γίνει κλασικές, όπως οι The First of the Few του Λέσλι Χάουαρντ (1942) και Ερρίκος ο 5ος του Λόρενς Ολίβιε (1944).[17] Ο Ουόλτον, αρχικά, απoκήρυξε τις μουσικές του για τον κινηματογράφο, θεωρώντας τις ως, επαγγελματικές μεν αλλά χωρίς εγγενή αξία. Μάλιστα, αρνήθηκε να προσπαθήσει να τις μεταγράψει σε σουίτες για ορχήστρα, λέγοντας: «Η μουσική κινηματογράφου δεν είναι καλή μουσική κινηματογράφου εάν χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε άλλο σκοπό». Αργότερα, ωστόσο, μετέγραψε για ορχήστρα μόνο τη μουσική για τις ταινίες First of the Few και εκείνες του Λόρενς Ολίβιε με θέμα τον Σαίξπηρ.[53]
Για το BBC, ο Ουόλτον συνέθεσε τη μουσική για ένα μεγάλης κλίμακας ραδιοφωνικό δράμα για τον Κολόμβο, με πρωταγωνιστή τον Ολίβιε. Όπως και με την κινηματογραφική του μουσική, ο συνθέτης έτεινε να αποκηρύττει τη μουσική σημασία του έργου του για το ραδιόφωνο.[54] Εκτός από αυτές τις παραγγελίες, τα έργα του Ουόλτον στον Πόλεμο περιελάμβαναν μουσική για την παραγωγή Μάκβεθ του Τζον Γκίλγκουντ (1942), δύο παραγγελίες για το «Βασιλικό Μπαλέτο», The Wise Virgins με βάση μουσική του Μπαχ που μεταγράφηκε από τον Ουόλτον και το Quest, σε πλοκή βασισμένη στο The Faerie Queene του Έντμουντ Σπένσερ (Edmund Spenser).[12] Τέλος, συνέθεσε μια σουίτα από ορχηστρικές μινιατούρες, Μουσική για τα Παιδιά,[55] και την κωμική εισαγωγή Scapino, για την 50ή επέτειο της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγου.[17]
Το σπίτι του Ουόλτον στο Λονδίνο καταστράφηκε από γερμανικούς βομβαρδισμούς τον Μάιο του 1941. Έτσι, αναγκάστηκε να μείνει στο σπίτι της Άλις Ουίμπορν στο Άσμπι Σαιντ Λέτζερς της Κ. Αγγλίας. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Ουόλτον εργάστηκε πάνω σε συνθέσεις που ήταν στο μυαλό του για κάποιο χρονικό διάστημα. Το 1939 είχε σχεδιάσει ένα ουσιαστικό έργο δωματίου, ένα κουαρτέτο εχόρδων, αλλά το έβαλε στην άκρη καθώς έγραφε μουσική για ταινίες στον Πόλεμο. Στις αρχές του 1945 γύρισε ξανά στο κουαρτέτο. Ο Ουόλτον συνειδητοποίησε ότι, ενώ ο Μπρίτεν είχε είχε παραγάγει μια σειρά σημαντικών έργων, ο ίδιος δεν είχε δημιουργήσει κάποια σημαντική σύνθεση μετά το Κοντσέρτο για βιολί, το 1939.[56] Μεταξύ των άγγλων κριτικών και του κοινού, το Κοντσέρτο για βιολί δεν είχε, αρχικά, αξιολογηθεί ως ένα από τα καλύτερα έργα του Ουόλτον. Επειδή ο Χάιφετς είχε αγοράσει τα αποκλειστικά δικαιώματα για να το παίζει σε συναυλίες για δύο χρόνια, δεν ακουγόταν στη Βρετανία μέχρι το 1941. Η πρεμιέρα του έργου στο Λονδίνο, με έναν λιγότερο διάσημο σολίστ, και η μη-αναδεικτική ακουστική του Royal Albert Hall, δεν ανέδειξε αμέσως το έργο ως αριστούργημα.[57] Το Κουαρτέτο Εγχόρδων σε Λα Ελάσσονα, το οποίο έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 1947, ήταν το πιο σημαντικό έργο του Ουόλτον της δεκαετίας του 1940. Ο Κένεντι το αποκαλεί ένα από τα καλύτερα του επιτεύγματα και «ένα σίγουρο σημάδι ότι, είχε αποτινάξει τα εμπόδια της κινηματογραφικής μουσικής του και ξαναβρήκε την αληθινή του φωνή».[58]
