Μετάβαση στο περιεχόμενο

Όρη Ααΐρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 18°16′36″N 08°00′00″E / 18.27667°N 8.00000°E / 18.27667; 8.00000

Ααΐρ
Η Κοιλάδα Τίμια στα Όρη Ααΐρ
Χάρτης των νότιων ορέων Ααΐρ
ΧώρεςΝίγηρας Νίγηρας
Υψηλότερο ΣημείοΙντουκάλ-ν-Ταγκές
Υψόμετρο2.022

Τα όρη Ααΐρ ή Αΐρ (Aïr ή Aaïr, Ayăr στη γλώσσα των Τουαρέγκ, Abzin ή Azbin στη χάουσα) είναι ορεινός όγκος, αναφερόμενος ως οροσειρά ή και οροπέδιο[1], που βρίσκεται στον βόρειο Νίγηρα, μέσα στην έρημο Σαχάρα. Αποτελεί μέρος της οικοπεριοχής των ξηρικών ορεινών εκτάσεων της Δυτικής Σαχάρας (Saharan montane xeric woodlands).

Τα όρη Ααΐρ υψώνονται σε κορυφές άνω των 1.800 μέτρων σε υψόμετρο, με υψηλότερη το βουνό Ιντουκάλ-ν-Ταγκές ή Μον Μπαγκζάν (2.022 μ.), και εκτείνονται σε περισσότερα από 84 χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα (έκταση διπλάσια της Ελβετίας).[2], βορείως του 17ου παραλλήλου Βόρειου γεωγραφικού πλάτους. Το μέσο υψόμετρο όλης αυτής της περιοχής είναι 500 ως 900 μέτρα. Σχηματίζει ένα «κλιματικό νησί» στο κλίμα του Σαχέλ και της Σαχάρας, που υποστηρίζει ευρεία ποικιλία ζωντανών οργανισμών, πολλές αγροτοκτηνοτροφικές κοινότητες και σημαντικές γεωλογικές και αρχαιολογικές τοποθεσίες. Οι βραχογραφίες και οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή ανέδειξαν το σημαντικό προϊστορικό παρελθόν της.[3] Το κινδυνεύον με αφανισμό είδος αφρικανικός άγριος σκύλος (Lycaon pictus) υπήρχε κάποτε εδώ, αλλά πιθανότατα όχι πλέον, εξαιτίας των ανθρώπινων πιέσεων.[4]

Η έρημος κοντά στην Αγκαντέζ, με τα όρη Ααΐρ στο βάθος. Οι ηφαιστειογενείς βράχοι που προεξέχουν του εδάφους είναι συνηθισμένοι στην περιοχή

Τα όρη Ααΐρ, που χρονολογούνται από το Προκάμβριο ως τον Καινοζωικό αιώνα, αποτελούνται από υπεραλκαλικούς όγκους γρανίτη, που εμφανίζονται ασυνήθιστα σκουρόχρωμοι. Στη Σαχάρα τέτοιοι όγκοι ξεχωρίζουν έντονα, διακόπτοντας μεγάλες χαμηλές εκτάσεις καλυμμένες με άμμο.[5] Το οροπέδιο διακόπτεται από ευρείες αμμώδεις κοιλάδες και εποχικά ρέοντες ξεροπόταμους (ουάντι), που κάποτε ήσαν κανονικά ποτάμια. Οι περιοχές αυτών των αρκετά βαθιών και συχνά διασταυρούμενων κοιλάδων περιέχουν και αποθέματα πηλού και ιλύος. Υπόγειες πηγές νερού σε μερικές από αυτές τις κοιλάδες συνεχίζουν να δίνουν οάσεις, αλλά και εποχική βλάστηση.

