Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος
ΜΡ ΘΥ Η ΑΘΗΝΙΩ[ΤΙΣΣΑ] / ΜΗΤΗΡ Θ[ΕΟ]Υ ΒΟΗΘΕΙ ΜΟΙ ΤΩ CΩ ΔΟΥΛΩ ΜΙΧΑΗΛ ΤΩ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΘΗΝΩΝ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1138
Χώνες
Θάνατος1222 (περίπου)
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςμεσαιωνική ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιστορικός
ιερέας
συγγραφέας
Οικογένεια
ΑδέλφιαΝικήτας Χωνιάτης
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμητροπολίτης

Ο Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος (Χώνες Μικράς Ασίας, 1138 - Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Θερμοπυλών, 1222) ήταν Βυζαντινός λόγιος και ορθόδοξος Μητροπολίτης Αθηνών, περί τα έτη 1182 - 1204, ακριβώς πριν από τις κατακτήσεις των Φράγκων. Στις ιστορικές επιστολές του γράφει για την Αττική και με μια προσεκτική ενδοσκόπηση σε αυτές, φαίνεται πως ήταν λαοφιλής αλλά και λάτρης της πόλης. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιουλίου. [1]

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε περί το 1138 στις Χώνες (πρώην Κολοσσαί) της Φρυγίας στη Μικρά Ασία. Προερχόταν από την εύπορη οικογένεια των Ακομινάτων. Αδελφός του ήταν ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης. Σε νεαρή ηλικία τον έστειλε ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθεί. Εκεί προστάτης και διδάσκαλός του έγινε ο σοφός Ευστάθιος, αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Εκπαιδεύτηκε στην κλασική παιδεία, γνώρισε τους Όμηρο, Πίνδαρο, Δημοσθένη, Θουκυδίδη και άλλους αρχαίους συγγραφείς και μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τους ανώτερους εκκλησιαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Ανέπτυξε χαρακτήρα δραστήριο, ευγενή και πράο.

Τα πρώτα αξιώματα και η εγκατάσταση στη μητρόπολη Αθηνών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά υπηρέτησε στον Πατριάρχη Θεοδόσιο ως υπογραμματέας του και χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1175 και Μητροπολίτης Αθηνών το 1182. Η αρχιερατεία του Ακομινάτου ανήκει στα λίγα φωτεινά σημεία της σκοτεινής ιστορίας των Αθηνών του Μεσαίωνα. Φτάνει στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1182 για να διαδεχθεί το μητροπολίτη Γεώργιο Ξηρό. Η Μητρόπολη Αθηνών ήταν τότε μητρόπολη 28ης τάξης και είχε υπό τη διοίκηση της τις επισκοπές Δαυλείας, Ευρίπου, Κορώνειας, Άνδρου, Ωρεού, Σκύρου, Καρύστου, Πορθμού, Αυλώνος, Σύρου, Σερίφου και Κέας. Εγκαθίσταται στο επισκοπικό μέγαρο στη Μητρόπολη της Αθήνας, την Παναγία την Αθηνιώτισσα (Παρθενώνας). Από τότε άρχισε τον αγώνα του για να ανορθώσει υλικά και πνευματικά το ποίμνιό του -που είχε φανερά καταπέσει σε αυτά τα χρόνια, όπως μαρτυρείται από τις πολυάριθμες επιστολές του- στέλνοντας συνεχώς επιστολές στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και ερχόμενος σε συνεργασία με τους διάφορους διοικητές του Θέματος της Ελλάδας και με τοπικούς αξιωματούχους του κράτους. Με το κήρυγμά του προσπαθούσε να εμφυσήσει στον λαό της Αθήνας ξανά το χριστιανικό πνεύμα και τρόπο ζωής, από το οποίο η φτώχεια κυρίως τους είχε κάνει να απομακρυνθούν. Επίσης, προσπάθησε να ξαναβάλει σε τάξη και τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους και κληρικούς, οι οποίοι εμπλεκόταν σε πολλές κακοδιοικήσεις και σκάνδαλα. Το Σεπτέμβριο του 1185 παραβρέθηκε στη στέψη του αυτοκράτορα Ισαάκιου Β' Άγγελου και προσπάθησε να υπερασπιστεί τα δίκαια της Μητρόπολης του. Μάλιστα το 1187 του δόθηκε από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης η επισκοπή της Αίγινας για να αυξηθούν τα λιγοστά έσοδα της Μητρόπολης του. Η κατάσταση όμως ήταν τόσο άσχημη για τους πληθυσμούς της περιοχής αλλά και για όλη την Ελλάδα: μόνο το πρώτο χρόνο μπόρεσε μετά πολλών βασάνων να μαζέψει τον ετήσιο φόρο και ύστερα παραιτήθηκε από την αξίωση του γι' αυτήν την επισκοπή, γιατί -όπως εξηγεί σε μια επιστολή του- το νησί ήταν σχεδόν ακατοίκητο και καταφύγιο πειρατών, οπότε δεν μπορούσε να έχει έσοδα από εκεί.