Μετά τον Πόλεμο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1947, ο Ουόλτον τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας.[59] Την ίδια χρονιά δέχτηκε πρόσκληση από το BBC να συνθέσει την πρώτη του όπερα. Αποφάσισε να τη γράψει πάνω στο Τρωίλος και Χρυσηίς του Σόσερ, αλλά το προκαταρκτικό έργο του σταμάτησε τον Απρίλιο του 1948, όταν πέθανε η Άλις Ουίμπορν. Για να τον βοηθήσει να ξεχάσει, ο εκδότης μουσικής Λέσλι Μπούσεϊ (Leslie Boosey) τον έπεισε να είναι ο βρετανός απεσταλμένος σε συνέδριο για τα πνευματικά δικαιώματα στο Μπουένος Άιρες, αργότερα, εκείνο το έτος. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Ουόλτον συναντήθηκε με την Σουζάνα Τζιλ Πάσο (Susana Gil Passo, 1926-2010), κόρη ενός δικηγόρου της Αργεντινής. Στις 22 της, ήταν 24 χρόνια νεότερη από τον Ουόλτον και, στην αρχή, διακωμώδησε το ρομαντικό του ενδιαφέρον για αυτήν. Εκείνος, όμως, επέμεινε και τελικά αποδέχτηκε την πρόταση γάμου που της έκανε. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στο Μπουένος Άιρες, τον Δεκέμβριο του 1948. Από την αρχή του γάμου τους, το ζευγάρι πέρασε το μισό έτος στο ιταλικό νησί της Ίσκια, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ζούσαν εκεί μόνιμα.[60]
Το τελευταίο έργο του Ουόλτον στη δεκαετία του 1940 ήταν η μουσική του για την ταινία του Λόρενς Ολίβιε, Άμλετ (1948). Μετά από αυτό, εστίασε την προσοχή του στην όπερα Τρωίλος και Χρυσηίς. Κατόπιν συμβουλής του BBC, κάλεσε τον Κρίστοφερ Χασάλ (Christopher Hassall) να γράψει το λιμπρέτο. Αυτό δεν βοήθησε τις σχέσεις του Ουόλτον με τους Σίτουελ, ο καθένας από τους οποίους πίστευε ότι έπρεπε να του ζητηθεί να είναι ο λιμπρετίστας του έργου.[61] Το έργο συνεχίστηκε να γράφεται αργά στα επόμενα χρόνια, με πολλά διαλείμματα, όπου ο Ουόλτον ασχολιόταν με άλλα πράγματα. Το 1950 μαζί με τον Χάιφετς ηχογράφησαν το Κοντσέρτο για βιολί για την EMI. Το 1951 ο Γουόλτον χρίστηκε Ιππότης. Την ίδια χρονιά, προετοίμασε μια νέα, εγκεκριμένη έκδοση του Φασάντ, η οποία είχε υποστεί πολλές αναθεωρήσεις από την πρεμιέρα του. Το 1953, μετά τη στέψη της Ελισάβετ Β ' o Ουόλτον κλήθηκε, και πάλι, να γράψει ένα εμβατήριο, το Σφαίρα και Σκήπτρο (Orb and Sceptre), αλλά και ένα χορωδιακό Te Deum για την περίσταση.[62]
Η όπερα Τρωίλος και Χρυσηίς παρουσιάστηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν, στις 3 Δεκεμβρίου 1954. Η προετοιμασία του έργου σημαδεύτηκε από συνεχείς κακοτυχίες. Ο Ολίβιε, ο οποίος αρχικά είχε προγραμματιστεί να το σκηνοθετήσει, αποχώρησε, όπως και ο Χένρι Μουρ που είχε συμφωνήσει να αναλάβει τα σκηνικά. Η Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ , για την οποία γράφηκε ο ρόλος της Χρυσηίδας, αρνήθηκε να παίξει τον ρόλο. Η αντικαταστάτριά της, Μάγδα Λάσλο ( Magda László), αντιμετώπιζε δυσκολίες στην εκμάθηση του αγγλικού κειμένου. Αλλά και ο ίδιος ο μαέστρος Μάλκολμ Σάρτζεντ, «δεν φαινόταν καλά εξοικειωμένος με την παρτιτούρα».[63][64] Τελικά, η πρεμιέρα είχε φιλική υποδοχή, αλλά υπήρχε η γενική αίσθηση ότι οι Χασάλ και Ουόλτον είχαν γράψει μια παλιομοδίτικη όπερα σε μια ξεπερασμένη παράδοση.[65] Η όπερα ανέβηκε στο Σαν Φρανσίσκο, τη Νέα Υόρκη και το Μιλάνο κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, αλλά δεν κατάφερε να κάνει θετική εντύπωση και δεν μπήκε στο κανονικό ρεπερτόριο.[66]
