Οπόλε
Συντεταγμένες: 50°40′N 17°56′E / 50.667°N 17.933°E
Όπολε | |||
---|---|---|---|
| |||
50°40′20″N 17°55′31″E | |||
Χώρα | Πολωνία[2][3] | ||
Διοικητική υπαγωγή | Βοεβοδάτο Οπόλε | ||
Ίδρυση | 1217 | ||
Διοίκηση | |||
• mayor of Opole | Arkadiusz Wiśniewski (από 2014) | ||
Έκταση | 96,2 km² | ||
Υψόμετρο | 176 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 119.465[1] | ||
Ταχ. κωδ. | 45-001–45-960 | ||
Τηλ. κωδ. | 77 | ||
Ζώνη ώρας | θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης UTC 01:00 (επίσημη ώρα) UTC 02:00 (θερινή ώρα) | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Το Οπόλε (πολωνικά: Opole, γερμανικά: Oppeln, σιλεσικά: Uopole) είναι πόλη στη νότια Πολωνία, πρωτεύουσα του βοϊβοδάτου Οπόλε. Τον Ιούνιο του 2009 είχε 125.992 κατοίκους. Είναι κτισμένη στις όχθες του ποταμού Όντερ. Η πόλη είναι η ιστορική πρωτεύουσα της Άνω Σιλεσίας.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με αρχαιολογικές ανασκαφές, ένας σλαβικός οικισμός ιδρύθηκε τον 8ο αιώνα στο Όστροβεκ, το βόρειο τμήμα του νησιού Πασιέκα, στη μέση του ποταμού Όντερ.[4] Στην περιοχή χτίστηκε κάστρο το οποίο αναφέρεται για πρώτη φορά το 845, από τον αποκαλούμενο Βαυαρό Γεωγράφο. Πιθανώς στο τέλη του 9ου αιώνα, η περιοχή έγινε τμήμα της Μεγάλης Μοραβίας και πέρασε στη τσεχική σφαίρα επιρροής. Το 990, το Οπόλε, μαζί με τη Σιλεσία, πέρασαν στην κατοχή των Πολωνών και της δυναστείας Πιαστ. Το 1039, οι Τσέχοι την ανακατέλαβαν για έντεκα χρόνια.[5]
Μετά το θάνατο του Δούκα Λαδίσλαου Β΄ του Εξορίστου, η Σιλεσία χωρίστηκε το 1163 στις δύο γραμμές των Πιαστ, τη γραμμή Βροτσλάβσκα στη νότια Σιλεσία και την Οπόλσκο-Ρατσιμπόρσκα στην Άνω Σιλεσία. Το Οπόλε έγινε δουκάτο το 1172, το οποίο συχνά ενωνόταν με το δουκάτο του Ρατσίμπορζ. Στην αρχή του 13ου αιώνα, ο δούκας Καζίμηρος Α΄ του Οπόλε αποφάσισε να μετακινήσει τον οικισμό από το νησί Πασιέκα στη δεξιά όχθη του ποταμού Όντερ, για κτιστεί στη θέση της παλιάς πόλης το νέο κάστρο του δούκα.[6] Το Οπόλε απέκτησε τα πρώτα δικαιώματα πόλης περίπου το 1217, αλλά η ημερομηνία αμφισβητείται.[7] Το 1241, ο οικισμός γύρω από το κάστρο πυρπολήθηκε από τους Τατάρους. Το 1283, η πόλη πέρασε ξανά στην κατοχή των Τσέχων.[5]
Με τον θάνατο του βασιλιά Λουδοβίκου Β΄ της Βοημίας στη μάχη του Μοχάτς, η Σιλεσία πέρασε κληρονομικά στον Φερδινάνδο Α΄ και το Οπόλε πέρασε στην κυριαρχία των Αψβούργων της Αυστρίας. Οι Αψβούργοι πήραν τον έλεγχο της περιοχής το 1532, μετά τον θάνατο του τελευταίου Πιαστ δούκα, του Ιωάννη Β΄ του Καλού. Ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας κατέκτησε το μεγαλύτερο τμήμα της Σιλεσίας από την Αυστρία το 1740, κατά τη διάρκεια των Πολέμων της Σιλεσίας. Η πρωσική κυριαρχία επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη του Μπρεσλάου το 1742. Κατά τη διάρκεια της πρωσικής κυριαρχίας, η εθνοτική σύσταση της πόλης άρχισε να αλλάζει. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο αριθμός των Πολωνών και διγλώσσων κατοίκτων του Οπόλε ήταν, σύμφωνα με τα επίσημα γερμανικά στατιστικά, ανάμεσα σε 25% και 31%.[8] Τα τείχη της πόλης γκρεμίστηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, ώστε να αναπτυχθεί καλύτερα η πόλη. Η πόλη συνδέθηκε σιδηροδρομικώς με το Βρότσλαβ το 1843 και παράλληλα αναζωπυρώθηκε η ναυτιλία στον Όντερ, οδηγώντας σε οικονομική ανάπτυξη.[5]
Μετά την ήττα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διεξήχθη δημοψήφισμα στις 20 Μαρτίου 1921 ώστε να αποφασιστεί αν το Οπόλε θα γινόταν μέρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ή της Δεύτερης Πολωνικής Δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα ήταν 20.816 (94,7%) υπέρ της Γερμανίας και 1.098 (5,0%) υπέρ της Πολωνίας. Στην υπόλοιπη κομητεία, το 30% ψήφισε υπέρ της Πολωνίας. Το Οπόλε ήταν διοικητική έδρα της επαρχίας της Άνω Σιλεσίας από το 1919 μέχρι το 1939. Μετά την γερμανική εισβολή στη Πολωνία, στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πολωνική ανατολική άνω Σιλεσία έγινε πάλι τμήμα της επαρχίας της Άνω Σιλεσίας και επαρχιακή πρωτεύουσα ορίστηκε το Κατοβίτσε.
