Μανιχαϊσμός
Ο μανιχαϊσμός ήταν γνωστικό θρήσκευμα του μεσανατολικού χώρου, που εμφανίστηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ., με ηγήτορα τον Πέρση ευγενή και θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Μάνη, ή Μανιχαίο (216-277), ο οποίος ανέμειξε στη χριστιανική διδασκαλία στοιχεία του Παρσισμού και Βουδισμού.
Το θρησκευτικό σύστημα που προώθησε ο Μάνης έχει περιγραφεί ως μια «εναλλακτική χριστιανική εκκλησία, η οποία υπήρξε για περισσότερα από χίλια χρόνια με οπαδούς σε χώρες που εκτείνονται από τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό Ωκεανό»[1].
Αρχική εμφάνιση και ανάπτυξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περιβάλλον
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Μεσοποταμία του 3ου αιώνα ΚΧ αποτελούσε μια ακμάζουσα επαρχία της παρθικής και, μετά το 224, της Περσικής Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Η εκτενής μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών ενθάρρυνε τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και πολιτισμικές ανταλλαγές. Ο συγχρωτισμός των ελληνιστικών αντιλήψεων, της χαλδαϊκής αστρολογίας, των εσωτεριστικών και γνωστικών κοινοτήτων και των στοιχείων του σημιτικού παγανισμού δημιούργησε ένα ιδιαίτερα συγκρητικό περιβάλλον. Επιπλέον, η έντονη και αυξανόμενη εξάπλωση του χριστιανικού προσηλυτισμού που συμβίωνε με τον για αιώνες προϋπάρχοντα στην περιοχή ιουδαϊσμό, σε συνδυασμό με τον εξαπλωμένο βουδισμό που μετέφεραν τα μεγάλα καραβάνια από την Ινδία προς την Κεντρική Ασία, προήγαγαν αυτό το κλίμα. Ο περσικός ζωροαστρισμός ασκούνταν από μια κάστα μάγων, η οποία προωθούσε αυτό το αριστοκρατικό περιβάλλον και αναδεικνυόταν έτσι όλο και περισσότερο.
Διδασκαλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο άρχοντας Μάνης ασπάστηκε το χριστιανισμό, ο οποίος περιλάμβανε ισχυρά στοιχεία ιουδαϊσμού, τον ανέμειξε με ινδουιστικές, ζωροαστρικές και βουδιστικές παραδόσεις, δημιουργώντας μια θρησκεία με οικουμενικό χαρακτήρα. Η γέννησή του σε μια ιουδαιοχριστιανική κοινότητα Ελκασαϊτών (Ελκεσσαίων) σήμαινε, επίσης, την ενσωμάτωση στη διδασκαλία του μανδαϊκών στοιχείων. Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του μανιχαϊσμού ήταν η ενσωμάτωση γνωστικών στοιχείων, όπως η αληθής γνώση ως μόνη οδός σωτηρίας του ανθρώπου, ο δυϊσμός της οντολογίας (φως-σκότος, καλό-κακό, ύλη-πνεύμα) και ο πεσιμισμός στην ανθρωπολογία δηλαδή απαισιοδοξία, αίσθηση του τραγικού στοιχείου της ζωής, μετεμψύχωση. Η δυϊστική αντίληψη αποτελεί το πιο αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό του μανιχαϊσμού. Οι μανιχαίοι έτρεφαν αντιιουδαϊστικά αισθήματα αλλά ταυτόχρονα καταφέρονταν εναντίον της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας.
Ο Μάνης δίδασκε ότι, ως ο αγωγός της αληθινής γνώσης, ήταν ο μέγιστος των προφητών και αποτελούσε την υπέρτατη αποκάλυψη, ο οποίος στάλθηκε από το Άγιο Πνεύμα, μετά τους διωγμούς και τις αποτυχίες των προκατόχων του —κυρίως του Ζαρατούστρα, του Βούδα και του Ιησού— για να εγκαθιδρύσει την Εκκλησία των τελευταίων ημερών, την Εκκλησία του Φωτός, και για να παράσχει την οριστική αποκάλυψη που θα διαφώτιζε όλους τους λαούς. Σύμφωνα με το Μάνη, το ανθρώπινο πνεύμα, δηλαδή μια σπίθα που προέρχεται από το θεϊκό φως και παραμένει αιχμάλωτη από την ύλη, θα πρέπει να διαχωριστεί από το σκοτάδι του σώματος έτσι ώστε να επιστρέψει στη μεταφυσικά ανώτερη επικράτεια του θείου φωτός από όπου προέρχεται. Επομένως ο στόχος του μανιχαϊσμού ήταν καθαρά μυστικιστικός.