Το 1956, ο Ουόλτον πούλησε το σπίτι του στο Λονδίνο και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ίσκια. Έκτισε ένα σπίτι στο Φόριο (Forio) και το ονόμασε «La Mortella», ενώ η Σουζάνα Ουόλτον δημιούργησε έναν υπέροχο κήπο εκεί. Τα υπόλοιπα έργα της δεκαετίας του 1950 περιλαμβάνουν τη μουσική για μια τέταρτη ταινία του Ολίβιε, με θέμα τον Σαίξπηρ, την Ριχάρδος Γ’, και το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο (1956), που γράφηκε για τον Γκριγκόρ Πιατιγκόρσκι (Gregor Piatigorsky), ο οποίος έπαιξε στην πρεμιέρα, τον Ιανουάριο του 1957, με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης και διευθυντή ορχήστρας τον Σαρλ Μιντς (Charles Munch). Κάποιοι κριτικοί θεώρησαν ότι η συναυλία ήταν ντεμοντέ. Ο Πίτερ Χέιγουορθ (Peter Heyworth) έγραψε ότι, «δεν υπήρχε τίποτα σε ένα έργο που θα είχε προκαλέσει έκπληξη σε ένα ακροατήριο το έτος που ο Τιτανικός συνάντησε το παγόβουνό του» –το 1912.[67] Εντούτοις, το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο έχει εισέλθει στο κανονικό ρεπερτόριο του οργάνου. [x]
Το 1966 ο Ουόλτον υποβλήθηκε, επιτυχώς, σε χειρουργική επέμβαση για καρκίνο του πνεύμονα.[68] Μέχρι τότε ήταν καπνιστής αλλά, μετά την επέμβαση, δεν κάπνισε ποτέ ξανά.[69] Κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης, εργάστηκε πάνω στην μονόπρακτη κωμική όπερα, Η Αρκούδα, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Άλτεμπουργκ του Μπέντζαμιν Μπρίτεν, τον Ιούνιο του 1966, και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Ο Ουόλτον ήταν τόσο συνηθισμένος στους λίβελλους από τους κριτικούς μουσικής που είπε με σκληρότητα ότι, «πρέπει κάτι να έγινε λάθος, αφού τα σκουλήκια μεταστράφηκαν σε κάποιο έπαινο».[70] Ο Ουόλτον τιμήθηκε με το Παράσημο Τιμής, το 1967,[71] ο τέταρτος συνθέτης, μετά τους Έλγκαρ, Βων Ουίλλιαμς και Μπρίτεν, που έλαβε τη συγκεκριμένη διάκριση.[16]
Τα ορχηστρικά έργα του Ουόλτον της δεκαετίας του 1960 περιλαμβάνουν τη Δεύτερη Συμφωνία (1960), τις Παραλλαγές πάνω σε ένα Θέμα του Χίντεμιτ (1963), το Καπρίτσιο Μπουρλέσκο (1968) και το Αυτοσχεδιασμός πάνω σε μια Εμπρομπτί του Μπέντζαμιν Μπρίτεν (1969). Οι κύκλοι τραγουδιών του Ουόλτον από αυτή την περίοδο γράφηκαν για τον τενόρο Πίτερ Πίαρς (Peter Pears ) και την σοπράνο Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ. Επίσης, τού είχε ανατεθεί να συνθέσει μουσική για την ταινία Μάχη της Βρετανίας, το 1969, αλλά η κινηματογραφική εταιρεία απέρριψε το μεγαλύτερο μέρος της παρτιτούρας, αντικαθιστώντας την με τη μουσική του Ρον Γκούντουϊν (Ron Goodwin). Πάντως, μια ορχηστρική σουίτα της κινηματογραφικής μουσικής του Ουόλτον δημοσιεύθηκε και ηχογραφήθηκε μετά τον θάνατό του.[72] Μετά από αυτή την εμπειρία, ο Ουόλτον δήλωσε ότι, δεν θα ασχοληθεί πλέον με τον κινηματογράφο, αλλά τον έπεισε ο Ολίβιε να συνθέσει τη μουσική για τις Τρεις Αδελφές (1970), βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία δική του και του Τζον Σίτσελ (John Sichel).[73]
Τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ουόλτον δεν είχε ποτέ ευκολία και ταχύτητα στο γράψιμο και, στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, η σύνθεση έργων γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Επανειλημμένα προσπάθησε να συνθέσει μια τρίτη συμφωνία για τον Αντρέ Πρεβέν (André Previn), αλλά τελικά την εγκατέλειψε.[74] Πολλά από τα τελευταία του έργα είναι επανασχεδιασμοί ή αναθεωρήσεις προηγουμένων. Ενορχήστρωσε τον κύκλο τραγουδιών Ανώνυμοι Ερωτευμένοι (αρχικά για τενόρο και κιθάρα) και, κατόπιν αιτήματος του Νέβιλ Μάρινερ διασκεύασε το Κουαρτέτο Εγχόρδων σε Λα Ελάσσονα σε Σονάτα για έγχορδα. Πρωτότυπο έργο από αυτή την περίοδο ήταν το Jubilate Deo, που έκανε πρεμιέρα ως ένα από τα διάφορα εορταστικά δρώμενα για τα 70ά γενέθλιά του. Ο βρετανός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ, έδωσε δείπνο γενεθλίων για τον Ουόλτον στην Νταόυνινγκ Στριτ, στο οποίο συμμετείχαν διάφοροι βασιλείς και οι σημαντικότεροι συνάδελφοι του συνθέτη. Ο Μπρίτεν οργάνωσε μια βραδιά για τον Ουόλτον στο Άλντεμπουργκ και ο Πρεβέν διηύθυνε μια συναυλία αφιερωμένη αποκλειστικά σ’ αυτόν στο Royal Festival Hall.[75][76]
Ο Ουόλτον αναθεώρησε την παρτιτούρα της όπερας Τρωίλος και Χρυσηίς και η όπερα ανέβηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν, το 1976. Ομως, για άλλη μια φορά υπήρχε έντονη κακοτυχία στην προετοιμασία. Η υγεία του Ουόλτον ήταν κακή, ο Πρεβέν, ο οποίος επρόκειτο να διευθύνει το έργο, αρρώστησε επίσης και ο επιλεγμένος τενόρος για τον Τρωίλο αποσύρθηκε. Όπως και το 1954, οι κριτικοί ήσαν γενικά «χλιαροί».[77] Μερικές από τις τελευταίες καλλιτεχνικές προσπάθειες του Ουόλτον ήταν σε συνεργασία με τον κινηματογραφιστή Τόνι Πάλμερ (Tony Palmer).[78]
Ο Ουόλτον πέθανε στη Λα Μορτέλα της Ίσκια, στις 8 Μαρτίου 1983, σε ηλικία 80 ετών. Η στάχτη του εναποτέθηκε στην Ίσκια και επιμνημόσυνη δέηση τελέστηκε στο Αββαείο του Ουέστμινστερ, όπου αποκαλύφθηκε μια αναμνηστική πέτρα για τον συνθέτη κοντά σε εκείνες των Έλγκαρ, Βων Ουίλλιαμς και Μπρίτεν.[79][80]
Μουσικολογικά στοιχεία και παρακαταθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που η μουσική του Ουόλτον θεωρήθηκε, αρχικά, δημιούργημα ενός «τρομερού παιδιού» -εξαιτίας του Φασάντ και των επιρροών από την τζαζ- παρέμεινε κατ’ αξιοσημείωτο τρόπο συνεπής. Βασικά, είναι λυρική και ρομαντική, με κυρίαρχα στοιχεία την δριμεία ρυθμική ορμή και την «εγγενή» μελαγχολία. Δίνει την εντύπωση ότι, δύο επιρροές ήσαν συνεχώς «αντιμέτωπες» μέσα στα έργα του: η μουσική του Έλγκαρ και η ένταση των Στραβίνσκι και Προκόφιεφ. Αυτές οι ροπές, παρά την ισχυρή τους ατομικότητα συμβιβάζονται επιτυχημένα στα σπουδαιότερα από αυτά.[81]
Ο Ουόλτον συνέθετε με αργούς ρυθμούς. Τόσο κατά τη διάρκεια της σύνθεσης όσο και μετά, αναθεωρούσε συνεχώς τη μουσική του. Μάλιστα, έλεγε χαρακτηριστικά: «Χωρίς γομολάστιχα, ήμουν απόλυτα χαμένος».[82] Κατά συνέπεια, το σύνολο του έργου του συγκρινόμενο με την 60χρονη καριέρα του, ως συνθέτη, δεν είναι μεγάλο. Μεταξύ της πρώτης παρουσίασης του Φασάντ το 1923, για παράδειγμα, και εκείνης της Συμφωνίας Κοντσερτάντε το 1928, κατά μέσο όρο, έγραφε μόνον ένα (1) μικρό κομμάτι κάθε χρόνο.[83] Πάντως, για το έργο του Ουόλτον στο σύνολό του, ο Μπάιρον Άνταμς (Byron Adams) στο «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών Grove» γράφει:
