Chapter Text
ΜΕΡΟΣ 3: KΛΕΟΠΑΤΡΑ
Κεφάλαιο 4: Ομορφιά
Η μικρή Γαλάτισσα πνιγόταν μέσα στο θυμό, την παραίτηση και το παράπονο. Το μόνο της έγκλημα ήταν η ειλικρίνεια. Το ίνδαλμα της την είχε καταδικάσει στη μιζέρια, τη βαρεμάρα και τα φορέματα.
Μετά από τρεις μέρες ρουτινιασμένης επανάληψης ανούσιων δραστηριοτήτων, η Τίνα ξεκίνησε να εξερευνά το παλάτι, φροντίζοντας να επιστρέφει τις ώρες του φαγητού και του απογευματινού «εναυλισμού». Χάζευε τα γλυπτά και τις τοιχογραφίες, την περίπλοκη αρχιτεκτονική και τους όμορφους κήπους, ενώ επιθυμούσε πιο πολύ από ποτέ να βρίσκεται κι εκείνη στο εργοτάξιο, ανάμεσα στην άμμο και τους ιδρωμένους εργάτες.
Το πιο κοντινό σε εργάτες που προσέφερε το παλάτι ήταν οι φρουροί. Εκείνοι ήξεραν να περνούν ποιοτικά το χρόνο τους. Η Τίνα τους κρυφοκοίταζε στους διαδρόμους, πως μίλαγαν λίγο, γέλαγαν πολύ και βαθιά. Πειράζονταν μεταξύ τους με μια καλοπροαίρετη οικειότητα που ήταν ανύπαρκτη μεταξύ των αυλικών.
Πως της έλειπε αυτό, πως το ζήλευε! Ένα απόγευμα, μετά από μια ιδιαίτερα βαρετή συνεδρία «εναυλισμού», η Τίνα δεν άντεξε άλλο. Πήρε το δρόμο για τα διαμερίσματα των φρουρών.
Πέραν από τη βαρεμάρα της, όμως, υπήρχε κι άλλος, βαθύτερος λόγος που κινητοποιούσε τις εξερευνήσεις της. Οι αμφιβολίες.
Μεταξύ των διαφόρων στοιχειωμάτων που την κρατούσαν ξάγρυπνη, δεν μπορούσε να χωνέψει την αναίτια βία στην οποία είχε ενδώσει, όταν εισέβαλε με το έτσι θέλω στο παλάτι μερικές μέρες πριν. Όταν το πρώτο σοκ ικανοποίησης ξέφτισε, η μικρή άρχισε να αναλογίζεται τους καημένους τους φρουρούς που ξυλοφόρτωσε, οι οποίοι ήταν ήδη στραπατσαρισμένοι από τον Οβελίξ και τον Αστερίξ. Φρίκαρε με το γεγονός ότι ούτε τα πρόσωπα τους δεν θυμόταν. Αν τους συναντούσε στους διαδρόμους, θα τους προσπερνούσε χωρίς να τους αναγνωρίσει!
Ήταν σωστό που τους έφερε τα βάζα στο κεφάλι; Θα μπορούσε απλά να τους έχει εξηγήσει την κατάσταση πολιτισμένα…
Η Πεισματίνα θυμόταν ακόμη εκείνη την καημένη τη γοτθική περίπολο, τότε που είχαν πάει να σώσουν τον Πανοραμίξ. Ο Αστερίξ και ο Οβελίξ πρώτα τους σάπισαν και μετά παραδόθηκαν σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Μα πως το κατάφερναν οι γαλάτες;! Πως μπορούσαν να κοιμούνται το βράδυ σαν γομάρια, χωρίς να τους βαραίνουν οι ηθικές προεκτάσεις της συμπεριφοράς τους; Ειδικά όταν οι χερούκλες τους έφεραν τη δύναμη του μαγικού ζωμού. Κι όμως κατάφερναν πάντα να πετυχαίνουν αυτή την λεπτή ισορροπία μεταξύ του «εκτονώνω τα νεύρα μου» και «σέβομαι τον συνάνθρωπό μου». Αυτή όσο κι αν προσπαθούσε κατέληγε είτε στο ένα άκρο είτε στο άλλο!
