Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ίστρια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 45°15′40″N 13°54′16″E / 45.26111°N 13.90444°E / 45.26111; 13.90444

Η χερσόνησος της Ίστριας

Η Ίστρια (ΔΦΑ ˈ|ɪ|s|t|r|i|ə, κροατικά: ‎‎ και σλοβενικά: Istra‎‎, ιταλικά: Istria‎‎, ιστριακά: Eîstria, γερμανικά: Istrien‎‎, λατινικά: Histria‎‎), είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος στην Αδριατική. Βρίσκεται στην κορυφή της Αδριατικής ανάμεσα στον κόλπο της Τεργέστης και τον κόλπο του Κβάρνερ. Μοιράζεται ανάμεσα σε τρεις χώρες, την Κροατία, τη Σλοβενία και την Ιταλία[1][2].

Το όνομα των Ίστρων ορίζεται από το "Ιστρών έθνος", τις φυλές των Ιστρών που όπως αναφέρει ο Στράβων ζούσαν στην περιοχή, οικοδόμησαν οχυρωμένους οικισμούς σε λόφους. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές οι Ίστριοι ήταν μια Ιλλυρική φυλή Ενετικής μορφής με τους οποίους είχαν διαφορές οι υπόλοιποι Ιλλυριοί.[3] Στην Αρχαία Ρώμη περιγράφονται σαν επικίνδυνοι πειρατικοί λαοί που αναζητούσαν προστασία όταν περνούσαν από τα βραχώδη στενά στις ακτές τους, κατακτήθηκε ωστόσο μετά από δύο στρατιωτικές εκστρατείες (177 π.Χ.). Η ευρύτερη περιοχή της Ίστριας μαζί με τη Βενετία ονομαζόταν στην αρχαιότητα "Βενετία της Ίστριας", όριζε τα αρχαία βορειοανατολικά σύνορα της Ιταλίας. Ο Δάντης Αλιγκέρι αναφέρει ότι εκεί ήταν στην αρχαιότητα τα ανατολικά σύνορα της Ιταλίας με όριο τον ποταμό Αρσία. Στα ανατολικά του ποταμού βρίσκονταν οι Ιάποδες ένας διαφορετικός λαός, από τον 4ο π.Χ. ως τον 1ο αιώνα π.Χ. κατέκτησαν την ευρύτερη περιοχή οι Λιβυρνοί.[4] Τα βόρεια σύνορα της Ίστριας είχαν επεκταθεί πολύ βόρεια και περιείχαν τη σημερινή Τεργέστη. Μερικοί ιστορικοί καθορίζουν την Ίστρια και τους Ιστρίους με το όνομα "Ίστερ" που σχετίζεται με τον Δούναβη στο νότιο τμήμα της πορείας του. Οι ίδιες πηγές γράφουν ότι ο Δούναβης χώριζε τα Βαλκάνια στα δύο σε μια νοητή γραμμή από την Τεργέστη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Υπάρχει μια υποψία ότι σχετίζεται με την κοινότητα της Ίστριας στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, υπήρχε η αρχαία πόλη του Ίστρου που πήρε το όνομα της από τον ομώνυμο ποταμό. Τον Μεσαίωνα οι Γότθοι επιτέθηκαν και κατέστρεψαν την Ίστρια.

