Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κάρολος Σφόρτσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάρολος Σφόρτσα
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Carlo Sforza (Ιταλικά)
Προφορά
Γέννηση23  Ιανουαρίου 1872
Μοντινιόζο
Θάνατος4  Σεπτεμβρίου 1952[1][2][3]
Ρώμη
Χώρα πολιτογράφησηςΙταλία (1946–1952)
Βασίλειο της Ιταλίας (1872–1946)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΙταλικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά[1][4]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Πίζας
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιπλωμάτης
πολιτικός
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΙταλικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα
Οικογένεια
ΤέκναSforza-Galeazzo Sforza
Konstanty Jeleński
ΟικογένειαΟίκος των Σφόρτσα
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Ιταλικής Γερουσίας (1948–1952)
υπουργός Εξωτερικών του Βασιλείου της Ιταλίας (1920–1921)
minister without portfolio of the Kingdom of Italy (Απριλίου 1944 – Δεκέμβριος 1944)
πρέσβης
υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας (Φεβρουάριος 1947 – Ιουνίου 1947)
υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας (1947–1948)
υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας (1948–1950)
υπουργός εξωτερικών της Ιταλίας (1950–1951)
d:Q55341394 (1951–1952)
μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης της Ιταλίας
γερουσιαστής του Βασιλείου της Ιταλίας
μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του Βασιλείου της Ιταλίας[5]
ΒραβεύσειςΤάγμα του Ευαγγελισμού
Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου
Μεγαλόσταυρους ιππότης του Τάγματος του Στέμματος της Ιταλίας
Σταυρός της Ελευθερίας
Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Λευκού Ρόδου της Φινλανδίας (1920)[6]
doctor honoris causa from the University of Toulouse (1949)[7]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κάρολος Σφόρτσα ή Κόμης Σφόρτσα (1872-1952) ήταν Ιταλός διπλωμάτης και πολιτικός. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του στη νομική εισήλθε στο διπλωματικό χώρο και στην αρχή υπηρέτησε ως γραμματέας πρεσβείας στο Λονδίνο και αργότερα στο Πεκίνο. Το 1916 διορίσθηκε πρέσβης στη σερβική βασιλική Αυλή. Το 1918 ανέλαβε ύπατος αρμοστής της Ιταλίας στη Κωνσταντινούπολη. Ένα χρόνο μετά, το 1919 διορίσθηκε γερουσιαστής και με τον τίτλο Κόμης Σφόρτσα αντιπροσώπευσε την πατρίδα του στη Διάσκεψη του Σπα. Αμέσως μετά με την επιστροφή του στην Ιταλία τον ίδιο μήνα (Ιούλιο 1920) ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλίας. Υπήρξε ο πρωτεργάτης της Συνθήκης του Ραπάλλο (1920). Το 1922 αποσύρθηκε της πολιτικής αντιτιθέμενος στο Φασιστικό καθεστώς από το οποίο και τελικά εξορίστηκε. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Σφόρτσα επανήλθε από τις ΗΠΑ στην Ιταλία και διορίσθηκε, από τον πρωθυπουργό Ντε Γκάσπαρι, υπουργός των εξωτερικών «άνευ χαρτοφυλακίου», όπου και του ανατέθηκε η παρακολούθηση των θεμάτων (ζητημάτων) περί της Ευρωπαϊκής Ένωσης της οποίας υπήρξε θιασώτης.

Ο Σφόρτσα κατ΄ επανάληψη είχε επιδείξει ιδιαίτερη ανθελληνική στάση κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Υπήρξε από τους πλέον θερμότερους υποκινητές του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ εξελίχθηκε σε πολέμιο της Ελλάδος κατά τη διάρκεια της Μικρασιατική εκστρατείας και τελικά κατήγγειλε το Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι, όταν ανέλαβε υπουργός εξωτερικών (καλοκαίρι του 1920). Επί του συμφώνου, φέρεται επίσης ο Σφόρτσα να είχε δηλώσει με έντονο κυνισμό: "Όταν ανήλθον εις την εξουσίαν τον Ιούλιον του 1920 και έλαβον γνώσιν της ανωτέρω Συμφωνίας, την οποίαν ο Τιττόνι ετήρει μυστικήν, δεν ηδυνήθην να εννοήσω εις τι θα εχρησίμευεν εις την Ιταλίαν η Συμφωνία αυτή. Δεικνύων ολίγην έλλειψιν μετριοφροσύνης, εθεώρησα τουλάχιστον ως απρεπές δια μίαν Μεγάλην Δύναμιν όπως η Ιταλία, ότι υπέγραψε μίαν Συμφωνίαν τοιαύτην: ότι η Ελλάς θα υπεστήριζε, παν ουσιώδες συμφέρον της Ιταλίας εις την Αλβανίαν...".

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]