Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μεγαποδιίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μεγαποδιίδες
Θηλυκό του είδους Alectura lathami
Θηλυκό του είδους Alectura lathami
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Υπερσυνομοταξία: Δευτεροστόμια (Deuterostomia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ορνιθόμορφα (Galliformes)
Οικογένεια: Μεγαποδιίδες
(Megapodiidae)

Lesson, 1831

Οι μεγαποδιίδες (επιστημονική-λατινική ονομασία Megapodiidae), ή απλούστερα μεγάποδοι (αγγλ. megapodes), είναι οικογένεια πτηνών μεσαίου μεγέθους, που ανήκει στην τάξη των ορνιθόμορφων. Οι μεγαποδιίδες έχουν μικρές σχετικώς κεφαλές και μεγάλα πόδια, στα οποία οφείλουν και την ονομασία τους[1]. Το χρώμα των περισσότερων είναι καφετί ή μαύρο. Εκτός από το είδος Leipoa ocellata, όλες οι άλλες μεγαποδιίδες ζουν σε δασικές εκτάσεις. Οι νεοσσοί της οικογένειας είναι «υπερπρώιμα» ανεπτυγμένοι (superprecocial): εκκολάπτονται από το αβγό τους στην πλέον ώριμη κατάσταση από τους νεοσσούς οποιασδήποτε άλλης οικογένειας πουλιών, έχοντας ανοικτούς οφθαλμούς, μυϊκή δύναμη και συντονισμό, πλήρως ανεπτυγμένο πτέρωμα (ιδίως στις πτέρυγες και την κοιλιά), ενώ είναι ικανά να τρέχουν, να κυνηγούν τη λεία τους, και σε μερικά είδη ακόμα και να πετούν από την ημέρα της εκκολάψεώς τους.[2]

Οι μεγαποδιίδες είναι εδαφόβια πτηνά μεσαίου έως και μεγάλου μεγέθους, με μεγάλα πόδια και δάκτυλα εξοπλισμένα με αιχμηρά νύχια. Οι μεγαλύτερου μεγέθους μεγαποδοι ανήκουν στα γένη Alectura και Talegalla, ενώ οι μικρότεροι είναι τα είδη Megapodius laperouse και Eulipoa wallacei. Οι κεφαλές των πουλιών της οικογένειας είναι μικρές, όπως και τα ράμφη τους, ενώ οι πτέρυγές τους είναι στρογγυλευμένες και μεγάλες. Η πτητική τους ικανότητα ποικίλλει αναλόγως του γένους. Το μεγάλο (οπίσθιο) δάκτυλο του ποδιού βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τα άλλα, ακριβώς όπως στην οικογένεια Cracidae, ενώ σε όλες τις άλλες οικογένειες των ορνιθόμορφων το μεγάλο δάκτυλο είναι υπερυψωμένο σε σχέση με τα εμπρόσθια.[3]

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μεγαποδιίδες ζουν στην ευρύτερη Αυστραλασία, περιλαμβάνοντας μέλη που συναντώνται στα νησιά του δυτικού Ειρηνικού Ωκεανού, την Αυστραλία, τη Νέα Γουινέα και τις νήσους της Ινδονησίας που βρίσκονται ανατολικώς της Γραμμής Ουόλας, αλλά από την άλλη είναι παρόντα και στις Νήσους Ανταμάν και Νίκομπαρ του Ινδικού Ωκεανού (Κόλπος της Βεγγάλης). Η κατανομή της οικογένειας συρρικνώθηκε στην περιοχή του Ειρηνικού μετά την άφιξη των πρώτων ανθρώπων, με μερικά αρχιπελάγη όπως τα Φίτζι, Τόνγκα και Νέα Καληδονία να έχουν απωλέσει πολλά ή και όλα τα είδη τους. Η Νήσος Ραούλ, που ανήκει στη Νέα Ζηλανδία, και η κύρια νήσος των Νήσων Κερμάντεκ, πιθανώς να φιλοξενούσαν κάποτε ένα είδος μεγάποδου, με βάση περιγραφές των πρώτων εποικιστών.[4]

Συμπεριφορά και οικολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μεγάποδος πάνω στον σωρό επωάσεως που δημιούργησε, στην Αυστραλία.
Αυτή η διατομή ενός επωαστικού σωρού μεγάποδου δείχνει ένα στρώμα άμμου («sand insulation»), που μπορεί να φθάσει σε πάχος και το 1 μέτρο και χρησιμεύει για μόνωση, έναν θάλαμο με τα αβγά («egg chamber») και ένα στρώμα κομπόστ που αποσυντίθεται («rotting compost»). Ο θάλαμος των αβγών διατηρείται σε σταθερή θερμοκρασία 33°C ανοίγοντας και κλείνοντας οπές εξαερισμού στο στρώμα της άμμου, ενώ η αποσύνθεση του κομπόστ παράγει θερμότητα.

