Κορράδος Γ΄ της Γερμανίας
Ο Κορράδος Γ΄ της Γερμανίας (Konrad III., 1093 – 15 Φεβρουαρίου 1152) από τον Οίκο των Χοενστάουεν ήταν Βασιλιάς της Ιταλίας (1128 - 1135), Βασιλιάς της Αρλ (1137 - 1152) και ο πρώτος βασιλιάς της Γερμανίας από τον Οίκο των Χοενστάουφεν (1138 - 1152). Ήταν γιος του Φρειδερίκου Α΄ δούκα της Σουαβίας και της Αγνής του Βάιμπλινγκεν, κόρης του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄.[1]
Κορράδος Γ' | |
---|---|
Περίοδος | 1138 - 1152 |
Στέψη | 13 Μαρτίου 1138 Άαχεν |
Προκάτοχος | Λοθάριος Β΄ Σούπλινμπουργκ |
Διάδοχος | Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα |
Περίοδος | 1128 - 1135 |
Στέψη | 1128 Μιλάνο |
Προκάτοχος | Ερρίκος Ε΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας |
Διάδοχος | Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα |
Γέννηση | 1093 |
Θάνατος | 15 Φεβρουαρίου 1152 (59 ετών) Μπάμπεργκ, Δουκάτο της Βαυαρίας |
Σύζυγος | Γερτρούδη του Κόμπουργκ Γερτρούδη του Ζούλτσμπαχ |
Επίγονοι | Ερρίκος Βερεγγάριος των Χοενστάουφεν Φρειδερίκος Δ΄ της Σουαβίας |
Οίκος | Οίκος των Χοενστάουφεν |
Πατέρας | Φρειδερίκος Α΄ της Σουαβίας |
Μητέρα | Αγνή του Βάιμπλινγκεν |
Θρησκεία | Καθολική Εκκλησία |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Κορράδος ορίστηκε δούκας της Φραγκονίας από τον θείο του Ερρίκο Ε΄ (1115).[2] Έναν χρόνο αργότερα διορίστηκε αντιβασιλιάς της Γερμανίας μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Φρειδερίκο Β΄ της Σουαβίας. Με τον θάνατο του Ερρίκου (1125), ο Κορράδος ανεπιτυχώς προσπάθησε να βοηθήσει τον μεγάλο του αδελφό να γίνει βασιλιάς της Γερμανίας, με αποτέλεσμα να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα. Αργότερα τον Δεκέμβριο του 1127 με την υποστήριξη της Σουαβίας και του δουκάτου της Αυστρίας εξελέγη αντιβασιλιάς στην Νυρεμβέργη. Ο Κορράδος πέρασε τις Άλπεις προκειμένου να στεφθεί βασιλιάς της Ιταλίας από τον Άνσελμο Ε΄ αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου.[3] Τα δύο επόμενα χρόνια δεν έκανε τίποτα σημαντικό στην Ιταλία και επέστρεψε στη Γερμανία (1130). Αυτός και ο αδελφός του προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσουν τον Λοθάριο και τελικά δήλωσαν την υποταγή τους (1135) με τον Λοθάριο να επιστρέφει τα παλιά τους εδάφη.
Βασιλιάς της Γερμανίας
ΕπεξεργασίαΜετά τον θάνατο του Λοθάριου, εξελέγη βασιλιάς στις 7 Μαρτίου 1138 και στέφθηκε στο Άαχεν 6 μέρες αργότερα. Παρέδωσε το δουκάτο της Σαξονίας στον Αλβέρτο τον γενειοφόρο και της Βαυαρίας στον Λεοπόλδο Γ΄ μαγράβο της Αυστρίας κρατώντας ο ίδιος την ψιλή κυριαρχία. Ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ Γουέλφων και Γιβελίνων αργότερα επεκτάθηκε νοτιότερα στην Ιταλία. Μετά τον θάνατο του Ερρίκου (1139) ο πόλεμος συνεχίστηκε με τον γιο του, Ερρίκο τον Λέοντα, και αργότερα τον αδελφό του, Γουέλφο ΣΤ΄ της Τοσκάνης.
Τελικά ο τελευταίος ηττήθηκε εξαναγκαζόμενος τον Μάιο του 1142 να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον Κορράδο στη Φραγκφούρτη. Την ίδια χρονιά ο Κορράδος εισήλθε στη Βοημία τοποθετώντας πρίγκηπα τον γαμπρό του Βλαδίσλαο Β΄ της Βοημίας. Το 1146, ενώθηκε με τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ΄ και τον Τιερί της Αλσατίας, κόμη της Φλάνδρας προκειμένου να συμμετέχει στη Β΄ Σταυροφορία, αφήνοντας βασιλιά τον γιο του, Ερρίκο Βερεγγάριο. Με 20.000 στρατό πέρασαν από την Ουγγαρία και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1146.