Οι αρχαιολόγοι βρήκαν νομίσματα των Οστρογότθων και ερείπια κτιρίων νότια του Πόρτες, ανάμεσα τους η εκκλησία του Αγίου Πέτρου που είχαν οικοδομήσει οι Οστρογότθοι τον 5ο αιώνα. Η επίσημη θρησκεία των Οστρογότθων που είχαν καταλάβει την Ίστρια ήταν ο Αρειανισμός.[5][6] Οι Γότθοι χρησιμοποίησαν την πέτρα της Ίστριας για να οικοδομήσουν το περίφημο Μαυσωλείο του Θεοδώριχου στη Ραβέννα. Τους επόμενους αιώνες κατέκτησαν την περιοχή οι Λομβαρδοί, διαδοχικά και οι Σλάβοι (601).[7] Ο βαθμός στον οποίο οι Λομβαρδοί είχαν την εξουσία στην περιοχή είναι θέμα συζήτησης, μετά τους Γότθους εισήλθε στο Εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο Λομβαρδικής καταγωγής Γκιουλφάρης που υπηρετούσε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία καταγράφεται σαν "δούκας της Ίστριας" (599).[8][9] Ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ έστειλε επιστολή στον επίσκοπο των Σαλώνων Μάξιμο με τον οποίο εκδήλωνε την ανησυχία του για τις επιδρομές των Σλάβων στην περιοχή. Στην επιστολή ο πάπας γράφει για "τον λαό των Σλάβων που βρίσκεται κοντά σας έχω έντονες ανησυχίες, πέρα από τις συμπάθειες που έχω για σας ανησυχώ ότι αν κατακτήσουν την περιοχή σας θα τη χρησιμοποιήσουν σαν βάση για επιδρομές στην Ιταλία".[10] Όταν έπεσε η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την περιοχή της Ίστριας λεηλάτησαν οι Γότθοι, το Βυζάντιο και οι Άβαροι. Το δυτικό τμήμα της Ίστριας εισήλθε στο Βασίλειο των Λομβαρδών (751) και κατόπιν στη Φραγκία από τον Πεπίνο της Ιταλίας (789). Λίγο αργότερα (804) ο Καρλομάγνος και ο γιος του Πεπίνος συναντήθηκαν με εκπροσώπους των Ίστριων για να τους ενημερώσουν για τις διοικητικές αλλαγές με τη μετάβαση της περιοχής τους στην Αυτοκρατορία των Καρολιδών, οι κάτοικοι δυσαρεστήθηκαν έντονα.[11]

Δημοκρατία της Βενετίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην περιοχή ακολούθησαν πολλοί κυρίαρχοι μέχρι που κατακτήθηκε τελικά από τη Δημοκρατία της Βενετίας (1267). Το ανατολικό τμήμα της Ίστριας εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Μεσαιωνικό Βασίλειο της Κροατίας αλλά στα τέλη του 11ου αιώνα κατακτήθηκε και αυτό από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι παραλιακές πόλεις της Ίστριας βρέθηκαν από τον 9ο αιώνα υπό την επίδραση της Βενετών, το Πόρετς ενσωματώθηκε σύντομα στη Δημοκρατία (15 Φεβρουαρίου 1267), ακολούθησαν σύντομα και άλλες πόλεις στην περιοχή.[12] Ο Βενετός ευγενής Μπατζαμόντε Τιέπολο την εποχή που έχασε τα αξιώματα του στη Βενετία (1310) εγκαταστάθηκε στην Ίστρια με στόχο να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Ο Ιταλός Γεωγράφος Πιέτρο Κάππο μας παρέχει μια αναλυτική περιγραφή της Ίστριας τον 16ο αιώνα, σε ένα αντίγραφο του χάρτη του φαίνεται το ομώνυμο πάρκο του στο κέντρο της πόλης Ίζολα στη νοτιοδυτική Σλοβενία.[13] Το εσωτερικό τμήμα της Ίστριας γύρω από το Πάζιν ανήκε για αιώνες στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τον 14ο αιώνα τα απέκτησε η Δυναστεία των Αψβούργων.