Ὀρθόδοξος: Ἐπειδὴ συνεληλύθαμεν ἀλλήλοις λογικὴν συζήτησιν ποιήσασθαι͵ ἐρωτῶ σε· Τί τὸ ζητούμενον; |
— Κατά Μανιχαίων διάλογος 1:1-26, Ιωάννης Δαμασκηνός |
Με επιρροές από τον εγκρατή ασκητισμό της Αραμαίων χριστιανών της Ασίας, ο Μάνης απέρριπτε το γάμο και την κατανάλωση οινοπνευματωδών και κρέατος και όρισε μεταξύ των ακολούθων του μια ανώτερη τάξη εκλεκτών, οι οποίοι ζούσαν σύμφωνα με την Επί του Όρους Ομιλία, καθώς και μια κατώτερη τάξη ακροατών στους οποίους επιτρεπόταν να παντρεύονται. Ο ηθικός κώδικας των μανιχαίων περιλάμβανε αυστηρή μονογαμία και πλήρη αποκήρυξη της πορνείας, του ψέματος, της υποκρισίας, της "ειδωλολατρίας" και της μαγείας.
Ο Μάνης, σύμφωνα με τυπικές γνωστικές και μυστηριακές αντιλήψεις, δίδασκε ότι ο καθένας έχει το δικό του άγγελο, τον πνευματικό «δίδυμο» αδελφό του, τον οποίο θα πρέπει να εντοπίσει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο φύλακας αυτός άγγελος εκπροσωπούσε τη θεία σπίθα του κάθε ανθρώπου η οποία μπορούσε να τον βοηθήσει να υπερβεί τη φυλακή της ύλης. Ο ίδιος πίστευε ότι είχε έρθει σε επαφή μαζί του όταν ήταν δώδεκα χρονών και για δεύτερη φορά στα εικοσιπέντε του (240 ΚΧ) και ο οποίος έκτοτε τον συνόδευε πάντοτε.
Διωγμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλοί μανιχαίοι έγιναν αργότερα διαπρεπείς χριστιανοί θεολόγοι, όπως ο άγιος Αυγουστίνος (354–430). Ο Αυγουστίνος υπήρξε μανιχαίος ακροατής για περισσότερα από εννιά χρόνια πριν γίνει δραστήριος συγγραφέας και στη συνέχεια θηρευτής αιρέσεων της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας.
Το κήρυγμα του Μάνη είχε μεγάλη απήχηση καθώς ερμήνευε την ύπαρξη της πονηρίας και του Κακού ενώ ταυτόχρονα παρείχε ένα πρόγραμμα σωτηρίας μέσω της Γνώσης. Οι ιεραπόστολοι του ταξίδευαν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ οργανώθηκε μια ιεραρχική εκκλησία, με διακόνους, ιερείς, επισκόπους, ακόμη και αποστόλους. Ο μανιχαϊσμός επέδειξε αξιοσημείωτη ιεραποστολική δράση καθώς διαδόθηκε ταχύτατα ως τον 8ο αιώνα από τη Μεσοποταμία προς την Άπω Ανατολή ως την Κίνα και προς τη Δύση μέχρι τα Βαλκάνια, την Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο. Τα ιερά συγγράμματα του μανιχαϊσμού μεταφράστηκαν από την ανατολική αραμαϊκή και την περσική γλώσσα σε διάφορες γλώσσες και τύπους γραφής. Στα συγγράμματα αυτά περιλαμβάνονταν εξαιρετικά σχέδια και απεικονίσεις που βοηθούσαν στην κατανόηση και την εντύπωση των ιδεών του. Μάλιστα επιτεύχθηκε η μεταστροφή σημαντικών προσώπων, όπως της Ναφσά στην Παλμύρα, η οποία ήταν αδελφή της βασίλισσας Ζηνοβίας, πιθανώς και της ίδιας της Ζηνοβίας και του Μιρσάχ, αδελφού του μεγάλου Σασσανίδη βασιλιά Βαράμη Α'. Όπως αναφέρεται στα μανιχαϊστικά συγγράμματα, «η σοφία και η δράση», ή αλλιώς «η σοφία και η ευμηχανία», επέτρεπαν στο θρησκευτικό αυτό κίνημα να προσαρμόζεται στις ποικίλες γεωγραφικές, πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες ώστε να αυξάνεται ο αριθμός των πιστών και να ιδρύονται κοινότητες.
