Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γυμνοκρόταφος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γυμνοκρόταφος
Γυμνοκρόταφος στον ύφαλο Χουίτλ Ροκ του Κόλπου Φολς (Ν. Αφρική)
Γυμνοκρόταφος στον ύφαλο Χουίτλ Ροκ του Κόλπου Φολς (Ν. Αφρική)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordate)
Ομοταξία: Ακτινοπτερύγιοι (Actinopterygii)
Υπερτάξη: Ακανθοπτερύγιοι (Acanthopterygii)
Τάξη: Σπαρίμορφα (Spariformes)
Οικογένεια: Σπαρίδες (Sparidae)
Γένος: Γυμνοκρόταφος
(Gymnocrotaphus)

Günther, 1859
Είδος: Γυμνοκρόταφος ο καμπυλόδους
Διώνυμο
Gymnocrotaphus curvidens
Günther, 1859

Ο γυμνοκρόταφος (λατινική και επιστημονική ονομασία Gymnocrotaphus) είναι γένος θαλάσσιων ψαριών, που ανήκει στην οικογένεια του σπάρου και της τσιπούρας, τις σπαρίδες. Είναι μονοτυπικό γένος, δηλαδή περιλάμβάνει μόνο ένα είδος, το γυμνοκρόταφος ο καμπυλόδους (Gymnocrotaphus curvidens), που ενδημεί στα παραλιακά νερά της Νότιας Αφρικής.

Η ονομασία του γένους ετυμολογείται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις γυμνός και κρόταφος, και οφείλεται στην απουσία λεπιών στα μάγουλα αυτού του ψαριού. Η ονομασία του είδους, «καμπυλόδους» (curvidens), σημαίνει «με καμπυλωμένα δόντια» και οφείλεται στα καμπυλόγραμμα δόντια που επέχουν θέση κοπτήρων, στο εμπρόσθιο μέρος της κάθε σιαγόνας.[1]

Το γένος Gymnocrotaphus προτάθηκε αρχικώς ως μονοτυπικό γένος το 1859 από τον Γερμανοβρετανό ερπετολόγο και ιχθυολόγο Άλμπερτ Γκύντερ[2], όταν περιέγραψε επιστημονικά το μοναδικό του είδος από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος. Το γένος τοποθετείται στην οικογένεια σπαρίδες (Sparidae) της τάξεως σπαρίμορφα (Spariformes) στην 5η έκδοση του Fishes of the World.[3] Κάποιες δημοσιεύσεις ταξινομούν το γένος στην υποοικογένεια βοοψίνες (Boopsinae)[4], ενώ η 5η έκδοση του Fishes of the World δεν αναγνωρίζει υποοικογένειες μέσα στην οικογένεια σπαρίδες.[3]

Ο γυμνοκρόταφος δεν έχει λέπια στην κεφαλή, εκτός από μερικά στο βραγχιακό κάλυμμα. Διαθέτει μια σειρά από καμπυλωμένα δόντια που μοιάζουν με τους κοπτήρες των θηλαστικών σε αμφότερες τις σιαγόνες, με μία ζώνη μικρότερων, κωνικών δοντιών εσωτερικά από αυτά και πολύ μικρά δόντια παρόμοια με γομφίους ακόμα πιο μέσα. Το ραχιαίο πτερύγιο στηρίζεται σε 10 άκανθες και 11 ή 12 μαλακές «ακτίνες» ραχιαίο πτερύγιο, ενώ το πρωκτικό πτερύγιο στηρίζεται σε 3 άκανθες και 9 ή 10 μαλακές ακτίνες. Το σώμα είναι μάλλον παχύ και η κάθετη διάστασή του είναι αναλογικώς μεγάλη, αφού είναι μόλις 2,3 φορές μικρότερη από το μήκος του. Η όψη της κεφαλής από τα επάνω είναι κοίλη μπροστά από τα μάτια, όσο και ακριβώς επάνω από αυτά. Στο ζωντανό ψάρι το χρώμα του σώματος είναι φαιοκόκκινο έως φαιοκίτρινο, ενώ η κεφαλή τείνει προς το γκριζογάλαζο με γαλάζια μάτια.[5] Το είδος έχει μέγιστο δημοσιευμένο ολικό μήκος 50 εκατοστών.[6]