Με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο΄(1797) όλα τα πρώην Βενετσιάνικα εδάφη της Ίστριας πέρασαν στους Αψβούργους που δημιούργησαν την Αυστριακή Αυτοκρατορία (1804).[14] Οι Γαλλικές νίκες ανάγκασαν τους Αυστριακούς να τους παραχωρήσουν τα νότια Σλαβικά εδάφη (1809), ο Ναπολέων Α΄ ένωσε την Ίστρια με εδάφη της Κροατίας και της Σλοβενίας στις Γαλλικές Ιλλυρικές επαρχίες.[15] Στην Ίστρια εισήλθε ο Κωδικός Ναπολέων με πολλά προνόμια στους γηγενείς κατοίκους που διορίστηκαν σε υψηλά αξιώματα, επίσημη γλώσσα αναγνωρίστηκε η παλαιότερη των γηγενών.[15] Οι πράξεις του Ναπολέων δημιούργησαν στους κατοίκους ένα Ιλλυρικό εθνικιστικό κίνημα με παραπομπές στην αρχαιότητα, το κίνημα αυτό είχε στόχο να ενώσει όλους τους πληθυσμούς με τους Σλαβικούς.[15] Μετά την επταετή κατοχή των Γάλλων οι Αυστριακοί ανέκτησαν την Ίστρια (1814), έγινε τμήμα του βασιλείου της Ιλλυρίας που διατηρήθηκε μέχρι τη διάσπαση του (1949). Τα επόμενα χρόνια (1849 - 1918) η περιοχή ήταν τμήμα της Αυστρίας και έμεινε γνωστό σαν "Αυστριακή Ακτή", περιείχε την Τεργέστη, την Γκορίτσια και την Γκράντισκα. Την ίδια εποχή τα σύνορα της Ίστριας ανήκαν στην Ιταλική επαρχία Βενέτσια Τζούλια μαζί με τμήματα της Δαλματίας και της Κροατίας αλλά χωρίς την πόλη της Τεργέστης. Πολλοί Ιταλόφωνοι κάτοικοι της Ίστριας υποστήριζαν το κίνημα να εισέλθουν και οι ίδιοι στην Ιταλική ενοποίηση.[16] Μετά τον Τρίτο Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ωστόσο (1866) το Βένετο και η Φριούλι-Βενέτσια Τζούλια εισήλθαν στο Βασίλειο της Ιταλίας, αντίθετα η Ίστρια και πολλές περιοχές της Αδριατικής παρέμειναν στην Αυστρο-Ουγγαρία. Οι Ιταλόφωνοι κάτοικοι αντέδρασαν έντονα απαιτώντας την ένωση με την Ιταλία, οι Αυστριακοί σαν αντίδραση εύνοησαν έντονα τους Σλάβους δημιουργώντας υπόγεια το Σλαβικό εθνικιστικό κίνημα που είχε στόχο να τους ενώσει σε ένα Σλαβικό κράτος με την Κροατία και τη Σλοβενία.[17][18] Ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ της Αυστρίας ανακοίνωσε στο Υπουργικό Συμβούλιο (12 Νοεμβρίου 1866) ότι στο πρόγραμμα του ήταν ο εκσλαβισμός ή ο εκγερμανισμός των Ιταλόφωνων κατοίκων με δεδομένο ότι οι Γερμανοί και οι Σλάβοι ήταν συγγενείς φυλές.[19]

"Η Αυτού Μεγαλειότητα διέταξε να αναλάβουμε δράση εναντίον των Ιταλικών στοιχείων που ζουν μέσα στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και στις περιοχές που οι Ιταλόφωνοι κατέχουν κυβερνητικά αξιώματα. Οι περιοχές αυτές πρέπει να εκγερμανιστούν ή να εκσλαβιστούν χωρίς κανέναν σεβασμό στις παραδόσεις τους. Η Αυτού Μεγαλειότητα καλεί άμεσα όλους τους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας να εργαστούν σκληρά για να πετύχουν τον στόχο".

Σύμφωνα με τις πηγές οι Ιταλοί της Ίστριας αποτελούσαν για αιώνες περισσότερο από το 50% του πληθυσμού, στις αρχές του 20ου αιώνα (1900) έφτανε στο 1/3.[20] Στη νότια άκρη της χερσονήσου βρισκόταν σε στρατηγική περιοχή το λιμάνι της Πούλας, έγινε η έδρα του Βασιλικού Αυστριακού Ναυτικού. Οι προσπάθειες της Αυστριακής διοίκησης να περιορίσουν στον 19ο αιώνα τον Ιταλόφωνο ποσοστό της Ίστριας δεν είχαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η πρώτη Αυστριακή απογραφή (1846) κατέγραψε 34.000 Ιταλόφωνους και 120.000 Κροατόφωνους χωρίς να ληφθεί υπόψην αν η καταγωγή έχει σχέση με τη γλώσσα. Στην επόμενη απογραφή (1910) τα ποσοστά άλλαξαν σημαντικά, καταγράφηκαν 108.000 Ιταλόφωνοι και 134.000 Κροατόφωνοι.[21] Ο Βαννί ντ΄Αλέσσιο (1908) ότι "οι Αυστριακοί υποτίμησαν σημαντικά τις ικανότητες των Ιταλόφονων κατοίκων να διατηρήσουν τη γλώσσα τους, πολλοί επίσης κάτοικοι στην Ίστρια δήλωσαν Ιταλόφωνοι χωρίς να είναι". Τα κυβερνητικά μέλη της Αυστριακής αριστοκρατίας που ήταν Γερμανοί στην καταγωγή όταν ζούσαν στα μικρά χωριά της Ίστριας ήταν υποχρεωμένοι να μιλήσουν την Ιταλική γλώσσα των κατοίκων.[22]