Ο άνθρωπος που έχει τιμή οφείλει να μην ξεσπάει τα νεύρα του πάνω σε άλλους, τελεία και παύλα. Έτσι απόλυτα είχε μάθει η Πεισματίνα. Όμως πόσο ξεκούραστο θα ήταν αν μπορούσε… Μόνο λιγάκι να ξεσπάει, που και που, ίσα για να κοιμάται το βράδυ εύκολα και ήσυχα. Μέσα στο γενικότερο αδιέξοδο όπου είχε φυλακιστεί, αντιμετώπιζε κι ένα ηθικό δίλλημα του οποίου την απάντηση είχε αρχίσει να αμφισβητεί.
Κοντοστάθηκε στο κατώφλι του εντευκτηρίου των φρουρών. Από την μισάνοικτη πόρτα ταξίδευαν αξιοζήλευτοι ήχοι: πειράγματα και χαχανητά, ζάρια να κυλάνε στο ξύλινο τραπέζι, μπάσα επιφωνήματα και ζητωκραυγές. Αυτός εδώ ο χώρος ήταν το καταφύγιο τους. Η ανδροκρατούμενη σπηλιά τους, μακριά από το γυναικοκρατούμενο παλάτι.
Κι αν δεν την ήθελαν ανάμεσα τους επειδή είχε χάσει τα παντελόνια της;
Η Τίνα έσπρωξε μακριά τις μαύρες σκέψεις, ξέμπλεξε τα δάκτυλα της από το ύφασμα του φορέματός της, πήρε μια βαθιά ανάσα… και χτύπησε τρεις διακριτικές φορές πάνω στην ξύλινη πόρτα.
Αμέσως επικράτησε σιωπή. Μήπως έπρεπε να το βάλει στα πόδια; Δεν θα άντεχε την απόρριψη τους, δεν θα άντεχε να επιστρέψει στις αυλικές χωρίς μια παρηγοριά, δεν-
Κάποιος άνοιξε την πόρτα, φανερώνοντας την στα βλέμματά τους. Με την προσοχή τους επικεντρωμένη πάνω της, τα γόνατα της είχαν αρχίσει να ψιλο-τρέμουν.
Η Τίνα καθάρισε το λαιμό της, όμως το γλωσσικό χάσμα μεταξύ τους ήταν πιο ευρύ από ποτέ. Με το ακροατήριο της να περιμένει απορημένα, η Τίνα δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Παριστάνοντας μια ψυχραιμία που σε καμιά περίπτωση δεν αισθανόταν, σήκωσε το χέρι και τους χαιρέτησε. Κάπως αποχαυνωμένα, την χαιρέτησαν κι αυτοί.
Έπειτα, με χειρονομίες, τους εξήγησε ότι ήταν η όμηρος και ότι δε μιλούσε αιγυπτιακά.
“Αιχμάλωτη. Captiva.” Επανέλαβε, δείχνοντας τον εαυτό της.
Οι φρουροί που ήταν εντός του οπτικού της πεδίου δεν φάνηκαν να εκπλήσσονται, ούτε όμως είχαν και κάτι να σχολιάσουν. Ένα άβολο κλίμα είχε κατακάτσει πάνω στο δωμάτιο, που πριν αντιλαλούσε με ευχάριστους, οικείους ήχους. Η Πεισματίνα ξεροκατάπιε.
Σε μια έξαρση αυθορμητισμού, έδειξε τα ζάρια. «Τι παίζετε;» Ρώτησε με χειρονομίες.
Αρχικά, ο φρουρός που στεκόταν στην πόρτα φάνηκε να έχει ξεχάσει και ο ίδιος τι έπαιζαν. Μετά της απάντησε στα αιγυπτιακά.
Η Τίνα ένευσε καταφατικά, κι ας μην είχε καταλάβει τίποτα. Αγχωμένος ιδρώτας έσταζε στην πλάτη της.
«Μπορώ να βλέπω;» Χειρονόμησε ξανά, δείχνοντας μια από τις άδειες καρέκλες.