Κυκλικοί ορεινοί όγκοι γρανίτη (σκούρες περιοχές). Κάτω αριστερά διακρίνεται ένας ηφαιστειακός κρατήρας. Εικόνα της NASA, καλύπτουσα περί τα 130 km

Ο ορεινός όγκος των Ααΐρ συνίσταται από εννέα σχεδόν κυκλικούς όγκους, που υψώνονται από ένα βραχώδες υπόστρωμα (επίσης υπερυψωμένο σε σχέση με τη γύρω έρημο), ενώ στα ανατολικά εκτείνονται οι αμμόλοφοι της Τενερέ. Το υψίπεδο αποτελείται από προκάμβρια διαβρωμένη επιφάνεια μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, που διακόπτεται από μία σειρά επίπεδων κορυφών προεκβολών γρανίτη, μία από τις οποίες είναι το υψηλότερο σημείο του κράτους του Νίγηρα, το Ιντουκάλ-ν-Ταγκές (2.022 μέτρα). Οι υπόλοιπες κορυφές ανήκουν στα βουνά Ταμγκάκ (1988 μ.), Γκρεμπούν (1944 μ.), Αντράρ Μπου, Φαντέι, Τσιριέτ, Ταγκμέρτ, Αγκουεράγκουε, Τακαλουκουζέ και Γκουντάι (Goundai).

Ο ορεινός όγκος περιέχει ηφαιστειογενή χαρακτηριστικά, όπως την καλδέρα του εσβεσμένου ηφαιστείου Αρακάο, καινοζωικές ροές λάβας χαβαϊτικής έως τραχυτικής συστάσεως, ηφαιστειακούς κώνους, δακτυλίους τόφφου και ένα από τα μεγαλύτερα συστήματα δακτυλιοειδών προεκβολών ηφαιστειογενών πετρωμάτων παγκοσμίως.[6] Στο Ιζουζαοενέχε υψώνονται τα μαρμάρινα Γαλανά όρη, ενώ και το κατώτερο τμήμα της Κοιλάδας Ζαγκάντο περιβάλλεται από λευκούς μαρμάρινους λόφους. Οι ψαμμίτες της λιθανθρακοφόρου και οι γαιάνθρακες στη Λεκάνη Ιουλεμεντέν, στα δυτικά του Ααΐρ, περιέχουν ουράνιο που προέρχεται από τους γρανίτες του ορεινού όγκου.[7]

Η όαση κοντά στην Τίμια του κεντρικού Ααΐρ παρέχει νερό ολοχρονίς σε μία κατά τα άλλα ξηρή περιοχή.

Εξαιτίας του υψομέτρου του των 500 ως 900 μέτρων και παρά τη χαμηλή ετήσια βροχόπτωση (50 ως 160 χιλιοστόμετρα), το Ααΐρ σχηματίζει μία πράσινη σχετικώς περιοχή σε σύγκριση με τη γύρω έρημο, ιδίως μετά τις εποχικές βροχές του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου. Το κλίμα ταξινομείται ως «κλίμα Σαχέλ», παρόμοιο δηλαδή με των περιοχών πολύ νότια του Ααΐρ. Αν και τα βουνά του είναι γυμνά, οι κοιλάδες των ξεροπόταμων (γνωστές στην τοπική γλώσσα χάουσα ως Kori) συγκρατούν το νερό της βροχής σε γκουέλτα (λιμνούλες σε πέτρινα βυθίσματα, όπως αυτό κοντά στην Τίμια), δημιουργώντας έτσι οάσεις που παρέχουν καταφύγιο για ζώα και, σε μερικές περιπτώσεις, αγροτικές δραστηριότητες. Το ψηλό οροπέδιο Μπαγκζάν του κεντρικού Ααΐρ ιδίως παρέχουν αρκετές βροχοπτώσεις για εντατική καλλιέργεια. `Αλλες, μεγάλες περιοχές του Ααΐρ στερούνται εντελώς βλαστήσεως και με τις ηφαιστειογενείς προεκβολές τους και τα πεδία των πετρών τους, παρουσιάζουν μία απόκοσμη εμφάνιση.