Οι επαναστατικές διδασκαλίες του Μάνη θεωρήθηκαν αργότερα ως βλασφημία (ο αντίστοιχος προισλαμικός περσικός όρος είναι ζαντακάχ, ισοδύναμος της «αίρεσης») και τέθηκαν υπό διωγμό ως διδασκαλίες οι οποίες αποτελούσαν δημόσιο κίνδυνο. Η αποδοκιμασία και ο αφορισμός του Μάνη ως αιρεσιάρχη επιβλήθηκε τόσο από τις μεγάλες θρησκείες της εποχής του, δηλαδή τον ζωροαστρισμό, την αυτοκρατορική λατρεία της Ρώμης[2] και τον χριστιανισμό[3], όσο και από το Ισλάμ που εμφανίστηκε λίγο αργότερα.
Κίνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο μανιχαϊσμός μαρτυρείται στην Κίνα ήδη κατά τον 7ο αιώνα. Ενώ αρχικά ασκούνταν από ξένους, αργότερα απέκτησε ευρύτερη αναγνώριση, μεταστράφηκαν σε αυτόν ηγέτες και ιδρύθηκαν ναοί. Οι επιθέσεις των Κιργίζιων εναντίον των Κινέζων κατά τον 9ο αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα τον αφανισμό του μανιχαϊσμού στην Κίνα. Εντούτοις, στις νοτιοανατολικές ακτές της χώρας επέζησαν κάποια μέλη του ως τον 14ο αιώνα. Ήταν γνωστοί για τις ξεχωριστές διδασκαλίες τους, την κοινοβιακή ζωή τους, τη χορτοφαγική διατροφή τους και την άρνηση χρήσης βίας, ενώ τους αποκαλούσαν Μίνγκτζιαο, δηλαδή «θρησκεία του φωτός». Οι εκ νέου διωγμοί κατά την πρώιμη δυναστεία των Μινγκ (1368-1644) οδήγησαν στην εξαφάνιση της παράδοσης που είχαν δημιουργήσει. Αρκετά μανιχαϊστικά συγγράμματα ενσωματώθηκαν στους ταοϊστικούς και βουδιστικούς κανόνες ιερών γραφών και επηρέασαν ορισμένες λαϊκές αντιλήψεις.
Επιδράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ του 10ου και του 14ου αιώνα, εμφανίστηκαν νεομανιχαϊστικά θρησκευτικά κινήματα ή αιρέσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τις ορθόδοξες χριστιανικές Εκκλησίες ως «μανιχαϊστικές». Αυτός ο προσδιορισμός προέκυπτε λόγω της δυϊστικής μεταφυσικής τους, της ταύτισης του Θεού των Εβραϊκών Γραφών με τον Σατανά και του αυστηρού ασκητισμού τους. Τέτοιες ομάδες ήταν οι Αρμένιοι Παυλικιανοί, οι Βυζαντινοί Βογόμιλοι και οι Καθαροί της Προβηγκίας, οι οποίοι όμως αρνούνταν αυτό τον χαρακτηρισμό και επέμεναν ότι αποτελούσαν τη μοναδική αληθινή Χριστιανοσύνη. Αν και η ετικέτα «νεομανιχαϊσμός» αντικατοπτρίζει την αναγνώριση των σύγχρονων ιστορικών ότι υφίσταντο μανιχαϊστικά στοιχεία σε καθεμιά από αυτές τις ομάδες, οι ειδικοί διαφωνούν στο αν όντως μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε άμεση σύνδεση μεταξύ των ακολούθων του Μάνη και των διαφόρων μετέπειτα χριστιανικών εκφάνσεων.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Encyclopedia of Religion, Τόμ. 5, σελ. 3513.