«Ε;» Το επιφώνημα απορίας του φρουρού είναι κοινό σε όλες τις γλώσσες, φαίνεται. Την έδειξε με το δάκτυλο, δείχνοντας μετά το τραπέζι για να σιγουρευτεί.
Η Τίνα έδωσε ένα καταφατικό νεύμα, όλο ελπίδα.
Έπειτα ο άντρας στράφηκε στους συναδέλφους του και –μάλλον- τους εξήγησε το αίτημα της κοπέλας.
Αφού σιγουρεύτηκαν ότι κατάλαβαν καλά, μόνο που δεν ξέσπασαν σε ζητοκραυγές. Δυό-τρεις ένευαν πυρετωδώς να μπει μέσα και να κλείσει την πόρτα πίσω της. Η καρδιά της Τίνας πετάριζε ευτυχισμένα. Τέτοια υποδοχή δεν την περίμενε με τίποτα!
Ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της τράβηξε μια καρέκλα κοντά στην δική του και της ένευε ενθουσιωδώς να κάτσει δίπλα του. Η Τίνα ήταν έτοιμη να πάει, όταν ο φρουρός που της άνοιξε την πόρτα την έπιασε από τους ώμους και την οδήγησε στην πιο ήσυχη πλευρά του τραπεζιού. Μέσα στη ζάλη του γενικού ενθουσιασμού, η Τίνα δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί θέλησε να την χωρίσει από τους υποστηρικτές της, όμως δέχθηκε αυτό που της δόθηκε κι είπε και ευχαριστώ.
Το χαλαρό κλίμα είχε αρχίσει να επιστρέφει, καθώς οι φρουροί αστειεύονταν μεταξύ τους, σκουντώντας ο ένας τον άλλον με τους αγκώνες τους. Η Πεισματίνα δεν είχε ιδέα τι έλεγαν μεταξύ τους. Το μόνο πράγμα που την ένοιαζε ήταν η θερμή τους υποδοχή. Την κέρασαν μαύρη μπίρα, της εξήγησαν τους κανόνες του παιχνιδιού και των στοιχημάτων που τα συνόδευαν.
Κανένας Γαλάτης δεν την είχε αποδεχτεί ποτέ τόσο εύκολα. Αλλά έτσι είναι. Όταν έχεις μια γυναίκα για βασίλισσα, μαθαίνεις να σέβεσαι τις γυναίκες.
Στη νοηματική που γινόταν όλο πλουσιότερη, η Τίνα ξεδιάλυνε τα ονόματα τους. Ο φρουρός που της άνοιξε και την τράβηξε να κάτσει δίπλα του λεγόταν Ελευθερομπίς. Όμως την κοίταζε με προβληματισμό, σα να μην του άρεσε που είχε έρθει.
«Regina Cleopatra…. Tu…;» Τη ρώτησε με σπαστά λατινικά.
«Μμ;» Κι εκεί η Τίνα κατάλαβε γιατί είχε διστάσει αρχικά να την αφήσει να κάτσει μαζί τους κι άρχισε να τον καθησυχάζει βιαστικά. «Α! Δεν με θέλει. Αργότερα. Postea. Δεν θα μπλέξετε, μην ανησυχείς!»
Της χαμογέλασε ευγενικά κι οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του ζάρωσαν. Όμως κάτι απέσπασε την προσοχή του. Η Τίνα ακολούθησε την φευγαλέα του ματιά. Ανάμεσα στους χαμογελαστούς άντρες, υπήρχε ένας κατσουφιασμένος.
Ο κατσουφιασμένος την κάρφωνε με τα μάτια. Στο πρόσωπο του διαγραφόταν καθαρά η αντιπάθεια. Η χαρακτηριστική αντιπάθεια και καχυποψία που επέρχεται όταν κάποιος σε βλάπτει χωρίς να έχεις κάνει κάτι για να το αξίζεις. Το κρανίο του ήταν καλυμμένο από έναν άσπρο επίδεσμο, όπως ο πρώτος που είχε φάει το βάζο στο κεφάλι.
