Μάχη της Πετρόης
Η Μάχη της Πετρόης, [1] επίσης γνωστή ως Μάχη του Άδη, [2] διεξήχθη στις 20 Αυγούστου 1057 μεταξύ δύο αντίπαλων Βυζαντινών στρατών: των πιστών δυνάμεων του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ ΣΤ΄ Στρατιωτικού (βασ. 1056–1057 ) υπό τον πρόεδρο Θεόδωρο και τους υποστηρικτές του επαναστάτη στρατηγού Ισαάκιου (Α΄) Κομνηνού.
Δυσαρεστημένοι από την παραμέληση των οικονομικών του στρατού και την απροθυμία του Αυτοκράτορα να εξετάσει τα παράπονά τους, ο Κομνηνός και άλλοι κορυφαίοι διοικητές, συμπεριλαμβανομένων των Νικηφόρου Βρυεννίου (εθνάρχη) και Νικηφόρου (Γ΄) Βοτανειάτη, άρχισαν να συνωμοτούν εναντίον του Μιχαήλ ΣΤ΄. Έτσι στις 8 Ιουνίου 1057 ο Κομνηνός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στην Καππαδοκία. Αφού οι υποστηρικτές του συγκέντρωσαν τάγματα από τη Μ. Ασία για υποστήριξή του, ο στρατός του βάδισε δυτικά προς την Κωνσταντινούπολη και συνάντησε τον νομιμόφρονα αυτοκρατορικό στρατό, που αποτελείτο κυρίως από τάγματα από την Ευρώπη, κοντά στην πόλη της Νίκαιας.
Αφού αντιμετώπισαν ο ένας τον άλλον για αρκετές ημέρες, οι δύο στρατοί τελικά ενεπλάκησαν στην πεδιάδα του Άδη. Παρόλο που η δεξιά πτέρυγα του εξεγερμένου στρατού χτυπήθηκε, ο ίδιος ο Κομνηνός έμεινε σταθερός στο κέντρο. Τη νίκη κέρδισε η αριστερή του πτέρυγα, με αρχηγό τον Κατακαλών Κεκαυμένο, που διέλυσε την αυτοκρατορική δεξιά πτέρυγα, έφτασε και μπήκε στο στρατόπεδό τους και κατέστρεψε τις σκηνές τους, κάνοντας τον αυτοκρατορικό στρατό να διαρραγεί και να τρέξει, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη. Με τον εξεγερμένο στρατό να πλησιάζει στην πρωτεύουσα, ο Μιχαήλ ΣΤ΄ πρόσφερε στον Κομνηνό τη θέση του καίσαρα και διαδόχου, αλλά γρήγορα πείστηκε να παραιτηθεί από το θρόνο. Την επόμενη μέρα, 1 Σεπτεμβρίου 1057, στέφθηκε Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ο Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός. Η βασιλεία του σημαδεύτηκε από τις ανεπιτυχείς προσπάθειές του να μεταρρυθμίσει τη διοίκηση και να ενισχύσει την Αυτοκρατορία, αλλά η αντιπολίτευση που δημιουργήθηκε, οδήγησε στη δική του παραίτηση τον Νοέμβριο του 1059.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν η αυγούστα Θεοδώρα, το τελευταίο μέλος της Μακεδονικής δυναστείας, απεβίωσε το 1056, ο αυλικός κύκλος γύρω από την αυτοκράτειρα, όπου κυριαρχούσαν οι ευνούχοι του νοικοκυριού της υπό τον Λέοντα Παρασπόνδυλο, επέλεξε τον Μιχαήλ ΣΤ΄ Βρίγκα ως διάδοχό της. Ένας γραφειοκράτης σταδιοδρομίας, ο Μιχαήλ ΣΤ΄ ήταν ένας αδύναμος και ευλύγιστος ηγεμόνας, που κυριαρχείτο από τους ευνούχους. Δεδομένων των προχωρημένων ετών και της έλλειψης παιδιών, η βασιλεία του θεωρήθηκε αδύναμη και απίθανο να διαρκέσει από την αρχή, και μαστίζετο από εξεγέρσεις. [3] [4] Ο