Η Ιταλία παρά το γεγονός ότι ανήκε στις Κεντρικές Δυνάμεις όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δήλωσε ουδετερότητα, σύντομα ήρθε σε συνομιλίες με την Τριπλή Συνεννόηση με στόχο να εισέλθει σε αυτήν με αντάλλαγμα μεγάλα εδαφικά κέρδη.[23] Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1915) η ΑΝΤΑΝΤ υποσχέθηκε στην Ιταλία την Ίστρια, τη Δαλματία, το Τιρολό, τα Ελληνικά Δωδεκάνησα και τμήματα της Αλβανίας και της Τουρκίας. Με τη λήξη του πολέμου η Ίστρια ενσωματώθηκε στην Ιταλία αλλά ξεκίνησε η παρακμή της περιοχής χάρη στους διωγμούς του Σερβικού στοιχείου. Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Φασισμός έκλεισαν όλα τα Σλαβικά σχολεία, απαγορεύτηκε η χρήση της Σλαβικής γλώσσας και η τήρηση των Σλαβικών εθίμων. Οι 100.000 απελπισμένοι και εκδιωκόμενοι Σλαβόφωνοι δραπέτευσαν στη Γιουγκοσλαβία. Η αντιστασιακή οργάνωση των Σέρβων κατά του Φασισμού ιδρύθηκε στην Τεργέστη και την Γκορίτσια, περιείχε τους Κροατόφωνους και τους Σλοβανόφωνους της Ίστριας, ήταν το πρώτο αντιφασιστικό κίνημα στην Ευρώπη.[24] Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Ίστρια έγινε πεδίο μάχης ανάμεσα στους φασίστες και τους κομμουνιστές Παρτιζάνους. Με τη λήξη του πολέμου οι Παρτιζάνοι πήραν το πάνω χέρι και ξεκίνησαν σκληρά αντίποινα (1945).[25] Μετά τη λήξη του πολέμου το μεγαλύτερο τμήμα της Ίστριας παραχωρήθηκε στη Γιουγκοσλαβία, στην Ιταλία έμεινε μόνο ένα μικρό τμήμα στα βορειοδυτικά με κέντρο την Τεργέστη.[25] Τα δραματικά γεγονότα για τους Ιταλούς ήταν ορατά στην πόλη της Πούλας που βρισκόταν στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου της Ίστρας με Ιταλόφωνους κατοίκους. Από τον Δεκέμβριο του 1946 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1947 ένα ποσοστό κατοίκων πιέστηκε να μεταναστεύσει νότια στην Ιταλία.[26] Οι υπόλοιποι έφυγαν μετά τη "Συνθήκη των Παρισίων" (10 Φεβρουαρίου 1947) που παραχωρούσε το μεγαλύτερο τμήμα της Ίστριας στη Γιουγκοσλαβία.