Η Τίνα έκανε να σηκωθεί, όμως ο Ελευθερομπίς την κράτησε κάτω. Της ένευσε αρνητικά. Μισο-νεύοντας και μισο-μιλώντας, της είπε να κάτσει μαζί τους για λίγο και ότι μετά θα τη γύριζε ο ίδιος στο δωμάτιο της. Όμως η Τίνα είχε καταπιεί πολλά, δεν θα υποχωρούσε ακόμη και σ’ αυτό.
Σηκώθηκε όρθια και περικύκλωσε το τραπέζι, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι σκόπευε να κάνει ή τι έπρεπε να περιμένει. Ο κατσουφιασμένος φάνηκε να εκπλήσσεται από την αποφασιστικότητα της να τον προσεγγίσει. Η Πεισματίνα στάθηκε μπροστά του κι ακούμπησε την παλάμη της στο στήθος της, εκεί ακριβώς που τελείωνε το βαρύ περιλαίμιο.
Με το δάκτυλό της έδειξε το κεφάλι του και με ειλικρίνεια επανέλαβε την απολογητική χειρονομία. Ο κατσουφιασμένος δεν απαντούσε, μόνο έκλεβε αψυχολόγητες ματιές προς το τραπέζι από πίσω τους, όπου οι συνάδελφοι του ακόμη γέλαγαν και συζητούσαν. Η Τίνα, φοβούμενη ότι το νόημα της δεν ήταν ξεκάθαρο, έτεινε το χέρι της για χειραψία, ελπίζοντας πως έτσι θα εξομαλυνόταν η παρεξήγηση.
Τα χαχανιτά από το τραπέζι πίσω τους χειροτέρεψαν. Η Τίνα ακολούθησε το στοιχειωμένο βλέμμα του κατσουφιασμένου, μισο-περιμένοντας ότι αυτή ήταν το θύμα της κοροϊδίας… Αλλά δεν ήταν έτσι.
Ο κατσουφιασμένος, κατακόκκινος από ντροπή, πήρε το κράνος του και έφυγε τρέχοντας από το εντευκτήριο, ενώ τον ακολουθούσαν τα περιπαικτικά γέλια των συναδέλφων του. Κι η Τίνα συνειδητοποίησε ότι την αντιπαθούσε όχι γιατί είχε άδικα ξεσπάσει πάνω του, αλλά γιατί μια γυναίκα τον ξεφτίλισε μπροστά στους συναδέλφους του. Αν είχε μανίκια, η Τίνα θα τα σήκωνε και θα τον έπαιρνε στο κατόπι να τον ξυλοφορτώσει ξανά.
Αντ’ αυτού, όμως, η Πεισματίνα επέστρεψε στο τραπέζι. Η ξινίλα της έσταζε από το πρόσωπο της. Μαζί με τους νέους της φίλους, άρχισαν να κοροϊδεύουν τον κατσουφιασμένο που μόλις είχε φύγει. Και με τι δεν τον παρομοίασαν! Τι γυναικούλα τον είπαν, τι κότα, τι δειλό, τι αδύναμο.
Η Τίνα ένιωθε το επικριτικό βλέμμα του Ελευθερομπίς επάνω της, όμως τον αγνόησε επιδεικτικά. Πρώτη φορά ήταν κι αυτή μέρος μιας παρέας. Πρώτη φορά μπορούσε αυτή πρώτη να κοροϊδέψει, αντί να είναι το θύμα της κοροϊδίας.
Πρώτη και τελευταία, τόνισε στον εαυτό της εκείνο το βράδυ, που πάλι δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Με την ανακάλυψη των διαμερισμάτων των φρουρών, ξεκίνησε η χρυσή εποχή της Τίνας στο παλάτι.
Οποτε έβρισκε ευκαιρία, ξεγλίστραγε από τις όμορφες δεσμοφύλακες της και πήγαινε στο εντευκτήριο τους. Οι άντρες έπαιζαν παιχνίδια με χαρτιά, με ζάρια, με ταμπλό και πούλια. Την πρώτη εβδομάδα η Τίνα κυρίως παρατηρούσε ή όταν έβρισκε κάποιον φρουρό μόνο του, τον πλεύριζε για να την διδάξει. Μαζί με τους κανόνες του παιχνιδιού, άρχισε να πιάνει και μερικές αιγυπτιακές λέξεις.
