Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βαχτάνγκ ΣΤ΄ του Κάρτλι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαχτάνγκ ΣΤ΄ του Κάρτλι
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
ვახტანგ VI (Γεωργιανά)
Γέννηση15  Σεπτεμβρίου 1675 ή 1675[1]
Τιφλίδα
Θάνατος26  Μαρτίου 1737 ή 1737[1]
Άστραχαν
Τόπος ταφήςΆστραχαν και Cathedral of the Dormition
Χώρα πολιτογράφησηςΓεωργία
ΘρησκείαΣουνιτισμός
Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Γεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςγεωργιανά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
ιστορικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςRusudan of Circassia
ΤέκναΜπακάρ του Κάρτλι
Tamar II of Kartli
Βαχούστι του Κάρτλι
Γεώργιος του Κάρτλι
Princess Ana of Kartli
Princess Tuta of Kartli
Παάτα του Κάρτλι
ΓονείςΛέβαν του Κάρτλι και princess Tuta Gurieli[2]
ΑδέλφιαΚαϊχοσρό του Κάρτλι
Ιεσσαί του Κάρτλι
Δομέντιος Δ΄ της Γεωργίας
Συμεών του Κάρτλι
Ροστόμ του Κάρτλι (γιος Λέβαν)
Ανταρνάσε του Κάρτλι
ΟικογένειαΟίκος του Μουχράνι και Δυναστεία των Μπαγκρατιόνι
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΤάγμα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι
τάγμα του Αγίου Ανδρέα
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βαχτάνγκ ΣΤ΄ (Βασίλειος) ο Λόγιος ή Νομοθέτης, γεωργιανά: ვახტანგ VI, γνωστός και ως Ḥosaynqolī Khan, περσικά: حسین‌قلی خان‎‎, Χοσεΰν-Κολί Χαν, (15 Σεπτεμβρίου 1675 – 26 Μαρτίου 1737), ήταν Γεωργιανός μονάρχης τού Οίκου τού Μουχράνι, κλάδου της βασιλικής δυναστείας των Μπαγκρατιόνι. Κυβέρνησε το βασίλειο του Κάρτλι (κεντρική Γεωργία) ως υποτελής της Περσίας των Σαφαβιδών από το 1716 έως το 1724. Ένας από τους πιο σημαντικούς και εξαιρετικούς πολιτικούς της Γεωργίας των αρχών του 18ου αι., είναι γνωστός ως αξιόλογος νομοθέτης, λόγιος, κριτικός, μεταφραστής και ποιητής. Η βασιλεία του τερματίστηκε τελικά με την οθωμανική εισβολή μετά τη διάλυση της Περσίας των Σαφαβιδών, η οποία ανάγκασε τον Βαχτάνγκ ΣΤ΄ να εξοριστεί στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο Βαχτάνγκ ΣΤ΄ δεν μπόρεσε να λάβει την υποστήριξη τού τσάρου για το βασίλειό του, και αντ' αυτού έπρεπε να μείνει μόνιμα στους βόρειους γείτονές του για τη δική του ασφάλεια. Καθώς πήγαινε σε μία διπλωματική αποστολή με έγκριση της Αυτοκράτειρας Άννας, αρρώστησε και απεβίωσε στη νότια Ρωσία το 1737, χωρίς να φτάσει ποτέ στη Γεωργία.

Γιος τού πρίγκιπα Λέβαν, κυβέρνησε ως αντιβασιλέας (janishin) για τον απόντα θείο του, Γεώργιο ΙΑ΄, και τον αδελφό του, Καϊχοσρό, από το 1703 έως το 1712. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, ξεκίνησε μία σειρά από αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αναζωογόνησε την οικονομία και τον πολιτισμό, αναδιοργάνωσε τη διοίκηση και προσπάθησε να οχυρώσει την κεντρική βασιλική εξουσία. Το 1707-1709 αναθεώρησε ουσιαστικά τον νομικό κώδικα (dasturlamali, γνωστός και ως «κώδικας του Vakhtang»), που θα λειτουργούσε ως βάση για το γεωργιανό φεουδαρχικό σύστημα μέχρι τη ρωσική προσάρτηση. Κλήθηκε από τον σάχη Χουσεΐν το 1712 για να επιβεβαιωθεί ως wali / βασιλιάς τού Κάρτλι. Ο σάχης δεν θα έδινε την επιβεβαίωση, εκτός αν ο Βαχτάνγκ ασπαζόταν το Ισλάμ, κάτι που αρνήθηκε να το κάνει, έτσι φυλακίστηκε [3] και, μετά από μία σύντομη αντιβασιλεία του πρίγκιπα Σίμωνα, ο αδελφός του Ιεσσαί (Αλί Κουλί-Καν), ο οποίος συμμορφώθηκε με τον όρο, τοποθετήθηκε στη θέση του το 1714. Ο Ιεσσαί κυβέρνησε το Κάρτλι δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η χώρα υπέφερε από εσωτερικά προβλήματα και τις εισβολές των φυλών τού Νταγκεστάν, αλλιώς γνωστές ως Λεκιανόμπα.