  1. Marcel Cornis-Pope, John Neubauer, History of the literary cultures of East-Central Europe: junctures and disjunctures in the 19th And 20th Centuries, John Benjamins Publishing Co. (2006), ISBN 90-272-3453-1
  2. Alan John Day, Roger East, Richard Thomas, A political and economic dictionary of Eastern Europe, Routledge, 1sr ed. (2002), ISBN 1-85743-063-8
  3. Wilkes, J. J. The Illyrians, 1992, σ. 183
  4. M. Blečić, Prilog poznavanju antičke Tarsatike, VAMZ, 3.s., XXXIV 65-122 (2001), UDK 904:72.032 (3:497.5), σσ. 70, 71
  5. Šonje, Ante. Crkvena arhitektura (L'architettura sacra). σσ. 45–49, 217, 270
  6. Bratož, Rajko (1989). The development of the early Christian research in Slovenia and Istria between 1976 and 1986 [article] Lyon, Vienne, Grenoble, Genève, Aoste, 21-28 septembre 1986. Publications de l'École Française de Rome. σ. 2370
  7. https://www.coordinamentoadriatico.it/alto-medioevo/
  8. https://www.catholicculture.org/culture/library/fathers/view.cfm?recnum=3726
  9. Martyn, John R. C (2012). Pope Gregory's Letter-Bearers: A Study of the Men and Women who carried letters for Pope Gregory the Great. Cambridge Scholars Publishing. σ. 65
  10. Željko Rapanić; (2013) O početcima i nastajanju Dubrovnika (The origin and formation of Dubrovnik. additional considerations) σ. 94; Starohrvatska prosvjeta, Τομ. III No. 40
  11. Oto Luthar, ed. (2008). The land between : a history of Slovenia. Frankfurt am Main: Peter Lang. σ. 100
  12. John Mason Neale, Notes Ecclesiological & Picturesque on Dalmatia, Croatia, Istria, Styria, with a visit to Montenegro, σ. 76
  13. http://revitas.org/en/tourist-itineraries/historic-urban-cores/izola,18/izola,63.html
  14. Stephens, Henry Morse (2008). Revolutionary Europe, 1789–1815, BiblioLife. σ. 192
  15. 15,0 15,1 15,2 https://www.britannica.com/place/Illyrian-Provinces
  16. http://www.corsadelricordo.it/la-storia
  17. Die Protokolle des Österreichischen Ministerrates 1848/1867. V Abteilung: Die Ministerien Rainer und Mensdorff. VI Abteilung: Das Ministerium Belcredi, Wien, Österreichischer Bundesverlag für Unterricht, Wissenschaft und Kunst 1971
  18. Relazione della Commissione storico-culturale italo-slovena, Relazioni italo-slovene 1880-1956, "Capitolo 1980-1918"
  19. Die Protokolle des Österreichischen Ministerrates 1848/1867. V Abteilung: Die Ministerien Rainer und Mensdorff. VI Abteilung: Das Ministerium Belcredi, Wien, Österreichischer Bundesverlag für Unterricht, Wissenschaft und Kunst 1971, Τομ. 2, σ. 297
  20. https://www.iemed.org/publication/istrian-spring/
  21. Žerjavić, Vladimir (2008). "DOSELJAVANJA I ISELJAVANJA S PODRUČJA ISTRE, RIJEKE I ZADRA U RAZDOBLJU 1910-1971". Journal of Modern Italian Studies. 13(2): 237–258
  22. D'Alessio, Vanni (2008). "From Central Europe to the northern Adriatic: Habsburg citizens between Italians and Croats in Istria". Journal of Modern Italian Studies. 13(2): 237–258
  23. https://www.jstor.org/stable/26265925
  24. Rawson, Andrew (2013). Organizing Victory: The War Conferences 1941–1945
  25. 25,0 25,1 Minahan, James (2000). One Europe, Many Nations: A Historical Dictionary of European National Groups. Greenwood Publishing Group. σσ. 340–341
  26. Katia Pizzi, A city in search of an author: the literacy identity of Trieste, σ. 23
  • Ashbrook, John (December 2005). "Self-perceptions, denials, and expressions: Istrianity in a nationalizing Croatia, 1990-1997". Nationalities Papers. 33 (4): 459–487.
  • Luigi Tomaz, Il confine d'Italia in Istria e Dalmazia. Duemila anni di storia, Presentazione di Arnaldo Mauri, Think ADV, Conselve 2008.
  • Luigi Tomaz, In Adriatico nel secondo millennio, Presentazione di Arnaldo Mauri, Think ADV, Conselve, 2010.
  • Louis François Cassas "Travels in Istria and Dalmatia, drawn up from the itinerary of L. F. Cassas" Eng trans. from 1802 Fr pub

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Βικιθήκη έχει το κείμενο της Encyclopædia Britannica, 11η έκδοση (1911), για το λήμμα Istria.