Κάποιοι τζόγαραν και κάποιοι όχι, αλλά καθώς στην Γαλάτισσα δεν ανήκαν ούτε τα ρούχα που φορούσε, συμμετείχε μόνο στα παιχνίδια χωρίς στοιχήματα, ή, αφού βελτιώθηκε λίγο, οι φρουροί την έβαζαν να παίζει και στοιχημάτιζαν επάνω της.
Αν η Κλεοπάτρα ή οι κυρίες των τιμών της είχαν αντιληφθεί το που περνούσε την ώρα της, δεν είπαν ποτέ τίποτα. Όσο η μικρή ήταν στο μέρος που έπρεπε την ώρα που έπρεπε όλα ήταν καλά.
Πάνω στα ζάρια ήταν σκυμμένη η Τίνα όταν ο Ιντεφίξ ήρθε να παραδώσει το γράμμα που θα εξηγούσε στην Κλεοπάτρα πως ο Καίσαρας κατέστρεφε το εργοτάξιο. Ένας φρουρός είχε μπει στο απλό δωμάτιο που είχε στο κέντρο του το ξύλινο τραπέζι, και της είχε επικοινωνήσει με νοήματα ότι ο κοντός μουστακαλής συγχωριανός της είχε μόλις μπει στο παλάτι.
Πάλι καλά που η Γαλάτισσα είχε την εξυπνάδα να κατευθυνθεί αμέσως στη σάλα των αυλικών, αλλιώς θα είχε μπει σε μπελάδες. Όχι ότι είχε καμία όρεξη να υπομείνει τον εξευτελισμό που σίγουρα θα προξενούσε η συνάντηση με τον Αστερίξ, αλλά αν η Κλεοπάτρα την ζήταγε και δεν την έβρισκε, ποιος ξέρει τι θα γινόταν.
Οι δύο νεαρές κυρίες των τιμών ξεφούσκωσαν από ανακούφιση μόλις την είδαν. Την βούτηξαν και την έσυραν βιαστικά στα διαμερίσματα της Κλεοπάτρας, όπου η βασίλισσα φαινόταν να περνάει λίγο ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό της.
«Έλα κάτσε μαζί μου, μικρή. Ένας από τους Γαλάτες ζήτησε να με δει.»
Και η Κλεοπάτρα την διέταξε με το αυταρχικό της δάχτυλο να σταθεί όρθια δίπλα της, λες και η Τίνα ήταν εμπόρευμα που ήθελε να μοσχοπουλήσει, ενώ ταυτόχρονα είπε στις αυλικές να φέρουν στο δωμάτιο τον Αστερίξ.
«Μα γιατί καμπουριάζεις, κορίτσι; Θα σε δουν οι φίλοι σου και θα νομίζουν ότι σε κακομεταχειρίζομαι.»
Διάφορες ειρωνικές απαντήσεις ήρθαν στο μυαλό της ζαρωμένης Πεισματίνας. Με κόπο κράτησε το στόμα της κλειστό.
«Λοιπόν;» Η καλή διάθεση της Κλεοπάτρας κλυδωνιζόταν ήδη επικίνδυνα και σύντομα θα βυθιζόταν εντελώς.
«Δεν αισθάνομαι άνετα.» Μουρμούρισε μέσα από σφιγμένα δόντια.
Τα πανέμορφα χείλη της Κλεοπάτρας είχαν αρχίσει ήδη να σουφρώνουν. «Θες να πεις ότι τα ρούχα που σου έδωσα δεν σου αρέσουν;»
Η φωνή του Πανοραμίξ της ψιθύριζε να πει ψέματα. Όμως η Κλεοπάτρα είχε ακόμη τιμητική θέση στην καρδιά της.
«Απλά, δεν τα έχω συνηθίσει.»