Μιχαήλ ΣΤ΄ έκανε μαζικές προαγωγές ατόμων, αλλά το περιόρισε στην πολιτική γραφειοκρατία και παραμέλησε τον στρατό. [5] [6] Αυτό δεν ήταν ένα ασήμαντο θέμα: η υποβάθμιση του βυζαντινού νομίσματος υπό τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (βασ. 1042–1054) είχε επηρεάσει τις στρατιωτικές αμοιβές —όχι τυχαία, υπό την προεδρία του Μιχαήλ Βρίγκα, ο οποίος ήταν τότε λογοθέτης του Στρατιωτικού—και ενώ οι πολιτικοί αξιωματούχοι αποζημιώθηκαν με την ανάδειξη τους σε υψηλότερες αξιώματα, οι αξιωματικοί του στρατού δεν ήταν. [7] Αυτό επιδείνωσε την ήδη σιγοβράζουσα αντιπάθεια της στρατιωτικής αριστοκρατίας γι' αυτό που, σύμφωνα με τα λόγια του Βυζαντινού Αντώνιου Καλδέλλη, θεωρούσαν ως το «καθεστώς ευνούχων και πολιτών πολιτικών» που κυριάρχησε στην Αυτοκρατορία τις τελευταίες δεκαετίες της Μακεδονικής δυναστείας. [8]
Κατά το Πάσχα του 1057, αντιπροσωπεία ηγετικών στρατηγών υπό τον Ισαάκιο (Α΄) Κομνηνό, τον Κατακαλών Κεκαυμένο, τον Μιχαήλ Βούρτζη, τον Κωνσταντίνο (Ι΄) Δούκα και τον Ιωάννη Δούκα, εμφανίστηκε ενώπιον του Αυτοκράτορα, για να ζητήσει παρόμοιες προαγωγές. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Μιχαήλ Ψελλό, ο Αυτοκράτορας άρχισε να τους κακομεταχειρίζεται αμέσως. Στη συνέχεια έβαλε τον Ισαάκιο, ως αρχηγό της αντιπροσωπείας, και τον δεύτερο, τον Κεκαυμένο, να εμφανιστούν, και προχώρησε στην καταγγελία του Ισαάκιου, ισχυριζόμενος ότι ήταν υπεύθυνος για «όλα εκτός από την απώλεια της Αντιόχειας» και «διέφθειρε τον στρατό του», ότι ήταν δειλός και ανίκανος και ότι υπεξαίρεσε τα κεφάλαια του στρατού για δική του χρήση. [6] [9] Η επίδραση της στάσης του Αυτοκράτορα στην ηγεσία του στρατού ήταν βαθιά και τους έστρεψε εναντίον του Μιχαήλ ΣΤ΄. Μια δεύτερη αντιπροσωπεία, αυτή τη φορά στον Στραβοσπόνδυλο, έγινε δεκτή με παρόμοιο τρόπο και σχηματίστηκε σχέδιο εναντίον του Αυτοκράτορα, με αρχηγό τον Ισαάκιο Κομνηνό. [5] [6]
Οι συνωμότες επικοινώνησαν με τον βετεράνο στρατηγό Νικηφόρο Βρυέννιο (εθνάρχη), ο οποίος είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να σφετεριστεί τον θρόνο από τη Θεοδώρα, [10] αλλά πρόσφατα ανακλήθηκε από τον Μιχαήλ ΣΤ΄ ως διοικητής του στρατού του θέματος Μακεδονίας, και προφανώς συμφώνησε να τους υποστηρίξει. Αμέσως μετά, ο Βρυέννιος έφυγε με τα στρατεύματά του για τη Μ. Ασία, για να εκστρατεύσει κατά των Σελτχζούκων. Κάποτε στο θέμα των Ανατολικών, μάλωσε με τον ταμία του στρατού, τον πατρίκιο Ιωάννη Οψάρα. Ο Βρυέννιος όχι μόνο φυλάκισε τον Οψάρα, αλλά και οικειοποιήθηκε το σεντούκι που κουβαλούσε μαζί του ο Οψάρας και άρχισε να πληρώνει τους στρατιώτες όπως ήθελε. Η πράξη αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη από έναν άλλο τοπικό διοικητή, τον πατρίκιο Λύκανθη, ο οποίος τη θεώρησε ως απόπειρα εξέγερσης. Ο Λύκανθης βάδισε εναντίον του Βρυέννιου, τον συνέλαβε και τον παρέδωσε στον Οψάρα, ο οποίος τύφλωσε τον Βρυέννιο. [6] [3]
Αρχικές κινήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φοβούμενοι ότι το σχέδιο τους επρόκειτο να ανακαλυφθεί, οι ανατολικοί στρατηγοί ένιωσαν αναγκασμένοι να δράσουν. Οι συνωμότες που κατοικούσαν στο θέμα των Ανατολικών, Ρωμανός Σκληρός, Μιχαήλ Βούρτζης, Νικηφόρος Βοτανειάτης και οι γιοι του Βασιλείου Αργυρού, έσπευσαν να βρουν τον Ισαάκιο Κομνηνό στα κτήματά του κοντά στην Κασταμώνα της Παφλαγονία και στις 8 Ιουνίου 1057, σε μια θέση που ονομαζόταν Γουνάρια, τον ανακήρυξαν. αυτοκράτορα. [6] Δεν είναι σαφές, εάν κάποιος από τους αντάρτες είχε τη διοίκηση των στρατευμάτων. Μάλλον, σύμφωνα με τον Καλδέλλη, «έπρεπε να ψάξουν για υποστήριξη μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτών και να πλαστογραφήσουν για τους εαυτούς τους εντολές αυτοκρατορικού διορισμού». [11] Έτσι ο σχεδόν σύγχρονος ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρει, ότι ο Κεκαυμένος έπρεπε να πλαστογραφήσει αυτοκρατορικές επιστολές, για να κινητοποιήσει τα τάγματα (συντάγματα) του θέματος της Αρμενίας, φαινομενικά για να βαδίσουν εναντίον του Σελτζούκου οπλαρχηγού Σαμούχ. Από αυτά τα τάγματα, τρία αποτελούντο από μισθοφόρους —δύο Φράγκους και έναν Ρώσο— και δύο ήταν γηγενείς Ρωμαίοι —αυτοί της Κολωνίας και της Χαλδίας. Συγκεντρώνοντας αυτές τις δυνάμεις στην πεδιάδα της Νικόπολης, ο Κεκαυμένος βάδισε δυτικά για να ενωθεί με τους Κομνηνούς. [6]
Ταυτόχρονα, τα δυτικά συντάγματα, και τα ανατολικά του Ανατολικού θέματος και του θέματος των Χαρσιανών, παρέμειναν πιστά στον Μιχαήλ ΣΤ΄. Ο Αυτοκράτορας έθεσε αυτή τη δύναμη υπό τις διαταγές του ευνούχου της Θεοδώρας, του πρόεδρου Θεοδώρου, που ήταν ο δομέστικος των Σχολών (αρχιστράτηγος) της Ανατολής, και του μάγιστρου Ααρών, κουνιάδου του Ισαάκιου. Σε αντίθεση με προηγουμένως, τώρα «έκανε στους διοικητές και τους στρατιώτες τιμές, δώρα και εξωφρενικές επιχορηγήσεις χρημάτων», για να εξασφαλίσει την πίστη τους. Ο πιστός στρατός πέρασε στη Μ. Ασία στη Χρυσόπολη και συγκεντρώθηκε στη Νικομήδεια, ελέγχοντας την απευθείας διαδρομή προς την πρωτεύουσα. Προοδευτικά αποσπάσματα στάλθηκαν, για να γκρεμίσουν τη γέφυρα του Σαγγάριου, ενώ ο στρατός δημιούργησε ένα οχυρωμένο στρατόπεδο στο όρος Σοφόν (σημερινό Sapanca Dağı). [6] [12] Αφήνοντας την οικογένειά του με τον αδελφό του στο φρούριο της Πεμόλισσας στις όχθες του ποταμού Άλυος, ο Κομνηνός με τη σειρά του προχώρησε αργά δυτικά προς την Κωνσταντινούπολη. Βρίσκοντας τον αυτοκρατορικό στρατό να εμποδίζει την απευθείας διαδρομή προς την πρωτεύουσα, ο Κομνηνός έστριψε νότια και κατέλαβε τη Νίκαια ως βάση των επιχειρήσεων του. Στη συνέχεια δημιούργησε το δικό του οχυρωμένο στρατόπεδο περίπου 12 στάδια (2,2 χλμ.) βόρεια της πόλης. [11] [6]