Τα μέλη της οικογένειας είναι κυρίως μοναχικά πτηνά, που δεν επωάζουν τα αβγά τους με τη θερμότητα του σώματός τους, όπως κάνουν τα άλλα πουλιά, αλλά τα θάβουν. Τα αβγά τους έχουν μεγάλο κρόκο, που καταλαμβάνει το 50 έως και 70% του βάρους τους.[5] Η ασυνήθιστη μέθοδος που εφαρμόζουν για τα αβγά τους είναι ότι κτίζουν μεγάλους σωρούς από φυτικό υλικό σε αποσύνθεση, εντός των οποίων θάβουν τα αβγά. Οι χημικές αντιδράσεις της αποσυνθέσεως είναι αρκετά εξώθερμες, ικανές να αυξάνουν τη θερμοκρασία του σωρού κατά λίγους βαθμούς. Το αρσενικό προσέχει τον σωρό, προσθέτοντας ή αφαιρώντας υλικό ώστε να διατηρείται σταθερή η εσωτερική θερμοκρασία μέχρι να εκκολαφθούν τα αβγά. Μερικές μεγαποδιίδες ωστόσο θάβουν τα αβγά τους σε μικρά λαγούμια σε μέρη με θερμό υπέδαφος εξαιτίας της γεωθερμίας, ενώ άλλα είδη επαφίονται απλώς στην ηλιακή θερμότητα που αποθηκεύεται στην άμμο για να επωάσουν τα αβγά τους. Τέλος, κάποια είδη μεταβάλλουν τη μέθοδο επωάσεως αναλόγως των τοπικών συνθηκών του περιβάλλοντος.[4]

Κάποτε πιστευόταν ότι στο μονοτυπικό γένος Alectura το εάν ένα έμβρυο εξελιχθεί σε αρσενικό ή θηλυκό εξαρτάται από τη θερμοκρασία, αλλά αυτό αποδείχθηκε ψευδές[6]. Η θερμοκρασία ωστόσο επηρεάζει τη θνησιμότητα των εμβρύων και έτσι έμμεσα την αναλογία των δύο φύλων στους εκκολαπτόμενους νεοσσούς. Η μη κοινωνική φύση της διαδικασίας της επωάσεως θέτει ένα ερώτημα ως προς το πώς οι νεοσσοί μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τα μέλη του είδους τους, μια ικανότητα που σε άλλα ορνιθόμορφα πτηνά εντυπώνεται στον εγκέφαλο από το ποια άτομα πρωτοβλέπουν οι νεοσσοί. Σχετικές έρευνες υποδεικνύουν μια ενστικτώδη οπτική αναγνώριση εξειδικευμένων μοτίβων κινήσεων στο κάθε είδος μεγάποδου.[7]

Τα είδη του γένους Alectura είναι εξοικειωμένα με τον άνθρωπο και συχνά συναντώνται σε πάρκα ή κήπους.

Οι νεοσσοί της οικογένειας θραύουν το κέλυφος του αβγού τους με τα ισχυρά τους νύχια και κατόπιν σκάβουν μόνοι τους για να βγουν στην επιφάνεια του σωρού. Οι νεοσσοί εκκολάπτονται με πλήρως ανεπτυγμένο πτέρωμα και ήδη ικανοί να πετούν, να τρέφονται και γενικώς να ζουν ανεξάρτητοι από τους γονείς τους.[5] Αυτό το χαρακτηριστικό της οικογένειας, η «υπερπρωιμότητα», φαίνεται ότι εξελίχθηκε δευτερευόντως από μια κατάσταση τουλάχιστον χαλαρής γονικής φροντίδας, όπως γίνεται με τα περισσότερα ορνιθόμορφα πτηνά.[8]

Απολιθωμένα αβγά που αποδίδονταν στο εξαφανισμένο γιγαντιαίο πτηνό Genyornis θεωρούνται πλέον ότι ανήκουν σε γιγάντια προϊστορικά είδη μεγαποδιιδών, επίσης εξαφανισμένα σήμερα. Επίσης, κάποια διατροφικά και χρονολογικά δεδομένα που παλαιότερα αποδίδονταν σε δρομορνιθίδες, πιθανολογείται ότι αφορούν γιγαντιαίους μεγάποδες.[9]

