Καιρός (μυθολογία)
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στην ελληνική μυθολογία ο Καιρός ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την ευνοϊκή χρονική στιγμή. Γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη του εμφανίζεται για πρώτη φορα τον 5ο αιώνα π.Χ. (στα ομηρικά έπη δεν συναντάται ο Καιρός, παρά μόνο το επίθετο «καίριος»). Προς τιμή του Καιρού συνέθεσε ποίημα ο Ίων ο Χίος, όπου τον αποκαλεί «τον νεότερο γιο του Δία», μάλλον μία ποιητική έκφραση και όχι μαρτυρία μιας παλαιότερης γενεαλογίας. Κατά μία άποψη ο ύμνος αυτός σχετίζεται με την έναρξη της λατρείας του Καιρού στην Ολυμπία. Και ο Μένανδρος ονόμαζε τον Καιρό θεό. Η αντίστοιχη ρωμαϊκή θεότητα ήταν ο Occasio ή Tempus.
Σχετικά με τη λατρεία του Καιρού υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις. Κατά τον Παυσανία υπήρχε βωμός του Καιρού στην Ολυμπία, στην είσοδο του σταδίου, κοντά στον βωμό του «Εναγωνίου» Ερμή (δηλαδή του Ερμή προστάτη των αγώνων). Στους μεταγενέστερους αιώνες η λατρεία του Καιρού αναπτύχθηκε περισσότερο, όπως συνάγεται από την ύπαρξη πολλών αντιγράφων του αγάλματός του που είχε φιλοτεχνήσει ο Λύσιππος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, αγάλματα του Καιρού στόλιζαν τα αρχαία γυμνάσια. Αργότερα ο θεός λογιζόταν ως συγγενής προς την Τύχη και τη Νέμεση: σε καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις παρατηρείται μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στον Καιρό και τη Νέμεση. Βαθμιαία η λέξη «καιρός» έχασε την αρχική σημασία της και ταυτίσθηκε προς τη λέξη «χρόνος». Πολλοί βυζαντινοί συγγραφείς (Τζέτζης, Βλεμμύδης, Κεδρηνός) ονομάζουν το άγαλμα του Λυσίππου «Χρόνο» και όχι «Καιρό». Πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα του αγάλματος αυτού απεικόνιζαν τον θεό όχι πια νεαρό, αλλά γενειοφόρο. Οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του Καιρού αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τις γνώσεις μας σχετικά με τον θεό αυτό. Η πληροφορία ότι ο Φειδίας είχε φιλοτεχνήσει άγαλμα του Καιρού είναι μάλλον εσφαλμένη, ενώ αντίθετα είναι πιθανό να φιλοτέχνησε τέτοιο άγαλμα ο Πολύκλειτος. Ονομαστό ήταν το χάλκινο άγαλμα του Καιρού του Λυσίππου, που βρισκόταν στα «πρόθυρα» της Σικυώνας, όπως μαρτυρεί ο Ποσείδιππος. Το άγαλμα αυτό παρίστανε ένα γυμνό έφηβο με κοντά μαλλιά και φτερούγες στα πόδια.
Πηγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969