Η μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Και οι δύο πλευρές έστειλαν στρατιώτες έξω για να ψάξουν και να μαζέψουν ξύλα, και σε αρκετές ημέρες, οι στρατιώτες και από τα δύο στρατόπεδα, συχνά φίλοι ή συγγενείς, συναντήθηκαν μεταξύ τους και προσπάθησαν να πείσουν την άλλη πλευρά να αυτομολήσει. Αρχικά, οι διοικητές των δύο στρατών προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν, στέλνοντας «άνδρες επιδέξιους στα επιχειρήματα» για να παρακινήσουν την άλλη πλευρά να αυτομολήσει, αλλά χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Τελικά ο Ισαάκιος Κομνηνός διέταξε τους άνδρες του να μείνουν πιο κοντά στο στρατόπεδό τους και να είναι πιο προσεκτικοί στην επαφή με τους νομιμόφρονες. Αυτό ερμηνεύτηκε από τους νομιμόφρονες στρατιώτες ως ένδειξη αδυναμίας και προέτρεψαν τον πρόεδρο Θεόδωρο να πολεμήσει. Διστακτικά, ο τελευταίος συμφώνησε να εγκαταλείψει το Σοφόν και να στρατοπεδεύσει στην Πετρόη, περίπου 15 στάδια ( 2,8 χλμ.) από το στρατόπεδο των ανταρτών. [2]
Τελικά στις 20 Αυγούστου, [1] ο Κομνηνός βάδισε τις δυνάμεις του και τις παρέταξε για μάχη σε μια πεδιάδα που ονομάζεται, σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, Πολέμων ή Άδης (Άδεις κατά Σκυλίτζη). [2] [12] Ο Κεκαυμένος διοικούσε την αριστερή πτέρυγα, ο Ρωμανός Σκληρός τη δεξιά και ο Κομνηνός τοποθετήθηκε στο κέντρο. Στην αυτοκρατορική πλευρά, ο μάγιστρος Ααρών ήταν τοποθετημένος στην αριστερή πτέρυγα με υπολοχαγούς τον Λύκανθη, τον Πνύμιο τον Ίβηρα (διοικητή των δυνάμεων του Χαρσιανών) και τον πατρίκιο Ράντολφ τον Φράγκο. Ο Βασίλειος Ταρχανειώτης (οι στρατηγοί των δυτικών στρατευμάτων) ήταν τοποθετημένος στα δεξιά και το κέντρο διοικούσε ο πρόεδρος Θεόδωρος. [2]
Στη μάχη που ακολούθησε, η αυτοκρατορική αριστερή πτέρυγα υπό τον Ααρών κατατρόπωσε εντελώς τη δεξιά πτέρυγα των εξεγερμένων. Καταδιώκοντάς τους μέχρι το στρατόπεδο των εξεγερμένων, συνέλαβε εκεί τον Ρωμανό Σκληρό και βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάληψης του στρατοπέδου των επαναστατών και της νίκης με αυτό: ο Σκυλίτζης αναφέρει, ότι ο Κομνηνός ήταν στα πρόθυρα της φυγής στη Νίκαια. Ωστόσο, ο Ααρών δίστασε και επέτρεψε στον εξεγερμένο στρατό να ανατρέψει την κατάσταση. [2] Στο κέντρο, ο Κομνηνός άντεξε ενάντια στις βαριές πιέσεις των νομιμοφρόνων. Ο Ψελλός αναφέρει, ότι τέσσερις «Ταυροσκύθες» (αναχρονιστικός όρος για τους Ρώσους) μισθοφόροι προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, αλλά απέτυχαν. Πράγματι, επιτιθέμενοι σε αυτόν ταυτόχρονα από δύο πλευρές, οι λόγχες τους κόλλησαν στην πανοπλία του και τον κράτησαν ψηλά, ισορροπημένο στη μέση. [13] Στην αριστερή πτέρυγα