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γυμνοκρόταφος ενδημεί στον νοτιοανατολικό Ατλαντικό Ωκεανό και στον νοτιοδυτικό Ινδικό Ωκεανό, και συγκεκριμένα στα παραλιακά νερά της Νότιας Αφρικής, από τον Κόλπο Φαλς στην Επαρχία Δυτικού Ακρωτηρίου μέχρι το Πορτ Σαιν Τζωνς στην Επαρχία Ανατολικού Ακρωτηρίου.[5] Συναντάται σε βάθη από 1 έως 80 μέτρα, σε ρηχούς υφάλους.[7]

Ο γυμνοκρόταφος είναι παμφάγο ψάρι, τρεφόμενο με χιτωνοφόρα, βρυόζωα, πολύχαιτους, φύκη και οστρακόδερμα. Δεν κινείται πολύ και τείνει να παραμένει κοντά στον ύφαλό του.[8][9][10] Λίγα είναι γνωστά σχετικώς με την αναπαραγωγή του είδους, αλλά πιστεύεται ότι ίσως είναι ακολουθιακά ερμαφρόδιτο.[7]

Σχέση με τον άνθρωπο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως ενδημικό είδος οι γυμνοκρόταφοι επιτρεπεται μεν να αλιεύονται από ψαράδες με καλάμι και ψαροτούφεκο, με όριο στον όγκο της ψαριάς, αλλά απαγορεύεται η πώλησή τους.[8]

  1. Christopher Scharpf (12 Ιανουαρίου 2024). «Order ACANTHURIFORMES (part 6): Families GERREIDAE, LETHRINIDAE, NEMIPTERIDAE and SPARIDAE». The ETYFish Project Fish Name Etymology Database. Christopher Scharpf. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2024. 
  2. «Genera in the family Sparidae» στον Catalog of Fishes, επιμ. William N. Eschmeyer, Ron Fricke και Richard van der Laan, Ακαδημία Επιστημών της Καλιφόρνια, ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2024
  3. 3,0 3,1 Nelson, J.S.· Grande, T.C.· Wilson, M.V.H. (2016). Fishes of the World (5η έκδοση). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons. σελίδες 502–506. doi:10.1002/9781119174844. ISBN 978-1-118-34233-6. 
  4. Parenti, P. (2019). «An annotated checklist of the fishes of the family Sparidae». FishTaxa 4 (2): 47-98. https://fishtaxa.com/menuscript/index.php/ft/article/view/49/52. 
  5. 5,0 5,1 Yukio Iwatsuki· Phillip C. Heemstra (2022). «Family Sparidae». Στο: Phillip C. Heemstra· Elaine Heemstra· David A. Ebert· Wouter Holleman· John E. Randall. Coastal Fishes of the Western Indian Ocean (PDF). 3. South African Institute for Aquatic Biodiversity. σελίδες 284–315. ISBN 978-1-990951-32-9. 
  6. Froese, Rainer και Pauly, Daniel (επιμ.): «Gymnocrotaphus curvidens» στη FishBase, Οκτώβριος 2023
  7. 7,0 7,1 Πρότυπο:Cite iucn
  8. 8,0 8,1 «Red List of South African Species». SANBI. Δεκέμβριος 2000. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2023. 
  9. Branch, G.M.· Branch, M.L.· Griffiths, C.L.· Beckley, L.E. (2010). Two Oceans: a guide to the marine life of southern Africa (2η έκδοση). Cape Town: Struik Nature. ISBN 978 1 77007 772 0. 
  10. Jones, Georgina (2008). A field guide to the marine animals of the Cape Peninsula. Cape Town: SURG. ISBN 978-0-620-41639-9.