Οι μεγαποδιίδες παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες με τον εξαφανισμένο κλάδο σπονδυλωτών εναντιόρνιθες, πλάσματα μεταξύ δεινόσαυρου και ορνιθόμορφου πτηνού, όπως την προαναφερθείσα «υπερπρωιμότητα», αλλά και αρκετές διαφορές.[10]

Σήμερα αναγωρίζονται γενικώς περισσότερα από 20 σύγχρονα είδη πτηνών στην οικογένεια μεγαποδιίδες, κατατασσόμενα σε επτά γένη. Ενώ οι εξελικτικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας είναι ιδιαιτέρως αβέβαιες, οι μορφολογικές ομάδες είναι ξεκάθαρα ορισμένες[11]. Οι εξαφανισμένες (συμβολίζονται με †) και οι ζώσες υποδιαιρέσεις της οικογένειες είναι οι εξής:

Χρησιμότητα για τον άνθρωπο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ωκεανία οι ιθαγενείς προστατεύουν τις τοποθεσίες όπου συνηθιζουν να αφήνουν αβγά οι μεγαποδιίδες, καθώς θεωρούν τα αβγά τους εκλεκτή τροφή.[12] Τα αβγά αυτά έχουν διπλάσιο βάρος από εκείνα της όρνιθας και οι κρόκοι τους τετραπλάσιο.[13]


  1.  Newton, Alfred (1911) «Megapode» στο: Chisholm, Hugh, επιμ. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 18 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 75 
  2. Starck, J.M.· Ricklefs, R.E. (1998). Avian Growth and Development: Evolution within the altricial precocial spectrum. Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-510608-4. 
  3. del Hoyo, J.· Elliott, A.· Sargatal, J. (1994). Handbook of the Birds of the WorldΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions. ISBN 978-84-87334-15-3. 
  4. 4,0 4,1 Steadman, D. (2006). Extinction and Biogeography in Tropical Pacific Birds. University of Chicago Press. ISBN 978-0-226-77142-7. 
  5. 5,0 5,1 Starck, J.M.; Sutter E. (2000). «Patterns of growth and heterochrony in moundbuilders (MEgapodiidae) and fowl (Phasianidae)». Journal of Avian Biology 31 (4): 527-547. doi:10.1034/j.1600-048x.2000.310413.x. 
  6. Göth, Ann; Booth, David T. (22 March 2005). «Temperature-dependent sex ratio in a bird». Biology Letters 1 (1): 31-33. doi:10.1098/rsbl.2004.0247. PMID 17148121. 
  7. Göth, A.; Evans, C.S. (2004). «Social responses without early experience: Australian brush-turkey chicks use specific visual cues to aggregate with conspecifics». Journal of Experimental Biology 207 (13): 2199-2208. doi:10.1242/jeb.01008. PMID 15186324. 
  8. Harris, R.B.; Birks, S.M.; Leaché, A.D. (2014). «Incubator birds: Biogeographical origins and evolution of underground nesting in megapodes (Galliformes: Megapodiidae)». Journal of Biogeography 41 (11): 2045-2056. doi:10.1111/jbi.12357. 
  9. Worthy, Trevor H. (13 Ιανουαρίου 2016). «A case of mistaken identity for Australia's extinct big bird». theconversation.com. 
  10. O'Connor, Jingmai; Falk, Amanda; Wang, Min; Xiao-Ting, Zheng (3 January 2020). First report of immature feathers in juvenile enantiornithines from the Early Cretaceous Jehol avifauna. Project: Vertebrata PalAsiatica. doi:10.19615/j.cnki.1000-3118.190823. https://www.researchgate.net/publication/338355119. 
  11. Birks, S.M.; Edwards, S.V. (2002). «A phylogeny of the megapodes (Aves: Megapodiidae) based on nuclear and mitochondrial DNA sequences». Molecular Phylogenetics and Evolution 23 (3): 408-421. doi:10.1016/s1055-7903(02)00002-7. PMID 12099795. 
  12. Microlivestock: Little-known small animals with a promising economic future. National Academies Press. 1991. σελ. 170-171. doi:10.17226/1831. ISBN 978-0309042956. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2022. 
  13. Cocker, Mark. «The Lava Birds» (PDF). Tourism Solomons. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2022.