Στα χρόνια της αιχμαλωσίας, ο Βαχτάνγκ ζήτησε βοήθεια από τους χριστιανούς μονάρχες της Ευρώπης: ιδιαίτερα έστειλε τον θείο και διδάσκαλό του Σουλχάν-Σαμπά Ορμπελιάνι σε μία αποστολή στον Λουδοβίκο ΙΔ΄ της Γαλλίας. Αργότερα, στις τελευταίες του επιστολές προς τον πάπα Ιννοκέντιο ΙΓ΄ και τον Κάρολο ΣΤ΄, με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1722, ο Βαχτάνγκ είπε ότι ήταν για χρόνια κρυφά Καθολικός, αλλά δεν μπορούσε να το ομολογήσει δημόσια, "επειδή έτσι θα πρόδιδε ανθρώπους που πιστεύουν σε εμένα". Αυτό το επιβεβαιώνουν οι αναφορές Καπουτσίνων ιεραποστόλων από την Περσία: ισχυρίζονται ότι ο Βαχτάνγκ έγινε καθολικός (πριν ασπαστεί το Ισλάμ) και πήγαινε στην καθολική λειτουργία. Ωστόσο αυτές οι πολιτικές προσπάθειες ήταν μάταιες και ο Βαχτάνγκ μεταστράφηκε απρόθυμα το 1716 στον ισλαμισμό, υιοθετώντας το όνομα Χουσέιν-Κολί Χαν. Διορίστηκε sipah-salar [4] (αρχηγός) των περσικών στρατών, και υπηρέτησε ως beglerbeg (στρατηγός κυβερνήτης) τού Αζερμπαϊτζάν για κάποιο διάστημα. Έστειλε τον γιο του Μπακάρ να κυβερνήσει το Κάρτλι, ενώ ο Ιεσσαί, έχοντας αποκηρύξει το Ισλάμ, είχε αποσυρθεί.

Ο Βαχτάνγκ παρέμεινε επτά χρόνια στην Περσία, πριν του επιτραπεί να επιστρέψει στο βασίλειό του το 1719. Στάλθηκε πίσω με το καθήκον να θέσει τέρμα στις συνεχείς επιδρομές από τις βόρειες φυλές του Καυκάσου, ιδιαίτερα τις φυλές των Λεζγκίν του Νταγκεστάν. [4] Βοηθούμενος από τον ηγεμόνα τού γειτονικού Kαχέτι, καθώς και από τον μπεηλάρμπεη τού Σιρβάν, ο Βαχτάνγκ έκανε σημαντική πρόοδο, στο να σταματήσει τους Λεσγκίν. [4] Ωστόσο, στο αποκορύφωμα της εκστρατείας, τον χειμώνα του 1721, η περσική κυβέρνηση τον ανακάλεσε. [4] Η διαταγή, η οποία ήρθε μετά την πτώση τού μεγάλου βεζίρη Φαθ-Αλί Χαν Νταγκεστανί, έγινε με την υποκίνηση της φατρίας των ευνούχων εντός της βασιλικής αυλής, έχοντας πείσει τον σάχη ότι ένα επιτυχές τέλος της εκστρατείας για τον Βαχτάνγκ θα έκανε στο βασίλειο των Σαφαβιδών περισσότερο κακό, παρά καλό: θα επέτρεπε στον Βαχτάνγκ, τον wali των Σαφαβιδών να σχηματίσει συμμαχία με τη Ρωσία, με στόχο να κατακτήσει το Ιράν. [4] Αυτό τερμάτισε τη βραχύβια πίστη του Βαχτάνγκ στον σάχη. Έκανε μυστικές επαφές με τον τσάρο Πέτρο Α΄ της Ρωσίας και εξέφρασε την υποστήριξή του για τη μελλοντική παρουσία της Ρωσίας στον Καύκασο. Μετά από αρκετές καθυστερήσεις, ο ίδιος ο Πέτρος Α΄ οδήγησε έναν στρατό περίπου 25.000 ανδρών και έναν σημαντικό στόλο κατά μήκος της δυτικής ακτής της Κασπίας Θάλασσας τον Ιούλιο του 1722, ξεκινώντας τον Ρωσο-Περσικό Πόλεμο (1722-1723).

