Καρνεόλη
Η καρνεόλη[1] (ή κορνεόλη[2]) είναι ορυκτό ερυθροκάστανου χρώματος που χρησιμοποιείται συνήθως ως ημιπολύτιμος λίθος. Παρόμοιος με την καρνεόλη λίθος είναι ο σάρδιος, που είναι συνήθως σκληρότερος και σκουρότερος (η διαφορά μεταξύ τους δεν είναι μεγάλη και συχνά η καρνεόλη και ο σάρδιος ταυτίζονται). Τόσο η καρνεόλη όσο και ο σάρδιος είναι ποικιλίες χαλκιδόνιου λίθου, ενός ορυκτού που περιέχει διοξείδιο του πυριτίου, χρωματισμένου με ακαθαρσίες οξείδιου του σιδήρου. Το χρώμα της καρνεόλης παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από πορτοκαλί ανοιχτό έως έντονο, σχεδόν μαύρο. Συνηθέστερα απαντάται στη Βραζιλία, την Ινδία, τη Ρωσία (Σιβηρία) και τη Γερμανία.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]H κόκκινη ποικιλία χαλκηδόνιου είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε για χάντρες ήδη από την Πρώιμη Νεολιθική Εποχή, στη Βουλγαρία. Οι πρώτες πολύπλευρες χάντρες από καρνεόλη καταγράφονται στη Χαλκολιθική νεκρόπολη της Βάρνα (μέσον της 5ης χιλιετίας π.Χ.).[7]
Το τόξο-τρυπάνι χρησιμοποιήθηκε για το άνοιγμα οπών στον καρνεόλη λίθο στην περιοχή Mehrgarh του Πακιστάν την εποχή μεταξύ 5ης - 4ης χιλιετίας π.Χ.[8]
Καρνεόλη διασώθηκε στα μινωικά στρώματα της Εποχής του Χαλκού στην Κνωσό της Κρήτης, σε μία μορφή που αποδεικνύει ότι χρησιμοποιήθηκε στις διακοσμητικές τέχνες.[9] Η χρήση αυτή χρονολογείται στο 1800 π.Χ. περίπου.
Η καρνεόλη χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων στη δημιουργία έγγλυφων πολύτιμων λίθων για σφραγιστικά δακτυλίδια που χρησιμοποιούνταν για να αποτυπώσουν μία σφραγίδα σε κερί επάνω στην αλληλογραφία ή σε άλλα σημαντικά έγγραφα. Η καρνεόλη έχει την ιδιότητα να μην κολλά στο ζεστό κερί.[10]
Ο σάρδιος λίθος χρησιμοποιήθηκε για τους ασσυριακούς σφραγιδοκύλινδρους, τους αιγυπτιακούς και φοινικικούς σκαραβαίους, και τους πρώιμους ελληνικούς και ετρουσκικούς (ημι)πολύτιμους λίθους.[11]
Στο Βρετανικό Μουσείο, στη συλλογή σφραγίδων που προέρχονται από τη δυτική Ασία, υπάρχει ένας Νεο-Ασσυριακός σφραγιδοκύλινδρος από καρνεόλη, του 8ου αιώνα π.Χ., όπου απεικονίζεται μία σκηνή από το Έπος του Γκιλγκαμές.[12][13]
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρόλο που σήμερα είναι η πιο κοινή ονομασία του λίθου αυτού, ο όρος "καρνεόλη" αποτελεί μία παραφθορά του 16ου αιώνα της λέξης "κορνεόλη" του 14ου αιώνα (και των σχετικών ορθογραφικά λέξεων κορνελίνη και κορναλίνη).[15]
Η λέξη "καρνεόλη" συγγενεύει με παρόμοιες λέξεις σε διάφορες ρομανικές γλώσσες και προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό "corneolus", το οποίο με τη σειρά του προήλθε από τη λατινική λέξη "cornum", που είναι το δέντρο κρανιά (ή κρανειά), ένα είδος αγριοκερασιάς,[11] που τα σχεδόν διαφανή κόκκινα φρούτα της μοιάζουν στον λίθο αυτό. Το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης, διαστρεβλώνοντας τον όρο "κορνεόλη", ονομάζει "καρνεόλη" το ορυκτό αυτό, κατ' αναλογία με τη λατινική λέξη caro (-rnis), που σημαίνει σάρκα. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο "σάρδιος" πήρε την ονομασία του από τις Σάρδεις, πόλη της Λυδίας, από όπου προήλθε, ενώ σύμφωνα με άλλους, ο όρος μπορεί τελικά να σχετίζεται με την περσική λέξη سرد sered, που σημαίνει κιτρινωπό κόκκινο.[11]
Σάρξ σημαίνει "σάρκα" στα αρχαία ελληνικά. Υπάρχουν κι άλλοι λίθοι με παρόμοια ονομασία, όπως η πέτρα όνυχας στο σαρδόνυχα, που προέρχεται από την ελληνική λέξη "νύχι", επειδή ο λίθος όνυχας έχοντας το χρώμα της σάρκας και άσπρες ρίγες, μπορεί να θυμίζει ένα νύχι ανθρώπινου δάκτυλου.[16]
Διάκριση μεταξύ καρνεόλης και σάρδιου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι λέξεις καρνεόλη και σάρδιος χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά, ως συνώνυμες, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν για να δηλώσουν διαφορετικές υποκατηγορίες πετρωμάτων. Μερικές από τις διαφορές τους είναι ότι η καρνεόλη έχει πιο ανοιχτό χρώμα, με αποχρώσεις που ποικίλουν από πορτοκαλί έως ερυθρωπό καφέ. Αντίθετα, το χρώμα του σάρδιου είναι σκουρότερο, από βαθύ ερυθρωπό καφέ έως σχεδόν μαύρο. Όσον αφορά στη σκληρότητα των δύο πετρωμάτων, η καρνεόλη είναι μαλακότερη σε σύγκριση με τον σάρδιο ο οποίος είναι σκληρότερος και ανθεκτικότερος.[11]
Εικόνες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Κόσμημα εποχής Δυναστείας Πτολεμαίων με σκαλιστό πετράδι καρνεόλης όπου απεικονίζεται θεά που κρατά σκήπτρο και διπλό κέρας Αμαλθείας. (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη, Cabinet des Médailles)
-
Δακτυλίδι με έγγλυφο σφραγιδόλιθο καρνεόλης.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επιπλέον μελέτη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Allchin, B. 1979. "The agate and carnelian industry of Western India and Pakistan". – In: South Asian Archaeology 1975. E. J. Brill, Leiden, 91–105.