Περισσότερα από 430 είδη αγγειόσπερμων φυτών έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα στα όρη Ααΐρ[8] Η θέση του οροπεδίου ως νότιας προεκτάσεως της οροσειράς Χογκάρ, το καθιστά σύνδεσμο μεταξύ της χλωρίδας της ερήμου Σαχάρας και αυτής του Σαχέλ.[9] Ωστόσο, η παρουσία βουνών ύψους έως και 2000 μέτρων πάνω από το επίπεδο της θάλασσας δημιουργεί τοπικώς ευνοϊκές συνθήκες για αρκετά είδη της μεσογειακής και της σουδανικής ζώνης.[10]

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα μία σειρά επιστημονικών αποστολών στο Ααΐρ επέτρεψε την ταυτοποίηση της πλειονότητας των φυτικών ειδών που αναπτύσσονται εκεί.[11][12][13] Η Acacia tortilis raddiana (τοπική ονομασία Afagag) και η Balanites aegyptiaca (τ.ο. Aborak) είναι από τα συχνότερα απαντώμενα είδη δένδρων μεταξύ των βουνών. Δίπλα στους ξεροπόταμους συνυπάρχουν είδη όπως τα Acacia nilotica, Faidherbia albida και ο φοίνικας θηβαϊκή υφαίνη με φυτευμένες φοινικιές παραγωγής χουρμάδων. Η μεγάλη ξηρασία καθιστά το οροπέδιο Ααΐρ ιδιαίτερα σκληρό περιβάλλον για την ανάπτυξη φυτών.[14] Η επιπρόσθετη παρουσία οικόσιτων φυτοφάγων ζώων έχει οδηγήσει σε μεγάλο έλλειμμα αναπλάσεως των δέντρων, κάτι που έχει αναφερθεί ως σημαντική οικολογική ανησυχία.[15]

Στα βουνά η βλάστηση έχει καταγραφεί ελλιπώς. Τροπικά είδη δέντρων με λιγότερη αντοχή στην ξηρασία έχουν εντοπισθεί εκεί, μεταξύ των οποίων τα Acacia laeta και Acacia seyal.[11] Ο Quezel [16] έχει παρατηρήσει την υπολειμματική παρουσία ενός σπάνιου ενδημικού υποείδους ελαιοδένδρου, που σχετίζεται με το ελαιόδενδρο στα βόρεια άκρα του Ααΐρ. Προσφάτως, αυτό το υποείδος, το Olea europaea laperrinei, βρέθηκε και σε άλλα βουνά του Ααΐρ. Αυτοί οι πολύ απομονωμένοι μικροί πληθυσμοί αντιπροσωπεύουν το νότιο όριο της κατανομής της ελιάς.[17] Μία μελέτη το 2008 στις πλαγιές του υψηλότερου βουνού, του Ιντουκάλ-ν-Ταγκές, βρήκε είδη φυτών που δεν είχαν ποτέ πριν καταγραφεί στη Δημοκρατία του Νίγηρα.[18] Μεταξύ τους ήταν τα Pachycymbium decaisneanum, Cleome aculeata, Echinops mildbraedii και Indigofera nummularia, τροπικά είδη με σχετικώς μικρή αντοχή στην ξηρασία, ενώ τα Silene lynesii, Tephrosia elegans και Echinops mildbraedii έχουν κατανομή στη Σαχάρα και στη Μεσόγειο. Είναι ενδιαφέρον ότι για πρώτη φορά τρία είδη φτέρης βρέθηκαν το 2011 στο Ααΐρ (τα Cheilanthes coriacea, Actiniopteris radiata και Ophioglossum polyphyllum), υποδεικνύοντας ότι κάποιες φτέρες μπορεί να είναι πιθανότερο να αναπτυχθούν και σε ξηρότερη ατμόσφαιρα από όσο πιστεύεται γενικώς.[19] Τα παραπάνω δεδομένα φανερώνουν μία αξιοσημείωτη ορεινή κλιματική «νησίδα» στο Ααΐρ, με θετική επίδραση στην αφθονία και την ποικιλία των ειδών. Εξαιτίας της μεγάλης γεωγραφικής τους απομονώσεως μέσα στη Σαχάρα, αυτά τα είδη ενέχουν υψηλή αξία για την προστασία της βιοποικιλότητας.[18]