Αντί να ακολουθήσει στη συνέχεια τα χριστιανοκρατούμενα παράλια της Ανατολίας, επέλεξε να περάσει από την ενδοχώρα της Ανατολίας. Ως αποτέλεσμα, στις 25 Οκτωβρίου 1147 συνετρίβη από τους Σελτζούκους Τούρκους στη μάχη του Δορυλαίου, όπου οι περισσότεροι στρατιώτες του σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ δραπέτευσε μονάχα αυτός και οι ευγενείς του. Οι 2.000 Γερμανοί που σώθηκαν κατέφυγαν στη Νίκαια, όπου πολλοί από αυτούς αποστάτησαν και προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Γερμανία. Ο Κορράδος, συνοδεία Γάλλων, ενώθηκε με τον κύριο στρατό του Λουδοβίκου στο Λοπάδιο. Λίγο αργότερα αρρώστησε στην Έφεσο και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη στην αυλή του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ για να αναρρώσει, με τον αυτοκράτορα να του παρέχει ιατρική φροντίδα αυτοπροσώπως. Μετά την ανάρρωσή του, μέσω της Άκρας έφτασε στα Ιεροσόλυμα.
Συμμετείχε στην αποτυχημένη πολιορκία της Δαμασκού και μετά την τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια του να καταλάβει την Ασκαλών επέστρεψε οριστικά στη Γερμανία. Το 1150, ο Κορράδος και ο Ερρίκος Βερεγγάριος νίκησαν τον Ουέλφο ΣΤ΄ και τον γιο του Γουέλφο Ζ΄ της Τοσκάνης, αλλά την ίδια χρονιά πέθανε ο Ερρίκος Βερεγγάριος και οι Ουέλφοι με τους Χοενστάουφεν έκλεισαν ειρήνη (1152). Ο Κορράδος δεν στέφθηκε ποτέ αυτοκράτορας και μέχρι το θάνατό του χρησιμοποιούσε μόνο τον τίτλο του βασιλέα των Ρωμαίων. Όντας ετοιμοθάνατος και με μοναδικούς μάρτυρες τον ανιψιό του Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα και τον Επίσκοπο Βαμβέργης, όρισε ως διάδοχό του τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα, αντί του εξάχρονου γιου του Φρειδερίκου (1152).
Οικογένεια
ΕπεξεργασίαΝυμφεύτηκε πρώτα τη Γερτρούδη του Κόμπουργκ, κόρη του Ερρίκου κόμη του Ρότενμπουργκ και είχε τέκνα:
- Μπέρτα, ηγουμένη του αββαείου του Έρνσταϊν.
- Γκέρτρουντ.
- Αγνή (;) απεβ. 1151, παντρεύτηκε τον Ιζιασλάβ Β΄ των Ρουρικιδών μεγάλο πρίγκιπα του Κιέβου.
Έπειτα έκανε δεύτερο γάμο με τη Γερτρούδη του Ζούλτσμπαχ, κόρη του Βερεγγάριου Β΄ κόμη του Ζούλτσμπαχ και είχε τέκνα:
- Ερρίκος-Βερεγγάριος 1136/7-1150, συμβασιλιάς της Γερμανίας με τον πατέρα του.
- Φρειδερίκος Δ΄ 1145-1167, δούκας της Σουαβίας.
Από μία εκτός γάμου σχέση του με την Γκέρμπεργκα είχε φυσικά τέκνα:
- (νόθος) Λέοπολντ.
- (νόθος) Κονσταντίν φον Λόχγκαρτεν.
- (νόθος) Γκίζελμπερτ φον Χότινγκεν.
- (νόθη) Σοφία, παντρεύτηκε τον Κόνρατ/Κορράδο φον Πφίτσινγκεν, γενάρχη τού Οίκου τού Χόενλοε.
- (νόθη) Λουντμίλλα φον Βέλμπεργκ.
Πρόγονοι
ΕπεξεργασίαΠαραπομπές
ΕπεξεργασίαΠηγές
Επεξεργασία- Barber, Malcolm (2004). The Two Cities: Medieval Europe 1050–1320. Routledge.
- Frederick I (2000). The Crusade of Frederick Barbarossa: The History of the Expedition of the Emperor Frederick and related texts. Translated by Loud, G.A. Ashgate Publishing.
- Marina, Areli (2013). "The Langobard Revival of Matteo il Magno Visconti, Lord of Milan". I Tatti Studies in the Italian Renaissance. University of Chicago Press. Vol. 16, No. 1/2 September.
- Ziegler, W. König Konrad III. (1138–1152). Hof, Urkunden und Politik (= Forschungen zur Kaiser- und Papstgeschichte des Mittelalters. Band 26) Böhlau, Wien u. a. 2008
- Baldwin, M. W. A History of the Crusades: the first hundred years, 1969.