Εκείνη την εποχή, η Σαφαβιδική Περσία βρισκόταν εσωτερικά σε χάος και είχε ήδη παρακμάσει εδώ και χρόνια, με την πρωτεύουσα Ισφαχάν να πολιορκείται από αντάρτες Αφγανούς . Ως Πέρσης υποτελής και διοικητής, ο αδελφός του Βαχτάνγκ, Ροστόμ, πέθανε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και ο Σάχης διόρισε τον γιο του Βαχτάνγκ, Μπακάρ, διοικητή της άμυνας. Ωστόσο, ο Βαχτάνγκ αρνήθηκε να έρθει στην ανακούφιση του Ισφαχάν. Την ίδια περίοδο, οι Οθωμανοί του πρόσφεραν συμμαχία κατά της Περσίας, αλλά ο Βαχτάνγκ προτίμησε να περιμένει την άφιξη των Ρώσων. Οι υποσχέσεις του Πέτρου να παράσχει στρατιωτική υποστήριξη στους Καυκάσιους Χριστιανούς για την τελική χειραφέτηση από τον περσικό ζυγό δημιούργησαν μεγάλη ευφορία στους Γεωργιανούς και τους Αρμένιους .

Τον Σεπτέμβριο, ο Βαχτάνγκ ΣΤ΄ στρατοπέδευσε στη Γκάντζα με έναν συνδυασμένο γεωργιανό-αρμενικό στρατό 40.000 ατόμων, για να συμμετάσχει στην προωθούμενη ρωσική αποστολή. Ήλπιζε ότι ο Πέτρος Α΄, όχι μόνο θα επιδίωκε κέρδη για τη Ρωσία, αλλά θα προστάτευε επίσης τη Γεωργία τόσο από τους Πέρσες, όσο και από τους Τούρκους. Ωστόσο, ο Πέτρος Α΄ ήλθε και επέστρεψε στη Ρωσία. Κατεύθυνε τους στρατούς του να καταλάβουν εδάφη κατά μήκος της Κασπίας, αλλά επέλεξε να μην αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς, που ήδη ετοιμάζονταν να διεκδικήσουν τη διαδοχή της κυριαρχίας των Σαφαβιδών στον Καύκασο. Ο Βαχτάνγκ, εγκαταλειμμένος από τους Ρώσους συμμάχους του, επέστρεψε στην Τιφλίδα τον Νοέμβριο τού 1722. Ο Σάχης τον εκδικήθηκε, δίνοντας κύρωση στον μουσουλμάνο βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ τού Καχέτι να πάρει το βασίλειο τού Κάρτλι. Τον Μάιο του 1723 ο Κωνσταντίνος Β΄ και οι Πέρσες του βάδισαν στις κτήσεις του Βαχτάνγκ. Ο Βαχτάνγκ, αφού υπερασπίστηκε τον εαυτό του για αρκετό καιρό στην Τιφλίδα, τελικά εκδιώχθηκε. Κατέφυγε στο Εσωτερικό Κάρτλι, και από εκεί προσπάθησε να κερδίσει υποστήριξη από τις προελαύνουσες Οθωμανικές δυνάμεις και υποτάχθηκε στην εξουσία του σουλτάνου, αλλά οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν τη χώρα, έδωσαν τον θρόνο στον αδελφό του Ιεσσαί, ο οποίος έγινε πάλι κατ' όνομα μουσουλμάνος.