«Πες μου, μικρή.» Τη ρώτησε αυστηρά η βασίλισσα. «Είσαι γυναίκα;»
«Ναι, γυναίκα είμαι, απλά-»
«Ναι, είσαι. Τελεία και παύλα.» Απάντησε η Κλεοπάτρα με τα καλοβαμμένα μάτια της στενεμένα. «Όσο κι αν προσπαθείς να αποδείξεις το αντίθετο, είσαι και πάντα θα είσαι γυναίκα.»
«Μα εγώ δεν προσπαθώ να-»
«Αρκει.» Σήκωσε ένα κοφτό χέρι η Κλεοπάτρα. «Κάθε γυναίκα χρησιμοποιεί τα ρούχα της για να κάνει μια δήλωση. Έτσι κι εσύ φοράς παντελόνια και δυσανασχετείς με τα φορέματα, για να κάνεις μια δήλωση. Είσαι γυναίκα, μικρή, και μια αληθινή γυναίκα αισθάνεται άνετα με ότι κι αν φοράει. Οπότε θα σταθείς ίσια και θα συναντήσεις τον συγχωριανό σου περήφανα.»
Όταν ο Αστερίξ μπήκε για να παραδώσει τον Ιντεφίξ, ο οποίος Ιντεφίξ πήγε να παραδώσει το γράμμα στην Κλεοπάτρα και ανταμείφθηκε με ένα μεγάλο κόκκαλο, ότι απέμενε από τη καλή διάθεση της Κλεοπάτρας εξαφανίστηκε για τα καλά.
«Αυτό δεν θα περάσει έτσι! Ο Ιούλιος Καίσαρας δεν ξέρει να χάνει, μα την Ίσιδα! Πήγαινε, Γαλάτη, θα ασχοληθώ εγώ με το θέμα, μα τον Άμωνα και μα τον Ήλιο! Κορίτσι, συνόδευσε τον Γαλάτη στην πόρτα και περίμενε με εκεί. Θα έρθεις μαζί μου.» Κι έφυγε φουρκισμένη από το δωμάτιο.
Μέχρι τότε η Τίνα παρίστανε ότι ο Αστερίξ δεν υπήρχε στο δωμάτιο, ούτε και ότι η ίδια αισθανόταν μια ανεξήγητη ζέστη. Ήταν σίγουρη ότι ο Γαλάτης δεν την είχε αναγνωρίσει. Ήταν ο τρόπος που την κοιτούσε, όπως όλοι τους κοίταζαν τις όμορφες αυλικές της Κλεοπάτρας. Με την επιδοκιμασία ενός ανθρώπου που βλέπει ένα όμορφο λουλούδι και γυρνά το κεφάλι για να το χαζέψει.
Η Τίνα είχε εκνευριστεί για τα καλά. Δεν περίμενε από τον Αστερίξ να είναι τέτοιος σάτυρος και να κοιτά κορίτσια!
Όταν πια η βασίλισσα αποχώρησε, μόνο τότε ο Αστερίξ φάνηκε να αναγνωρίζει ενεργά την παρουσία της. Συνάντησε τα μάτια της κοπέλας, και το βλέμμα του έγινε τόσο διαπεραστικό, που η Τίνα ήταν σίγουρη ότι την αναγνώρισε και προετοιμάστηκε για τις πλάκες που θα έκανε εις βάρος της. Όμως μετά η ματιά του Γαλάτη ταξίδεψε από τα πάνω της μέχρι τα κάτω της. Οι ώμοι που είχε ψιλοϊσιώσει η Τίνα, ζάρωσαν πάλι.
Χαμογελούσε στον εαυτό του με ένα εσωστρεφή τρόπο που έκανε την κοπέλα να αισθανθεί ακόμη πιο άβολα. Έβγαλε το καπέλο του στη Τίνα, με την ευγένεια που θα έδειχνε κάποιος σε μια όμορφη νεαρή που δεν είχε κάνει ακόμη τη γνωριμία της.
Σάτυρος, σάτυρος, σάτυρος!