- Beck, H. C. 1933. "Etched carnelian beads". – The Antiquaries Journal, 13, 4, 384–398.
- Bellina, B. 2003. "Beads, social change and interaction between India and South-east Asia". – Antiquity, 77, 296, 285–297.
- Brunet, O. 2009. "Bronze and Iron Age carnelian bead production in the UAE and Armenia: new perspectives". – Proceedings of the Seminar for Arabian Studies, 39, 57–68.
- Carter, A. K., L. Dussubieux. 2016. "Geologic provenience analysis of agate and carnelian beads using laser ablation-inductively coupled plasma-mass spectrometry (LA-ICP-MS): A case study from Iron Age Cambodia and Thailand". – J. Archeol. Sci.: Reports, 6, 321–331.
- Cornaline de l'Inde. Des pratiques techniques de Cambay aux techno-systèmes de l'Indus (Ed. J.-C. Roux). 2000. Éditions de la Maison des sciences de l'homme, Paris, 558 pp.
- Glover, I. 2001. "Cornaline de l'Inde. Des pratiques techniques de Cambay aux techno-systèmes de l'Indus (sous la direction de V. Roux). – Bulletin de l'Ecole française d'Extrême-Orient, 88, 376–381.
- Inizan, M.-L. 1999. "La cornaline de l’Indus à la Mésopotamie, production et circulation: la voie du Golfe au IIIe millénaire". – In: Cornaline et pierres précieuses. De Sumer à l'Islam (Ed. by F. Tallon), Musée du Louvre, Paris, 127–140.
- Insoll, T., D. A. Polya, K. Bhan, D. Irving, K. Jarvis. 2004. "Towards an understanding of the carnelian bead trade from Western India to sub-Saharan Africa: the application of UV-LA-ICP-MS to carnelian from Gujarat, India, and West Africa". – J. Archaeol. Sci., 31, 8, 1161–1173.
- Mackay, E. 1933. "Decorated carnelian beads". – Man, 33, Sept., 143–146.
- Theunissen, R. 2007. "The agate and carnelian ornaments". – In: The Excavations of Noen U-Loke and Non Muang Kao (Eds. C. Higham, A. Kijngam, S. Talbot). The Thai Fine Arts Department, Bangkok, 359–377.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Mindat article on carnelian
- Mindat article on sard
- Καρνεόλη.Τμήμα Γεωλογίας ΑΠΘ
- Αρχαίο περιδέραιο από την Κύπρο, φτιαγμένο από χάντρες καρνεόλης και χρυσό (Βρετανικό Μουσείο)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Rudolf Duda and Lubos Rejl: Minerals of the World (Arch Css, 1990)
- ↑ Websters New World College Dictionary. Fourth Edition. 2001. Editor in chief Michael Agnes
- ↑ "Site officiel du musée du Louvre". cartelfr.louvre.fr.
- ↑ Guimet, Musée (2016). Les Cités oubliées de l'Indus: Archéologie du Pakistan (in French). FeniXX réédition numérique. pp. 354–355. ISBN 9782402052467.
- ↑ Art of the first cities : the third millennium B.C. from the Mediterranean to the Indus. p. 395.
- ↑ Nandagopal, Prabhakar (2018). Decorated Carnelian Beads from the Indus Civilization Site of Dholavira (Great Rann of Kachchha, Gujarat). Archaeopress Publishing Ltd. ISBN 978-1-78491-917-7.
- ↑ Kostov & Pelevina (2008)
- ↑ Kulke, Hermann & Rothermund, Dietmar (2004). A History of India. Routledge. 22. ISBN 0-415-32920-5.
- ↑ C. Michael Hogan, Knossos fieldnotes, Modern Antiquarian (2007)
- ↑ Section 12 of the translation of Weilue - a 3rd-century Chinese text by John Hill under "carnelian" and note 12.12 (17)
- ↑ 11,0 11,1 11,2 11,3 Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Sard". Encyclopædia Britannica (11th ed.). Cambridge University Press.
- ↑ Κυλινδρικός σφραγιδόλιθος. Βρετανικό Μουσείο.
- ↑ Dalley, Stephanie. Esther's Revenge at Susa: From Sennacherib to Ahasuerus. Oxford University Press.
- ↑ Αιγυπτιακό περιδέραιο. Μουσείο Τέχνης Ουόλτερς.
- ↑ "Cornelian". Oxford English Dictionary. Oxford University Press. Retrieved 14 February 2012.
- ↑ https://www.etymonline.com/word/onyx. etymonline.com