Σε αυτές τις εισβολές της Τουρκίας, της Περσίας, των Νταγκεστανών και των Αφγανών, τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της Γεωργίας καταστράφηκαν. Ο Βαχτάνγκ, αφού περιπλανήθηκε πολύ καιρό στα βουνά με τους πιο πιστούς οπαδούς του, αναζήτησε ξανά προστασία από τον Πέτρο Α΄, ο οποίος τον κάλεσε στη Ρωσία. Συνοδευόμενος από την οικογένειά του, τους στενούς του συμπολεμιστές και μία συνοδεία 1.200 ατόμων, διέσχισε τον Καύκασο στη Ρωσία τον Ιούλιο τού 1724. Ο Πέτρος μόλις είχε αποβιώσει, και η διάδοχός του, Αικατερίνη Α΄ δεν έδωσε καμία πραγματική βοήθεια, αλλά επέτρεψε στον Βαχτάνγκ να εγκατασταθεί στη Ρωσία, δίνοντάς του μία σύνταξη και μερικά κτήματα.

Ο Βαχτάνγκ έζησε στη Ρωσία μέχρι το 1734, αλλά εκείνη τη χρονιά αποφάσισε να προσπαθήσει να ανακτήσει τις κυριαρχίες του με τη συνεργασία τού σάχη της Περσίας. Η Τσαρίνα Άννα συναίνεσε στο σχέδιο τού Βαχτάνγκ, αλλά τού έδωσε οδηγίες, πώς να ενεργήσει στην Περσία και με ποιον τρόπο θα έπρεπε να παρακινήσει τους Γεωργιανούς και τους Καυκάσιους ορεινούς να γίνουν Ρώσοι υποτελείς και να επιφέρει την πλήρη υποταγή τους στη Ρωσία. Ο Βαχτάνγκ ξεκίνησε το διπλωματικό του ταξίδι, παρέα με έναν Ρώσο στρατηγό, αλλά αρρώστησε στον δρόμο του και απεβίωσε στο Αστραχάν στις 26 Μαρτίου 1737. Κηδεύτηκε στον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλης. Πολλοί από τους οπαδούς του παρέμειναν στη Ρωσία και αργότερα υπηρέτησαν στον ρωσικό στρατό. Ένας απόγονος, ο Πιότρ Μπαγκρατιόν, ήταν ίσως ο πιο διάσημος από αυτούς. Εγγονός ενός από τους εξόριστους ήταν ο Πάβελ Τσιτσιάνοφ, ο οποίος έγινε Ρώσος κυβερνήτης της πρόσφατα προσαρτημένης Γεωργίας το 1802.

Λόγιες και πολιτιστικές δραστηριότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το βασιλικό λάβαρο τού Βαχτάνγκ ΣΤ΄, που απεικονίζει τον βιβλικό βασιλιά Δαβίδ, μία αναφορά στον ισχυρισμό της Δαυιδικής καταγωγής των Βαγρατιδών.

Αν και οι πολιτικές αποφάσεις του Βαχτάνγκ έχουν γίνει μερικές φορές αντικείμενο κριτικής, οι επιστημονικές και πολιτιστικές του δραστηριότητες αποτελούν την κορυφαία αξία της βασιλείας του. Ήταν, πράγματι, ένας από τους πιο λόγιους μονάρχες της εποχής. Υπήρξε συγγραφέας και διοργανωτής πολυάριθμων πολιτιστικών και εκπαιδευτικών έργων, με στόχο την αναβίωση της πνευματικής ζωής της χώρας. Ήταν αυτός που, με τη βοήθεια του αρχιεπισκόπου της Βλαχίας Ανθίμου του Γεωργιανού, ίδρυσε το 1709 το πρώτο τυπογραφείο στη Γεωργία και ολόκληρο τον Καύκασο. Μεταξύ των βιβλίων που δημοσιεύθηκαν στο «Τυπογραφείο του Βαχτάνγκ» στην Τιφλίδα, ήταν το εθνικό επικό ποίημα του 12ου αι. Ο Ιππότης με το δέρμα του Πάνθηρα ( Vep'khistkaosani) τού Σότα Ρουσταβέλι, συνοδευόμενο από επιστημονικά σχόλια τού ίδιου τού βασιλιά. Αυτό προκάλεσε ένα νέο κύμα ενδιαφέροντος γι' αυτόν τον μεγάλο μεσαιωνικό ποιητή και θα επηρέαζε μία νέα γενιά Γεωργιανών ποιητών του 18ου αι., η οποία θεωρείται γενικά ως η Αναγέννηση της γεωργιανής λογοτεχνίας.