των εξεγερμένων, ο Κεκαυμένος κατατρόπωσε την δεξιά πτέρυγα των νομιμοφρόνων, παραβιάζοντας το στρατόπεδό τους και καταστρέφοντας τις σκηνές τους. Καθώς το στρατόπεδο βρισκόταν σε ένα ύψος και ήταν ευρέως ορατό, αυτό ενθάρρυνε τους εξεγερμένους και αποθάρρυνε τους νομιμόφρονες, οι οποίοι κατέρρευσαν και τράπηκαν σε φυγή. Αν και ο Σκυλίτζης γράφει, ότι «πολλοί περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν, παρά σκοτώθηκαν» στη μετέπειτα καταδίωξη, οι νομιμόφρονες υπέστησαν πολλούς σκοτωμούς, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγών Μαυροκατάκαλου, Πνυέμιου και Κατζαμούντη. [6] Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης κέρδισε ιδιαίτερη φήμη σε αυτό το σημείο: ο Ράντολφο ο Φράγκος πιάστηκε στη μάχη, όταν είδε τον Βοτανειάτη να ηγείται μίας επιθετικής μοίρας. Φωνάζοντας μια πολεμική κραυγή, ο Ράντολφ γύρισε και επιτέθηκε στον Βοτανειάτη: οι δυο τους συνεπλάκησαν σε μονομαχία, μέχρι που έσπασε το σπαθί του Ράντολφ και αιχμαλωτίστηκε. [14] [15]
Συνέπεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ τα απομεινάρια του αυτοκρατορικού στρατού αποσύρθηκαν στην πρωτεύουσα, ο Κομνηνός κινήθηκε για να καταλάβει τη Νικομήδεια. Εκεί τον συνάντησαν στις 24 Αυγούστου οι απεσταλμένοι του Αυτοκράτορα: ο Μιχαήλ Ψελλός και οι πρόεδροι Κωνσταντίνος Λειχούδης και Θεόδωρος Αλωπός, οι οποίοι του πρόσφεραν τον τίτλο του καίσαρα —τότε τον ανώτατο τίτλο της Βυζαντινής Αυλής, που σήμαινε τον ορισθέντα διάδοχο [4]— αν σταματούσε την εξέγερσή του. Αν και αυτές οι προτάσεις απορρίφθηκαν δημόσια, ιδιωτικά ο Κομνηνός έδειξε πιο ανοιχτός στη διαπραγμάτευση και του υποσχέθηκαν την ιδιότητα του συναυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια αυτών των μυστικών διαπραγματεύσεων, ξέσπασε ταραχή υπέρ των Κομνηνών στην Κωνσταντινούπολη. Όταν οι απεσταλμένοι επέστρεψαν στην πρωτεύουσα στις 29 Αυγούστου, είχαν υποστηρίξει την υπόθεση των επαναστατών και, με τη βοήθεια του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου, άρχισαν να συνωμοτούν υπέρ του. Στις 31 Αυγούστου ο Κηρουλάριος έπεισε τον Μιχαήλ ΣΤ΄ να παραιτηθεί υπέρ του Κομνηνού, ο οποίος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Σεπτεμβρίου και στέφθηκε Αυτοκράτορας την ίδια μέρα. [4] [6] [16]
Με τη λήξη της Μακεδονικής δυναστείας, ο Ισαάκιος Α΄ έγινε ο πρώτος ισχυρός στρατιωτικός, που σφετερίστηκε την εξουσία από τον 9ο αι. Άλλοι ισχυροί στρατηγοί, όπως ο Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (βασ. 920–944 ) ή Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (βασ. 963–969 ) είχαν επίσης σφετεριστεί τον θρόνο υπό τους Μακεδόνες Αυτοκράτορες, αλλά είχαν βασιλεύσει δίπλα στους νόμιμους ηγεμόνες. [17] Αυτό αντικατοπτρίστηκε στο νόμισμα που κόπηκε με το