Η σχετικώς μεγάλη πόλη Αγκαντέζ στην καρδιά της χώρας των Τουαρέγκ θεωρείται η πρωτεύουσα της περιοχής Ααΐρ, αν και πέρα από το νότιο όριό της. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού των Τουαρέγκ του Ααΐρ ζούσαν μέχρι προσφάτως νομαδική ζωή, εξαρτώμενοι από τις καμήλες και τα γίδια τους. Οι περισσότεροι εγκατεστημένοι πληθυσμοί ήταν είτε εξαρτώμενοι από Τουαρέγκ κτηνοτρόφους υψηλότερης κάστας, είτε Ικέλαν ( Bouzou στη γλώσσα χάουσα / Bella στη σονγκάι), δηλαδή απόγονοι σκλάβων και αιχμαλώτων των Τουαρέγκ από τους Χάουσα και άλλες νότιες φυλές. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στις βόρειες οάσεις για να φυλάγουν τις φυτείες χουρμαδιών, που ήταν ιδιοκτησία των ευγενών οικογενειών. Κατά τη δεκαετία του 1960 ο πληθυσμός του Ααΐρ ήταν περίπου 26.000 κάτοικοι.[20]

Τα αγροτικά προϊόντα από τις πόλεις των οάσεων, όπως η Τίμια, η Αουντεράς και το Ταμπελό, ανταλλάσσονται παραδοσιακά με ρούχα ή αλάτι που μεταφέρεται με καραβάνια Αζαλάι από τις απομακρυσμένες οάσεις Μπιλμά και Φάσι στα ανατολικά.

Οι βραχογραφίες και ιστορικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα όρη Ααΐρ είναι γνωστά για τις βραχογραφίες τους, που χρονολογούνται από το 9500 π.Χ. ίσως, μέχρι περίπου το 1000 μ.Χ.. Οι πρώτες από αυτές, προϊστορικές, ανακαλύφθηκαν από τον εξερευνητή Φουρώ από το 1893 ως το 1899. Αυτές οι πρώτες ανακαλύψεις στάθηκαν αιτία για να ερευνηθεί με μεγάλη προσοχή η περιοχή και να βρεθούν χαράγματα μεγάλης αξίας, μεταξύ άλλων και από τον Άγγλο Φ. Ροντ και τον Ν. Νικολά. Κατά τη διάρκεια της Υγρής Φάσεως της ολοκαίνου, η περιοχή ήταν κτηνοτροφική, όπως φαίνεται στις εικόνες βοοειδών και μεγάλων θηλαστικών. Ωστόσο, κατά την 3η χιλιετία π.Χ. άρχισε μία διαδικασία ερημοποίησης και οι Τουαρέγκ μετακινήθηκαν από τα βόρεια στην περιοχή. Οι βραχογραφίες της δεύτερης εποχής υποδεικνύουν πόλεμο, αναπαριστώντας άλογα και πολεμικά άρματα. Καθώς αρχίζει η ιστορική περίοδος, οι απεικονίσεις συνοδεύονται πλέον και από γράμματα (λιβυοβερβερικούς χαρακτήρες)[20] Αυτή η περίοδος των βραχογραφιών αποκαλείται «περίοδος της καμήλας» και έρχεται αμέσως μετά την «περίοδο του αλόγου».

Ειδικότερα, ένα χαρακτικό σε βράχο μιας καμηλοπάρδαλης στο Νταμπούς, που ανακαλύφθηκε το 1997 και έχει ύψος 5 μέτρα (δηλαδή φυσικό μέγεθος), είναι γνωστό διεθνώς. Η τέχνη των σπηλαίων στην περιοχή είναι κυρίως σκαλίσματα στον βράχο, αρχικώς με αιχμηρές πέτρες και από το 1200 π.Χ. περίπου ίσως με μέταλλο.[21]