Σφραγίδα του Μιχαήλ: στη μία όψη η Βρεφοκρατούσα ΜΗ[ΤΗ]Ρ Θ[Ε]ΟΥ Η ΑΘΗΝΙΟ[ΤΙΣΣΑ] στην άλλη όψη η επιγραφή ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ ΒΟΗΘΕΙ ΜΟΙ ΤΩ ΣΩ ΔΟΥΛΩ ΜΙΧΑΗΛ ΤΩ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΘΗΝΩΝ

Η υπεράσπιση της Αθήνας και η φυγή του στην Κέα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1203 υπεράσπισε την Αθήνα από την επίθεση του πελοποννήσιου γαιοκτήμονα Λέοντα Σγουρού, που είχε ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στο Ναύπλιο και την Αργολίδα. Στην αρχή προσπάθησε να συνομιλήσει με τον άρχοντα, αλλά όταν εκείνος αρνήθηκε, εγκατέστησε στην Ακρόπολη βλητικές μηχανές και τοξεύοντας τους στρατιώτες του Σγουρού, τους έδιωξε από την Αθήνα. Όταν το 1204 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και κατόπιν, υπό τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, κατέλαβαν την Κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο και βρέθηκαν μπροστά στην Αθήνα, ο Ακομινάτος, καταλαβαίνοντας το μάταιο της αντίστασης, παρέδωσε την πόλη. Μετά από λίγες εβδομάδες και αφού οι Φράγκοι στρατιώτες είχαν λεηλατήσει την πόλη, την Παναγία την Αθηνιώτισσα και το ίδιο το σπίτι του Μητροπολίτη, παίρνει μόνο τα αναγκαία για την επιβίωσή του και φεύγει πρώτα για τη Θεσσαλονίκη, μετά στη Χαλκίδα και τελικά εγκαθίσταται μόνιμα στην Κέα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, όπου και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Από την Κέα διευθύνει για λίγους μήνες τη Μητρόπολη του, αλλά όταν εγκαθίσταται εκεί Λατινική επισκοπή δεν έχει πλέον καμία αρμοδιότητα. Στα επόμενα χρόνια θα τον σημαδέψουν ο θάνατος του αδελφού του, Νικήτα Χωνιάτη καθώς και κάποιων άλλων συγγενών του και η χειροτέρευση της υγείας του.

Παρόλο που ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης τον καλεί στην πρωτεύουσά του και ο Οικουμενικός Πατριάρχης του προτείνει την ποίμανση της χηρεύουσας Μητρόπολης της Νάξου, εκείνος αρνείται και τα δύο, μια που η κατάσταση της υγείας του -η επιδείνωση των ρευματισμών του- δεν του επέτρεπε ούτε να κάνει ένα βήμα έξω από το κατώφλι του κελιού του, στο μοναστήρι. Αργότερα, μετέβη στη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου κοντά στις Θερμοπύλες όπου και πέθανε, στα 1222 μ.Χ..[1]

Ο Μιχαήλ Ακομινάτος άφησε κατηχητικές ομιλίες, πανηγυρικούς, θρηνητικούς και ομοίους άλλους λόγους, επιστολές και ποιήματα.

Η πρώτη έκδοση έργου του Μιχαήλ Ακομινάτου ήταν η Μονωδία εις τον αδελφόν αυτού Νικήτα Χωνιάτη που εκδόθηκε το 1566 απο τον Πέτρο Μορέλλι στο Παρίσι, στα λατινικά. Το ίδιο κείμενο ανατυπώθηκε άλλες τρεις φορές στα λατινικά πάλι έως το 1865 που εκδόθηκε στα ελληνικά στη σειρά της Πατρολογίας του Migne.
Ο πρώτος που έγραψε για τη ζωή και το έργο του ήταν ο Ιταλός Baldini, προϊστάμενος της Λαυρεντιακής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας, ο οποίος υπέβαλε στα 1767 στη Γαλλική Ακαδημία Γραμμάτων και Επιγραφών την Επιστολή περί Μιχαήλ Ακομινάτου και του έργου αυτού.
Στην ελληνική γλώσσα όλο το έργο του Μιχαήλ Χωνιάτη βρίσκεται στο βιβλίο του Σπυρίδωνα Λάμπρου ΜΙΧΑΗΛ ΧΩΝΙΑΤΗΣ, Τα Σωζόμενα, Αθήνα 1879/1880.

Ακολουθία και εορτασμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι γραμμένη από τον υμνογράφο Δρ. Χαράλαμπο Μπούσια των Αλεξανδρέων. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Ιουλίου μαζί με του Ανδρέα Κρήτης στον Βατοπεδινό Κώδικα με ίδια Ακολουθία.[1]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]