«Η μουσική του Ουόλτον συχνά προσδιορίζεται με απλουστευμένες περιγραφικές ετικέτες: "γλυκόπικρη", "νοσταλγική" και, μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, "ίδια με πριν". Τέτοιες βολικές ταξινομήσεις αγνοούν την εκφραστική ποικιλία της μουσικής του και προσβάλλουν την αποφασιστικότητά του να εμβαθύνει στους τεχνικούς και εκφραστικούς πόρους του με το πέρασμα των χρόνων. Η, από νωρίς, ανακάλυψη των βασικών στοιχείων του ύφους του, επέτρεψε να αφομοιώσει με επιτυχία έναν εκπληκτικό αριθμό ανόμοιων και προφανώς αντιφατικών επιρροών, όπως τα Aγγλικανικά ανθέμια, η τζαζ και η μουσική των Στραβίνσκι, Σιμπέλιους, Ραβέλ και Έλγκαρ».[17] Ο συγγραφέας προσθέτει ότι, η υπακοή του Ουόλτον στο βασικό του στυλ, ποτέ δεν κλονίστηκε και ότι αυτή η πίστη στο όραμά του, μαζί με τη ρυθμική ζωτικότητα, την αισθησιακή μελαγχολία, την κρυφή γοητεία και το ταλέντο στην ενορχήστρωση, προσδίδουν στα σημαντικά έργα του «μιαν άφθαρτη αίγλη». Ένας άλλος βιογράφος του Ουόλτον, Ο Νιλ Τίρνεϊ (Neil Tierney) γράφει ότι, αν και οι σύγχρονοι κριτικοί είχαν την αίσθηση ότι, η μεταπολεμική μουσική του Ουόλτον δεν ταιριάζει με τις προπολεμικές συνθέσεις του, είναι σαφές ότι τα μεταγενέστερα έργα του «μπορεί μεν να είναι λιγότερο άμεσα, συναισθηματικά, ωστόσο πιο εμβριθή».[83]
Η μουσική του είναι οικοδομημένη με αφοσίωση στη λεπτομέρεια και διαθέτει «μεσογειακή» πληθωρικότητα, συμφιλιωμένη με τις ρωμαλέες ιδιότητες ενός συνθέτη με υψηλή και σημαντική θέση στην ιστορία της αγγλικής μουσικής του 20ού αιώνα.[84]
Το 1944, ειπώθηκε για τον Ουόλτον ότι, συνόψισε το πρόσφατο παρελθόν της αγγλικής μουσικής και προοιωνίστηκε το μέλλον της.[85] Οι νεότεροι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ο Ουόλτον άσκησε ελάχιστη επιρροή στην επόμενη γενιά συνθετών. [xi] Στα τελευταία του χρόνια, ο Ουόλτον δημιούργησε φιλίες με νεότερους συνθέτες όπως τον Χανς Βέρνερ Χέντσε (Hans Werner Henze) και τον Μάλκολμ Άρνολντ (Μalcolm Arnold), αλλά αν και θαύμαζαν το έργο του, δεν επηρέασε το στυλ σύνθεσής τους. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Ουόλτον δεν κατείχε θέσεις σε ωδεία, δεν είχε μαθητές, δεν έδωσε διαλέξεις και δεν έγραψε δοκίμια.[86]
Μετά τον θάνατό του, το «Walton Trust», εμπνευσμένο από την σύζυγό του Σουζάνα, οργάνωνε προγράμματα εκπαίδευσης στην τέχνη, προωθούσε τη βρετανική μουσική και διηύθυνε ετήσια καλοκαιρινά μάστερκλας στην Ίσκια για ταλαντούχους νέους μουσικούς.[87][88]
Κυριότερα έργα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπερες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τρωίλος και Χρυσηίς (1947-54, αναθ. 1972-6)
- Η Αρκούδα (1967), μονόπρακτη extravaganza
Μπαλέτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Οι Σοφές Παρθένες (1940)
- Η Αναζήτηση (1943)
Ορχήστρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Φασάντ («Πρόσοψη»), σουίτα Νο. 1 (1921-6)
- Φασάντ, σουίτα Νο. 2 (1921-6, 1938)
- Στιγμιότυπο στο Πόρτσμουθ (1924-5)
- Συμφωνία Νο. 1 σε Σιb ελάσσονα (1932-5)
- Εμβατήριο Στέψης (1937, αναθ. 1963)
- Σκαπίνο, κωμική εισαγωγή (1940, αναθ. 1949)
- Σπίτφαϊρ, Πρελούδιο και Φούγκα (1942)
- Σφαίρα και Σκήπτρο, εμβατήριο στέψης (1953)
- Φεστιβαλική Εισαγωγή του Γιοχάνεσμπουργκ (1956)
- Συμφωνία Νο. 2 σε Σολ μείζονα (1959-60)
- Καπρίτσιο Μπουρλέσκο (1968)
- Πρόλογος και Φαντασία (1982)
Κοντσερτάντε
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Συμφωνία Κοντσερτάντε, για πιάνο και ορχήστρα (1926-7, αναθ. 1943)
- Κοντσέρτο για βιόλα (1928-9, αναθ. 1961)
- Κοντσέρτο για βιολί (1938-9, αναθ. 1943)
- Κοντσέρτο για βιολοντσέλο (1956)