όνομά του, το οποίο τον έδειχνε (μόνο αυτόν από όλους του Αυτοκράτορες) να κρατά ένα συρμένο σπαθί. Ενώ μπορεί απλώς να υποδείκνυε την πρόθεσή του να αποκαταστήσει την «ικανή στρατιωτική κυριαρχία» (Καλδέλλης), έγινε κατανοητό ως αξίωση να κυβερνά με δικαίωμα κατάκτησης, ακόμη και ως έκφραση μιας ασεβούς πεποίθησης «ότι τα επιτεύγματά του δεν προέρχονταν από τον Θεό, αλλά από τη δική του ανδρεία». [17] [18] Ο Ισαάκιος Α΄ προσπάθησε να μεταρρυθμίσει τη γραφειοκρατία και το δημοσιονομικό σύστημα της Αυτοκρατορίας, καθώς και να αποκαταστήσει τη στρατιωτική της δύναμη, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του προκάλεσαν μεγάλη αντίθεση. Όλο και πιο απομονωμένος πολιτικά, και πιθανότατα αποκαρδιωμένος, κατά τη διάρκεια μιας ασθένειας τον Νοέμβριο του 1059 παραιτήθηκε υπέρ του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα. [19] [3] [4]
Bιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Vogt 1923.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Wortley 2010, σελ. 460.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Kaldellis 2017.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 ODB.
- ↑ 5,0 5,1 Sewter 1953.
- ↑ 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 Wortley 2010.
- ↑ Treadgold 1997, σελ. 597.
- ↑ Kaldellis 2017, σελ. 217.
- ↑ Sewter 1953, σελ. 210.
- ↑ Kaldellis 2017, σελ. 215.
- ↑ 11,0 11,1 Kaldellis 2017, σελ. 218.
- ↑ 12,0 12,1 Kaldellis & Krallis 2012, σελ. 99.
- ↑ Sewter 1953, σελ. 215.
- ↑ Wortley 2010, σελ. 461.
- ↑ Kaldellis & Krallis 2012, σελ. 101.
- ↑ Vogt 1923, σελ. 118.
- ↑ 17,0 17,1 Treadgold 1997, σελ. 598.
- ↑ Kaldellis 2017, σελ. 219.
- ↑ Treadgold 1997.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Kaldellis, Anthony, επιμ. (2012). Michael Attaleiates: The History. Cambridge, MA and London: Harvard University Press. ISBN 978-0-674-05799-9.
- Sewter, Edgar Robert Ashton, επιμ. (1953). The Chronographia of Michael Psellus. New Haven, Connecticut: Yale University Press. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2022.
- Wortley, John, ed. (2010). John Skylitzes: A Synopsis of Byzantine History, 811–1057. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-76705-7.
Δευτερεύουσες πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Kaldellis, Anthony (2017). Streams of Gold, Rivers of Blood: The Rise and Fall of Byzantium, 955 A.D. to the First Crusade. New York: Oxford University Press. ISBN 978-0-1902-5322-6.
- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 0-8047-2630-2.
- Vogt, Albert (1923). «The Macedonian Dynasty from 976 to 1057 A.D.». The Cambridge Medieval History, Vol. IV: The Eastern Roman Empire (717–1453). Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 83–118.