Τον 8ο και τον 9ο αιώνα μ.Χ. οι φυλές των Τουαρέγκ ωθήθηκαν από τους Άραβες εισβολείς προς τα νότια, στο νότιο Ααΐρ, όπου ζούσαν Χάουσα της πόλης-κράτους Γκομπίρ. Διαδοχικές Tel των Τουαρέγκ έλεγχαν την περιοχή από τον 12ο αιώνα τουλάχιστον. Η Αγκαντέζ, όπως και η Ιν-Γκαλ στα ανατολικά, αποτελούσαν τα «προκεχωρημένα φυλάκια» της Αυτοκρατορίας Σονγκάι στις αρχές του 15ου αιώνα. Κατά τον 16ο αιώνα, η περιοχή περιήλθε στην κυριαρχία του νεοδημιουργηθέντος υπό των Τουαρέγκ Σουλτανάτου του Αγκαντέζ (ή του Ααΐρ) και παρέμεινε έτσι μέχρι την εμφάνιση των Γάλλων τον 19ο αιώνα.

Η άφιξη των Γάλλων εξασθένησε τους Τουαρέγκ και προκάλεσε τόσο εσωτερικές διαμάχες στο Σουλτανάτο, όσο και αντίσταση κατά των Ευρωπαίων αποικιοκρατών. Από τη δεκαετία του 1880 αυξήθηκαν οι επιδρομές των Τουμπύ και όταν ο Τουαρέγκ Καοσέν Αγκ Γκεντά εξεγέρθηκε εναντίον των Γάλλων το 1917, πολλές κώμες καταστράφηκαν κατά την πορεία του προς την πολιορκία του Αγκαντέζ. Με την ανακατάληψη του Αγκαντέζ από τους Γάλλους, μία κτηνώδης τιμωρητική εκστρατεία δια του Ααΐρ ερήμωσε πολλούς πρώην πολυάνθρωπους οικισμούς, καθώς είχαν καταστραφεί διαδοχικά από τον Καοσέν και τους Γάλλους.[22]

Ενώ οι νομάδες Kel Owey Τουαρέγκ συνέχισαν να κυριαρχούν στις οάσεις, οι εγκατεστημένοι αγροτοκτηνοτρόφοι (Χάουσα, Τουαρέγκ ή Σονγκάι) επεξέτειναν τις καλλιέργειες και τη μη νομαδική κτηνοτροφία στα μέσα του 20ού αιώνα.

Οι λιμοί των δεκαετιών του 1970 και του 1980 έφεραν ένα τέλος σε αυτή την επέκταση, και όσο η Αγκαντέζ και η Αρλίτ αναπτύσσονταν, τόσο οι οικισμοί του Ααΐρ συρρικνώνονταν. Η Εξέγερση των Τουαρέγκ (1990–1995) ακολουθήθηκε από απάνθρωπα κυβερνητικά αντίποινα, που ερήμωσαν πολλά χωριά στο Ααΐρ. Η ειρήνη μετά το 1995, καθώς και τα ορυχεία ουρανίου της Αρλίτ έφεραν νέα ανάπτυξη στην περιοχή, με πολλές κωμοπόλεις να κερδίζουν για πρώτη φορά από τον τουρισμό. Μία επιδρομή ακρίδων το 2004 έφερε μεγάλη έλλειψη κυρίως στα οπωροκηπευτικά, συντελώντας στην εκδήλωση της Δεύτερης Εξεγέρσεως των Τουαρέγκ το 2007, η οποία κατάφερε καίριο πλήγμα στη μόλις αναπτυσσόμενη τουριστική οικονομία.[23]