Μπάντα χάλκινων πνευστών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Φανφάρα για μια Μεγάλη Περίσταση (1947)
- Μια Φανφάρα για τη Βασίλισσα (1959)
- Εισαγωγή σε έναν Εθνικό Ύμνο (1979)
- Ο Πρώτος Κυνηγετικός Πυροβολισμός (1935, 1981)
- Μια Γενέθλιος Φανφάρα (1981)
Μουσική δωματίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κουαρτέτο με πιάνο (1919, αναθ. 1921, 1974-5)
- Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 1 (1919-22)
- Τοκάτα, για βιολί και πιάνο (1922-3)
- Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 2 (1944-7)
- Σονάτα για βιολί και πιάνο (1949)
- Πέντε μπαγκατέλες, για κιθάρα (1970-1)
- Πασακάλια, για βιολοντσέλο (1980)
- Ντουετίνο, για όμποε και βιολί (1982)
Πιάνο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βαλς σε Ντο Ελάσσονα (1917)
- Ντουέτα για Παιδιά, για πιάνο 4-χέρια (1940)
- Σκοποί για την Ανηψιά μου (1940)
Φωνητική μουσική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μια Λιτανεία, a capella (1916)
- Τέσσερα τραγούδια, για φωνή και πιάνο (1918)
- Ο Παθιασμένος Βοσκός, για τενόρο και 10 όργανα (1920)
- Η Ευωχία του Βαλτάσαρ, για βαρύτονο, χορωδία και ορχήστρα
- Τρία τραγούδια σε ποίηση Ίντιθ Σίτουελ, για φωνή και πιάνο (1932)
- Προς Τιμήν της Πόλης του Λονδίνου, για μικτή χορωδία και ορχήστρα (1937)
- Πού Πηγαίνει η Παραπονεμένη Μουσική; a capella (1946)
- Te Deum της Στέψης, για 2 χορωδίες, 2 ημιχορωδίες, παιδική χορωδία, εκκλησιαστικό όργανο, στρατιωτική μπάντα χάλκινων και ορχήστρα (1952-3)
- Ανώνυμοι Ερωτευμένοι, κύκλος τραγουδιών (αρχικά για τενόρο και κιθάρα, κατόπιν για τενόρο και μικρή ορχήστρα, 1959, 1971)
- Γκλόρια, για άλτο, τενόρο, βαθύφωνο, διπλή μικτή χορωδία και ορχήστρα (1961)
- Ένα Τραγούδι για το Τραπέζι του Λόρδου Μέγιορ, κύκλος τραγουδιών για σοπράνο και πιάνο (1962)
- Missa Brevis (1966)
- Αινείτε τον Κύριο, για διπλή μικτή χορωδία και εκκλησιαστικό όργανο (1972)
- Cantico del Sole (1973-4)
- Αντίφωνο, για μικτή χορωδία και εκκλησιαστικό όργανο (1977)
Επίσης, συνέθεσε μουσική για 15 περίπου κινηματογραφικές ταινίες, τις σημαντικότερες από τις οποίες σκηνοθέτησε ο Λόρενς Ολίβιε και προγραμματική μουσική για το θέατρο.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Είχαν προηγηθεί κάποιες ιδιωτικές παραστάσεις κατά το προηγούμενο έτος
ii. ^ Λίγο αργότερα, ο Κάουαρντ έγραψε έναν λίβελλο για τους Σίτουελ, που προκάλεσε την έχθρα μεταξύ αυτού και των αδελφιών, και κράτησε για δεκαετίες
iii. ^ Η ακριβής μετάφραση της αγγλικής λέξης point είναι -στην προκειμένη περίπτωση- «σημείο, θέση, τοποθεσία», αλλά επειδή το έργο είναι εμπνευσμένο από τον ομώνυμο πίνακα του Τόμας Ρόουλαντσον, όπου απεικονίζεται ένα στιγμιότυπο από την καθημερινή ζωή στο λιμάνι του Πόρτσμουθ, προτιμάται αυτή η απόδοση. Ακόμη καλύτερος, ίσως, θα ήταν ο τίτλος Κάπου στο λιμάνι του Πόρτσμουθ
iv. ^ Ο Τέτριζ έχει παρουσιάσει το Κοντσέρτο για βιόλα του Έλγκαρ, δύο χρόνια νωρίτερα [89]
v. ^ Αυτές οι μεγάλες, επιπλέον ορχηστρικές δυνάμεις, ήσαν ήδη διαθέσιμες για το φεστιβάλ, καθώς ο Μπίτσαμ είχε προγραμματίσει το -τεραστίων διαστάσεων- Ρέκβιεμ του Μπερλιόζ
vi. ^ Πάντως, ο συγγραφέας μιας βιογραφίας του Σάρτζεντ, Ρίτσαρντ Άλντους (Richard Aldous), του 2001, δίνει κάποια αξιοπιστία στην ιστορία [90]