- ↑ Ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός θεωρούσε τη θρησκεία που ηγήθηκε ο Μάνης ότι ήταν όχι μόνο εξαχρειωτική αλλά και ανατρεπτική, λόγω της περσικής καταγωγής της. Την άνοιξη του 302, εξαγριωμένος από τη θρασύτητα του ζήλου με τον οποίο εξαπλωνόταν, διέταξε να τυλίξουν ένα πλήθος μανιχαίων ιερέων με τα βιβλία τους και να τους κάψουν στην πυρά. (Richard E. Rubenstein, When Jesus Became God, Harcourt Books, 1999, σελ. 31)
- ↑ Στον Ιουστινιανό Κώδικα που εκδόθηκε το 528 από τον Ιουστινιανό Α' αναφέρεται: «Διώκουμε με παραδειγματική αυστηρότητα τους μανιχαίους και των δύο φύλων και τους δονατιστές. Συνεπώς δεν ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, όσον αφορά τα έθιμα ή τους νόμους. (1) Επιθυμούμε, κατ' αρχάς, να θεωρείται το αδίκημά τους δημόσιο έγκλημα, διότι ό,τι επιτελείται κατά της θεϊκής θρησκείας προκαλεί βλάβη σε όλα τα άτομα. (2) Τους τιμωρούμε με δήμευση όλων των περιουσιών τους και επιθυμούμε τον αποκλεισμό τους από τις δωρεές ή τις κληρονομιές οποιουδήποτε είδους. (3) Επιπλέον, αποστερούμε σε οποιονδήποτε βρεθεί ένοχος ως προς αυτές τις αιρέσεις από το δικαίωμα να δίνει, να αγοράζει, να πουλάει και εντέλει να συνάπτει συμβόλαια. (4) Αυτού του είδους η διερεύνηση θα επεκτείνεται επίσης και μετά θάνατον, διότι, όπως επιτρέπεται να αποκηρύσσεται η μνήμη των νεκρών σε περίπτωση προδοσίας, δεν είναι παράλογο το ότι ένας αιρετικός θα πρέπει να υφίσταται την ίδια ποινή. (5) Συνεπώς, η διαθήκη ενός ατόμου που αποδεδειγμένα ήταν Μανιχαίος, είτε σε μορφή γραπτής διαθήκης, κωδίκελλου, επιστολής ή οποιαδήποτε άλλη, θα καθίσταται άκυρη. (6) Δεν επιτρέπουμε στα παιδιά τους να τους διαδέχονται σε κληρονομιά ή περιουσία, παρεκτός αν εγκαταλείψουν τη διαστροφή των πατέρων τους, διότι συγχωρούμε εκείνους που μετανοούν. (7) Η εξουσία μας θα στραφεί ενάντια και σε εκείνους οι οποίοι με αξιοκατάκριτη φροντίδα τούς παρέχουν καταφύγιο στα σπίτια τους. (8) Επιπρόσθετα, επιθυμούμε να απελευθερώνονται οι δούλοι που ξεφεύγουν από έναν ιερόσυλο αφέντη και προσέρχονται με πιο ευσεβή υπηρεσία στην καθολική εκκλησία». (Ιουστινιάνειος Κώδιξ 1.5.4. Διαθέσιμο το απόσπασμα στα αγγλικά εδώ, στον ιστότοπο constitution.org και στα λατινικά εδώ, στον ιστότοπο thelatinlibrary.com.)
Πηγές & βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Encyclopedia of Religion (Second ed.), 2004, Publ. Macmillan Reference.
- The Apostolic Age in Patristic Thought, Antonius Hilhorst, 2004, Brill Academic Publishers.
- After Jesus: The Triumph of Christianity, 1992, The Reader's Digest Association.
- Στα Ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.: Αστρονομία, Ιστορία, Φιλοσοφία, Στ. Θεοδοσίου, Μ. Δανέζης, 2000, Εκδόσεις Δίαυλος.
- Κατά Μανιχαίων διάλογος, Ιωάννης ο Δαμασκηνός.