Αυτή λοιπόν ήταν η μεταχείριση που θα δεχόταν αν όταν την είχανε πρωτογνωρίσει φορούσε φουστάνια αντί για παντελόνια. Μα πως δεχόταν η Κλεοπάτρα όλα αυτά τα βλέμματα χωρίς να θέλει να καρπαζώσει αυτούς που την κοιτούσαν;
«Ήσυχα, Ιντεφίξ.» Είπε ο Αστερίξ στο σκυλάκο που κρατούσε με το ένα χέρι, ενώ η αίθουσα αντηχούσε από χραατς, χριιιτς, χρουυτς. «Περίμενε πρώτα να δοκιμάσει ο δοκιμαστής της βασίλισσας το κόκκαλό σου.»
Αφού ο δοκιμαστής έσπασε τα δόντια του και μάτωσε το στόμα του στη γραμμή του καθήκοντος, ο Ιντεφίξ πήρε επιτέλους το κόκκαλο του. Η Τίνα τους οδήγησε σιωπηλά μέσα από τους διαδρόμους που είχε μάθει πολύ καλά μετά από δέκα μέρες περιπλάνησης.
«Και πως και μιλάς λατινικά;»
Η Τίνα ανασήκωσε τους ώμους της κοφτά κι αδιάφορα, με θυμό που φούντωνε για τον φίλο της, που την κοίταζε στα μάτια και δεν την αναγνώριζε.
«Θα ξέρεις και τη μικρή Γαλάτισαα που φέραμε μαζί…» Της είπε, περπατώντας δίπλα της με τον Ιντεφίξ κουρνιασμένο στον αγκώνα του. «Την Τίνα; Είναι ντυμμένη κι αυτή σαν εσάς; Ούτε να την φανταστώ δεν μπορώ...»
Μώρε τι μας λες;
«Η Τίνα βλέπεις είναι μικρή ακόμη, και νομίζει ότι μόνο με το σπαθί μπορεί να κατακτήσει κανείς τον κόσμο… Δεν καταλαβαίνει την πραγματική δύναμη που έχει η ομορφιά…»
Η Τίνα δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Μιλούσε με έναν αδιάφορο, πολύξερο τρόπο, χωρίς να της δίνει καμία ευκαιρία ή να δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το τι είχε να πει η ίδια. Έτσι είναι. Οι άντρες δεν νοιάζονται για το τι βρίσκεται κάτω από τα λυτά και λαμπερά μαλλιά, πίσω από ένα καλοβαμμένο πρόσωπο. Θέλουν μόνο να εντυπωσιάσουν την κάτοχο τους.
«Πάω στοίχημα θα σας έχει κάνει τη ζωή μαύρη.»
Η Τίνα ήταν έτοιμη να μπήξει τα κλάματα από τα νεύρα της.
«Εμείς ευχαριστούμε τον Τουτατή που την ξεφορτωθήκαμε, πάντως. Αλλά μην της πεις τίποτα γιατί δεν θα μας αφήσει σε ησυχία με τα μελοδραματικά της.»
Έφτασαν στον προθάλαμο στον οποίον η Τίνα είχε δείρει τους δύο φρουρούς, η πόρτα φάνηκε μπροστά τους, και το κορίτσι έδινε ιερές υποσχέσεις σε θεούς και δαίμονες ότι μόλις έβγαινε από εδώ μέσα και φορούσε πάλι τα παντελόνια της, ο Γαλάτης θα πλήρωνε ακριβά.
«Δεν μιλάς πολύ, ε; Σπάνια αρετή.» Είπε ο Αστερίξ, κι αναστέναξε με τον αέρα ενός ανθρώπου που υποφέρει καθημερινά από ακατάπαυστη μουρμούρα.
Η Τίνα του άνοιξε την πόρτα για να μην του ανοίξει το κεφάλι. Όμως η αντρική ηλιθιότητα του Αστερίξ δεν φάνηκε να έχει στερέψει ακόμη. Πριν το κορίτσι καταλάβει τι έγινε, ο Γαλάτης της είχε πιάσει το χέρι και της το είχε φιλήσει.
Με την Τίνα να έχει μείνει κάγκελο, ο Γαλάτης έκλεισε την πόρτα πίσω του. Και πίσω από την πόρτα, ακούστηκαν τα πνιχτά του χαχανητά.