vii. ^ Περίπου 60.000 λίρες με τα δεδομένα του 2009 [91]
viii. ^ Παρόλο που ο Φούρτβενγκλερ είχε προγραμματίσει το έργο, δεν το εκτέλεσε ο ίδιος, αναθέτοντάς το στον φιλοξενούμενο αρχιμουσικό Λίο Μπόρτσαρντ (Leo Borchard) [92]
ix. ^ Ο Μπρίτεν δεν ανήκε στους θαυμαστές της Συμφωνίας Νο. 1 του Ουόλτον, την οποία έβρισκε μάλλον ανιαρή και καταθλιπτική
x. ^ Μετά την πρεμιέρα με τον Πιατιγκόρσκι, έχουν γίνει περισσότερες από 12 ηχογραφήσεις του έργου [93]
xi. ^ Στους The Musical Times, το 1994, ο Άρνολντ Ουίταλ (Arnold Whittall) απαρίθμησε τους Μάλερ, Μπρίτεν, Στραβίνσκι και Μπεργκ, αλλά όχι τον Ουόλτον, ως σημαντικές επιρροές στους βρετανούς συνθέτες της μεταπολεμικής γενιάς [94]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13900997t. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6xg9skk. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb13900997t. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ CONOR.SI. 41901411.
- ↑ «Краткий биографический словарь зарубежных композиторов» (Ρωσικά) 1969.
- ↑ 8,0 8,1 ΠΛΜ
- ↑ Kennedy (I), 5
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Greenfield
- ↑ Kennedy (I), 6
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 Kennedy (IΙ)
- ↑ 13,0 13,1 Kennedy (I), 7
- ↑ Obituary, The Times, 29 March 1982, p. 5
- ↑ Kennedy (I), 8
- ↑ 16,0 16,1 Griffiths & Dibble
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 17,6 Adams
- ↑ Kennedy (I), 11
- ↑ Kennedy (I), 16
- ↑ Kennedy (I), 19
- ↑ Kennedy (I), 26
- ↑ Poetry Through a Megaphone, The Daily Express, 13 June 1923, p. 7
- ↑ Futuristic Music and Poetry, The Manchester Guardian, 13 June 1923, p. 3
- ↑ Music of the Week, The Observer, 17 June 1923, p. 10
- ↑ Kennedy (I), 31
- ↑ The World of Music, The Illustrated London News, 23 June 1923, p. 1122
- ↑ Hoare, 120
- ↑ Kennedy (I), 33
- ↑ Kennedy (I), 62
- ↑ The Russian Ballet, The Times, 29 June 1926, p. 14
- ↑ Promenade Concert, The Times, 13 September 1927, p. 14
- ↑ Shore, 145
- ↑ Kennedy (I), 44
- ↑ Kennedy (I), 44-5
- ↑ Kennedy (I), 47-50
- ↑ A Fine British Concert, The Manchester Guardian, 22 August 1930, p. 5, reviewing the second London performance
- ↑ Kennedy (I), 52
- ↑ Kennedy (I), 53
- ↑ Kennedy (I), 58
- ↑ Reid, 201
- ↑ Aldous, 52
- ↑ Hussey, 409
- ↑ Kennedy (I), 49, 74
- ↑ Kennedy (I), 78
- ↑ Kennedy (I), 76
- ↑ Kennedy, p. 86; Downes, Olin, Ormandy Directs Walton Symphony, The New York Times, 17 October 1936, p. 20 (Chicago and New York premieres); Georg Szell – New Work Presented, The Sydney Morning Herald, 11 July 1939, p. 13 (Sydney premiere)
- ↑ Kennedy (I), 104
- ↑ Mason, 147-8
- ↑ Gilbert
- ↑ Kennedy (I), 96
- ↑ Kennedy (I), 130, 152, 226
- ↑ Moorhead, Caroline, Beyond the façade – the reluctant Grand Old Man, The Times, 29 March 1982, p. 5
- ↑ Kennedy (I), 117, 126
- ↑ Kennedy (I), 120
- ↑ The Times, 18 February 1941, p. 6
- ↑ Kennedy (I), 130
- ↑ The New Concerto, The Times, 7 November 1941, p. 6
- ↑ Kennedy (I), 135
- ↑ Kennedy (I), 136
- ↑ Kennedy (I), 75, 140, 143, 144, 208
- ↑ Kennedy (I), 145
- ↑ Wilkinson, 27-8
- ↑ Kennedy (I), 174-180
- ↑ Reid, 383
- ↑ Kennedy (I), 181
- ↑ Kennedy (I), 181-2
- ↑ Heyworth, Peter, Music of the Establishment, The Observer, 17 February 1957, p. 11.