Μετά το τέλος του πολέμου και τη διάσκεψη του Πότσδαμ, το Οπόλε πέρασε στην κατοχή των Πολωνών. Πολλοί από τους Γερμανούς κατοίκους της πόλης εκτοπίστηκαν στη Γερμανία και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν Πολωνοί από τις ανατολικές εκτάσεις της χώρας. Μετά το 1950, η πόλη έγινε έδρα του βοϊβοδάτου του Οπόλε.[5] Το 1966 ιδρύθηκε στην πόλη το Πολυτεχνείο του Οπόλε. Το 1972 έγινε έδρα ρωμαιοκαθολικής επισκοπής και το 1994 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο του Οπόλε.
Αξιοθέατα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Οπόλε φιλοξενεί το ετήσιο Εθνικό Φεστιβάλ Πολωνικού Τραγουδιού. Η πόλη είναι γνωστή για τις εκκλησίες της και το ζωολογικό κήπο.
Κτίρια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ο πύργος Πιάστ στο νησί, το μόνο σωζόμενο τμήμα του κάστρου
- Η φραγκισκανική εκκλησία του 14ου αιώνα, που είναι μαυσωλείο των Πιαστ
- Το δημαρχείο του 19ου αιώνα
- Η εκκλησία της Παναγίας και του αγίου Άνταλμπερτ (Kościół Matki Boskiej Bolesnej i św. Wojciecha)
- Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό, του 14ου αιώνα (Bazylika katedralna Podwyższenia Krzyża Świętego)
- Η αρ νουβό γέφυρα Ζιελόνι Μόστεκ (Zielony Mostek)
- Ο κύριος σιδηροδρομικός σταθμός, εκλεκτιστικής αρχιτεκτονικής.
Μουσεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το εκκλησιαστικό μουσείο (Muzeum Diecezjalne)
- Το επαρχιακό μουσείο του Οπόλε (Muzeum Śląska Opolskiego)
- Το μουσείο της πόλης του Οπόλε (Muzeum Wsi Opolskiej)
Αδελφοποιημένες πόλεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Οπόλε έχει αδελφοποιηθεί με τις εξής πόλεις:[9]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Stan i struktura ludności oraz ruch naturalny w przekroju terytorialnym. Stan w dniu 31 XII 2014 Αρχειοθετήθηκε 2016-08-09 στο Wayback Machine..
- ↑ (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 1407. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2018.
- ↑ GEOnet Names Server. 11 Ιουνίου 2018. -519973.
- ↑ B. Gediga, Początki i rozwój wczesnośredniowiecznego ośrodka miejskiego na Ostrówku w Opolu, Slavia Antiqua t. 16, Wrocław 1970.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 «Opole - local history». POLIN Museum of the History of Polish Jews. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2016.
- ↑ W. Dziewulski, F. Hawranek, Opole - Monografia miasta, Instytut Śląski Opole 1975, p. 57.
- ↑ Με αυτή την άποψη συμφωνούν οι W. Dziewulski, F. Hawranek, Opole - Monografia miasta, Instytut Śląski Opole 1975, p. 57 and G. A. Stenzel, Geschichte Schlesiens, T1. 1, Breslau 1853, p. 41. Την αντίθετη άποψη υιοθετεί ο K. Buczek, Targi i miasta na prawie polskim (okres wczesnośredniowieczny), Wrocław 1964, p. 114.
- ↑ W. Dziewulski, F. Hawranek, Opole - Monografia miasta, Instytut Śląski Opole 1975, p. 263-268".
- ↑ 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 «Miasta Partnerskie Opola». Urzad Miasta Opola (στα Polish). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2013.
- ↑ «Офіційний сайт міста Івано-Франківська». mvk.if.ua (στα Ουκρανικά). Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2010.
- ↑ «Die Partnerstädte der Landeshauptstadt Potsdam». www.potsdam.de (στα German). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2010.
- ↑ Bozsoki, Agnes. «Partnervárosok Névsora Partner és Testvérvárosok Névsora» [Partner and Twin Cities List]. City of Székesfehérvár (στα Hungarian). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2013.