Ανέλαβε επίσης την εκτύπωση της Βίβλου, η οποία, όπως πιστεύεται, είχε μεταφραστεί ήδη από τον 5ο αιώνα από τα ελληνικά στα γεωργιανά και διορθώθηκε τον 11ο αι. από τους μοναχούς της Μονής των Γεωργιανών (Ιβήρων) στο Άγιο Όρος. Το τυπογραφείο του τύπωσε επίσης τα Ευαγγέλια, τις Πράξεις, τους Ψαλμούς και πολλές λειτουργίες και προσευχή, προκαλώντας μεγάλη δυσαρέσκεια στην αυλή της Περσίας, που αντιλήφθηκε ότι ο κατ' όνομα μουσουλμάνος Βαχτάνγκ, αντί να ακολουθήσει το Κοράνι, προωθούσε τον Χριστιανισμό.

Διαπρεπής κριτικός και μεταφραστής, ο ίδιος ο Βαχτάνγκ ήταν συγγραφέας πολλών πατριωτικών και ρομαντικών λυρικών ποιημάτων. Είναι γνωστό ότι έχει μεταφράσει την αρχαία συλλογή μύθων ''Καλιλά και Ντεμνά'' από την περσική στη γεωργιανή γλώσσα. [5] Η μετάφραση οριστικοποιήθηκε αργότερα με την επιμέλεια τού μέντορα τού βασιλιά, Σουλχάν-Σαμπά Ορμπελιάνι. [6] Η μετάφραση τού βασιλιά Βαχτάνγκ, μαζί με ένα παλαιότερο μεταφραστικό έργο τού βασιλιά Δαβίδ Α΄ τού Καχέτι, θεωρείται σημαντικής ιστορικής σημασίας, καθώς μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό τού αρχικού κειμένου. Ο Βαχτάνγκ προήδρευσε επίσης μίας ειδικής επιτροπής, που συγκλήθηκε για να επεξεργαστεί και να συντάξει το σώμα των γεωργιανών χρονικών, που καλύπτουν την περίοδο από τους Σκοτεινούς Αιώνες έως την πρώιμη σύγχρονη εποχή.

Ο τάφος τού βασιλιά Βαχτάνγκ ΣΤ΄ στο Αστραχάν.

Τον Ιούλιο του 2013, η Γεωργία ζήτησε να μεταφερθούν τα λείψανα τού Βαχτάνγκ στη Γεωργία για μία εκ νέου ταφή. [7]

Νυμφεύτηκε στο Ιμερέτι (δυτική Γεωργία) το 1696 μία Κιρκάσια πριγκίπισσα Ρουσουδάν (απεβ. στη Μόσχα, 30 Δεκεμβρίου 1740). Ήταν γονείς των πριγκίπων:

  • Μπακάρ (11 Ιουνίου 1699 ή 7 Απριλίου 1700). – 1 Φεβρουαρίου 1750), ηγεμόνας τού Κάρτλι.
  • Γεώργιος (2 Αυγούστου 1712 – 19 Δεκεμβρίου 1786), στρατηγός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
  • Tαμάρ (1696–1746), παντρεύτηκε το 1712 τον πρίγκιπα Tεϊμουράζ Β΄, τον μελλοντικό βασιλιά τού Kαχέτι και τού Kάρτλι.
  • Άννα/Ανούκα (1698–1746), παντρεύτηκε το 1712 τον πρίγκιπα Βακούστι Αμπασίντζε.
  • Τούτα (1699–1746), η οποία παντρεύτηκε τον από το Ιμερέτι ευγενή της δουκικής οικογένειας της Ράτσα, Γκεντεβάν δούκα των Πεδινών.

Ο Βαχτάνγκ είχε επίσης πολλά εξωσυζυγικά παιδιά, όπως:

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 Faceted Application of Subject Terminology. 164479. Ανακτήθηκε στις 7  Μαΐου 2020.
  2. 2,0 2,1 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  3. Fisher και άλλοι 1991, σελ. 328.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Matthee 2012, σελ. 225.
  5. Ვახტანგ VI. Საქართველოს ილუსტრირებული ისტორია. პალიტრა L. 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2022. 
  6. https://atsu.edu.ge/EJournal/Kartvelology/index.php?dir=issues&page=Issue&issueID=16&lng=En [νεκρός σύνδεσμος]
  7. Georgian patriarch to arrive in Moscow. Retrieved 2013-08-02.