- ↑ The Times, 9 February 1966, p. 12
- ↑ Kennedy (I), 229
- ↑ Kennedy (I), 232
- ↑ https://www.thegazette.co.uk/London/issue/44460/page/12859
- ↑ Kennedy (I), 239
- ↑ Kennedy (I), 243
- ↑ Kennedy (I), 271
- ↑ Kennedy (I), 251-3
- ↑ The Times, 29 March 1972; and 19 July 1972, p. 11
- ↑ Kennedy (I), 188
- ↑ Walton
- ↑ The Times, 21 July 1983, p. 12
- ↑ Kennedy (I), 278
- ↑ Kennedy, 980-1
- ↑ Kennedy (I), 279
- ↑ 83,0 83,1 Tierney
- ↑ Kennedy, 981
- ↑ Evans, Edwin, Modern British Composers, The Musical Times, November 1944, p. 330
- ↑ Kennedy passim.
- ↑ The Times, 15 September 1984, p. 9
- ↑ http://www.waltontrust.org/
- ↑ Elgar's Life and Career, The Musical Times, April 1934, p. 318 (subscription required)
- ↑ Aldous
- ↑ https://www.measuringworth.com/ukcompare/
- ↑ British Music in Berlin, The Times, 10 May 1936, p. 14
- ↑ Walton Cello Concerto, WorldCat, ανακτήθηκε 4 Απριλίου 2015
- ↑ https://www.jstor.org/stable/1002900?seq=1#page_scan_tab_contents
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
- Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
- Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (ΠΛΜ), έκδοση 1996, τόμος 19, σ. 149
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
- Enciclopedia Treccani, on line
- Eric Blom, The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
- Adams, Byron, Walton, William, Grove Music Online
- Aldous, Richard (2001), Tunes of glory: The life of Malcolm Sargent, London: Hutchinson. ISBN 978-0-09-180131-1
- Gilbert, G., Walton on Trends in Composition, The New York Times, 4 June 1939, p. X5
- Greenfield, Edward, Behind the Façade – Walton on Walton, Gramophone, February 2002, p. 93
- Griffiths, Paul, and Jeremy Dibble. Walton, Sir William (Turner), The Oxford Companion to Music, Oxford Music Online, retrieved 27 September 2010(subscription required)
- Hoare, Philip (1995), Noël Coward, London: Sinclair Stevenson. ISBN 978-1-85619-65-1
- Hussey, Dyneley (1957), William Walton, In Bacharach, A L. The Music Masters. London: Pelican Books. OCLC 655768838.
- Kennedy, Michael (Ι), Portrait of Walton, Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-816705-1 (1989)
- Kennedy, Michael (ΙΙ), Walton, Sir William Turner (1902–1983) , Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press, 2004; online edition
- Mason, Colin (1946), William Walton, In Bacharach, A L. British Music of Our Time. London: Pelican.OCLC 458571770.
- Reid, Charles (1968), Malcolm Sargent: a biography, Hamish Hamilton. ISBN 978-0-241-91316-1
- Shore, Bernard (1938), The Orchestra Speaks, London: Longmans. OCLC 499119110
- Tierney, Neil, Walton, Sir William Turner, Oxford Dictionary of National Biography Archive, on line
- Walton, Susana (1989), William Walton: Behind the Façade, Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-282635-0.
- Wilkinson, James (2011), The Queen's Coronation: The Inside Story, Scala. ISBN 978-1-85759-735-6