Εικόνες από το διάστημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ολική άποψη
Το ένθετο της παραπάνω εικόνας σε μεγέθυνση
  1. Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη-Πάτση», τόμος 1
  2. Thorp, M.B. (1969). «Some aspects of the geomorphology of the Air Mountains, southern Sahara». Transactions, Institute of British Geographers 47: 25–46. doi:10.2307/621733. 
  3. Shaw, Thurstan· Sinclair, Paul· Andah, Bassey· Okpoko, Alex (1995). The Archaeology of Africa: Food, Metals and Towns. Routledge. ISBN 0-415-11585-X. 
  4. C. Michael Hogan. 2009. Painted Hunting Dog: Lycaon pictus, GlobalTwitcher.com, επιμ. N. Stromberg Αρχειοθετήθηκε 9 December 2010[Date mismatch] στο Wayback Machine.
  5. [rst.gsfc.nasa.gov/Sect17/Sect17_3.html Use of Remote Sensing in Basic Science Studies], Section 17, NASA/Primary Author: Nicholas M. Short, Sr..
  6. Paul D. Lowman Jr. VolcanoWorld: Air, Niger Αρχειοθετήθηκε 14 August 2009[Date mismatch] στο Wayback Machine..
  7. URANIUM GEOLOGY: NIGER, WEST AFRICA Αρχειοθετήθηκε 5 March 2009[Date mismatch] στο Wayback Machine., NWT Uranium Corp.
  8. Bruneau de Miré, P. & Gillet, H. (1956): «Contribution à l'étude de la flore du massif de l'Aïr – Première partie», Journal d'Agronomie Tropicale et de Botanique Appliquée, τόμ. 3, σσ. 422–438
  9. Ozenda, P.: Flore du Sahara, 3η έκδ., CNRS, Παρίσι 2004
  10. Poilecot, in Giazzi, F. (1996): Étude initiale – la Réserve Naturelle Nationale de l'Aïr et du Ténéré (Niger) – connaissance des éléments du milieu naturel et humain dans le cadre d'orientations pour un aménagement et une conservation durables – analyse descriptive. MH/E, WWF, UICN, Gland, Suisse, 712 σελ.
  11. 11,0 11,1 Aubréville, A. (1938). «La forêt coloniale – les forêts de l'Afrique occidentale française». Ann. Acad. Sci. Coloniales 9: 1–244. 
  12. Peyre de Fabrègues, B. & Lebrun, J.P.: Catalogue des Plantes Vasculaires du Niger, IEMVT, Maisons Alfort, 1976.
  13. Bruneau de Miré, P. & Gillet, H.: «Contribution à l'étude de la flore du massif de l'Aïr – Première partie», Journal d'Agronomie Tropicale et de Botanique Appliquée, τόμ. 3 (1956), σσ. 422–438
  14. Poilecot, in Giazzi, F.: Étude initiale – la Réserve Naturelle Nationale de l'Aïr et du Ténéré (Niger) – connaissance des éléments du milieu naturel et humain dans le cadre d'orientations pour un aménagement et une conservation durables – analyse descriptive. MH/E, WWF, UICN, Gland Ελβετίας 1996, 712 σελ.
  15. Fabien Anthelme, Maman Waziri Mato, Dimitri de Boissieu et Franck Giazzi 2006. http://vertigo.revues.org/2224
  16. Quézel, P.: La végétation du Sahara, du Tchad à la Mauritanie, Fischer Verlag, Στουτγάρδη 1965
  17. Anthelme, F., Abdoulkader, A. & Besnard, G., 2008: http://www.springerlink.com/content/h1145558780m0361/[νεκρός σύνδεσμος]
  18. 18,0 18,1 Anthelme, F.; Waziri Mato, M.; Maley, J. (2008). «Elevation and local refuges ensure persistence of mountain specific vegetation in the Nigerien Sahara». Journal of Arid Environments 72: 2232–2242. doi:10.1016/j.jaridenv.2008.07.003. 
  19. Anthelme, F.; Abdoulkader, A.; Viane, R. (2011). «Are ferns in arid environments underestimated? Contribution from the Saharan Mountains». Journal of Arid Environments 75: 516–523. doi:10.1016/j.jaridenv.2011.01.009. 
  20. 20,0 20,1 Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη-Πάτση», τόμ. 1
  21. Trust for African Rock Art: ROCK ART OF SAHARA AND NORTH AFRICA:THEMATIC STUDY, David COULSON. Sub-Zone 3: Niger (Ιούνιος 2007).
  22. Jolijn Geels: Niger. Bradt London & Globe Pequot, Νέα Υόρκη 2006, ISBN 1-84162-152-8.
  23. Geels (2006)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]