Γοτθική μυθοπλασία
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η γοτθική μυθοπλασία αποτελεί είδος λογοτεχνίας, που συνδυάζει στοιχεία τρόμου και ρομαντισμού. Θεωρείται πως επινοήθηκε από τον Άγγλο συγγραφέα Οράτιο Γουάλπολ, ο οποίος το 1764 συνέγραψε το μυθιστόρημα Το Κάστρο του Οτράντο.[1]
Όρος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη "γοτθικός" συνδέεται άμεσα με τους Γότθους, Βησιγότθους και τους άλλους Οστρογότθους. Το γερμανικό φύλο των Γότθων εγκαταστάθηκε, γύρω στον 2ο αι., στις ακτές της Μαύρης θάλασσας και από εκεί συγκρούστηκε επανειλημμένως με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Για τους Λατίνους, αυτοί οι άνθρωποι ήταν βάρβαροι, όπως άλλωστε και οι Βάνδαλοι, διότι δεν ήταν μυημένοι στον κλασσικό πολιτισμό. Η γλώσσα τους ήταν η γοτική (απλούστερα, χωρίς το θ), η οποία υπήρξε μέρος της μεγάλης οικογένειας των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα επιβεβαιωμένα γλωσσικά ιδιώματα.
Τον 4ο αιώνα ο επίσκοπος Ουλφίλας (Wulfila) χρησιμοποίησε για την μετάφραση των ευαγγελίων το γοτθικό αλφάβητο (εμπνευσμένο από το ελληνικό), που δεν πρέπει να συγχέεται με τη γοτθική γραφή την ονομαζόμενη Fraktur, η οποία είναι λατινικής προέλευσης. Ακόμη, η συγκεκριμένη γραφή χρησιμοποιήθηκε από τον 14ο ως τον 20ό αιώνα.
Έχει γίνει χρήση αυτής της λέξης, γοτθικός, -ή, για να χαρακτηριστεί η μεσαιωνική τέχνη, και περισσότερο η αρχιτεκτονική. Ο όρος δεν είναι πάντα υποτιμητικός, ακόμα και αν, για αρκετούς μορφωμένους και γνώστες του ρωμαϊκού πολιτισμού, η γοτθική τέχνη φαινόταν, παρότι επιβλητική, κάπως βάρβαρη.
Χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κυρίαρχα μοτίβα του είδους είναι ο τρόμος (φυσικός και ψυχολογικός), το μυστήριο, το υπερφυσικό, τα φαντάσματα, τα στοιχειωμένα σπίτια, η Γοτθική αρχιτεκτονική, τα κάστρα, το σκότος, ο θάνατος, η τρέλα, τα μυστικά και οι κληρονομούμενες κατάρες.
Εκτός από τον Γουάλπολ, άλλοι αξιόλογοι εκπρόσωποι του είδους θεωρούνται οι: Κλάρα Ριβ (Ένας παλιός Άγγλος βαρόνος, 1777), Γουίλιαμ Μπέκφορντ (Βαθέκ, 1781), Ανν Ράντκλιφ (Τα Μυστήρια του Ουντόλφο, 1794), Μάθιου Γκέγκορι Λιούις (Ο καλόγερος, 1796), Τσαρλς Ματσουρίν (Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος, 1820), και Μαίρη Σέλλεϋ (Φρανκενστάιν, 1818). Μια αναγέννηση του γοτθικού μυθιστορήματος αποτελεί και η συγγραφή του Δράκουλα (1897) από τον Μπραμ Στόκερ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επιπλέον βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το γοτθικό μυθιστόρημα, αφιέρωμα Διαβάζω,τ/χ.468, (Νοέμβριος 2006), σελ.106-140
- Le roman Gothique, αφιέρωμα Le Magazine Littéraire, τ/χ. 552 (Φεβρουάριος 2015), σελ. 68-97
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη λογοτεχνία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |